Primrose Green
Αν τον προσφωνούσατε "Tim, Phil, John, Bert ή Danny" θα γύριζε, χαμογελώντας με νόημα, να σας κοιτάξει… Του Τάκη Κρεμμυδιώτη
Το να προσδιορίσεις το μουσικό ύφος μιας κυκλοφορίας είναι κάτι ανάλογο με τις λίστες που περιέχουν τα καλύτερα της χρονιάς. Είναι αναμενόμενο από τον αναγνώστη, αλλά, αναμφισβήτητα, αναγκαίο "κακό" για τον κριτικό. Κι αυτό διότι, όσο κι αν θεωρείται σημαντικός ο προσδιορισμός του ευρύτερου μουσικού χώρου στον οποίο εντάσσεται μια νέα κυκλοφορία, για κάθε αναγνώστη που δεν έχει έρθει σε επαφή μαζί της, τόσο ανακριβής μπορεί να αποδειχτεί στην πράξη. Όπως πολλά πράγματα στη ζωή, έτσι και στη μουσική -ευτυχώς- δεν υπάρχουν απόλυτα στεγανά.
Δε χρειάζεται να πάει κανείς μακριά, για να βρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανέκαθεν εντυπωσιακής μουσικής αλληλοπεριχώρησης. Το "Primrose Green" συνθέτει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μη νομίσετε πως χρειάζονται πολλές ακροάσεις για να αντιληφθεί κανείς την ηχητική συνύπαρξη διαφόρων μουσικών ειδών. Από την πρώτη κιόλας θα νιώσετε "διαφορετικά". Η έκπληξη, όμως, έρχεται από αλλού - από κάπου που δεν το περιμένεις. Αυτή, δεν έχει να κάνει με τη διαπίστωση της πολυμορφίας, αλλά με το ποιο μουσικό είδος μοιάζει να κυριαρχεί κάθε φορά που ακούς το δίσκο. Και, πιστέψτε με, δεν είναι πάντα το ίδιο. Κι αν σίγουρα διαπιστώνει κανείς ότι οι αναφορές στη rock, την ψυχεδέλεια και το blues θεωρούνται δεδομένες, τότε τι να πει για τις folk και jazz αντίστοιχες; Αν προσπαθήσω να σας πω σε ποιους μουσικούς παραπέμπει ο δεύτερος αυτός δίσκος του Ryley Walker, θα πιάσω τον εαυτό μου να αναφέρεται αποκλειστικά σε folk τραγουδοποιούς, ενώ πιστεύω ακράδαντα πως το "Primrose Green" είναι σαφώς ένα κορυφαίο σύγχρονο jazz άλμπουμ. Έτσι εξηγείται το γιατί το χαρακτήρισα folk-jazz και όχι jazz-folk. Λεπτομέρειες, θα μου πείτε. Κι όμως, δεν είναι.
Για καλή μας τύχη η εξαιρετική αυτή δουλειά του εικοσιπεντάχρονου αμερικανού τραγουδοποιού είναι πολύ πιο "αποπροσανατολισμένη" από το περυσινό "All Kinds Of You". Αυτή η ευελιξία του Walker ευθύνεται για τον τελικό πλούσιο ήχο, που δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα από την πρώτη στιγμή που θα έρθεις σε επαφή μαζί του. Θεωρήστε δεδομένο ότι ο Ryley έχει διατρίψει πάνω στα βινύλια των Tim Buckley, Nick Drake, Van Morrison, Phil Ochs, Tim Hardin, John Fahey, Bert Jansch, John Renbourn, Danny Thompson και John Martyn. Είμαι βέβαιος πως, αν τον ρωτούσατε, όχι μόνο δεν θα το αρνιόταν, αλλά θα το επιβεβαίωνε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Ταυτόχρονα, όμως, θα ένιωθε πολύ περήφανος, διότι δεν αναπαρήγαγε απλά ό,τι οι τεράστιοι αυτοί μουσικοί ήδη είχαν κάνει με κορυφαίο τρόπο, αλλά διότι το έκανε να ακούγεται ελκυστικό σαν να ήταν πρωτόλειο, παραμένοντας με απόλυτο σεβασμό στη σχετική '60'ς αισθητική.
Πώς το έκανε αυτό το φαινομενικά οξύμωρο; Αρχικά πήρε στα χέρια την Guild D-35 και βελτίωσε σημαντικά το fingerpicking στυλ (ακούστε το "Sweet Satisfaction" και θα καταλάβετε), που είχε δείξει ότι προτιμά από την εποχή που αποτύπωνε τη μουσική του σε κασέτες. Ορμώμενος από το Rock River του Illinois, αλλά κατοικώντας στο Chicago εδώ και μια οκταετία, πήρε στο στούντιο αποκλειστικά jazz μουσικούς της πόλης, που ενίσχυσαν σημαντικά την εκπληκτική live αισθητική που αποτυπώθηκε στο δίσκο. Εδώ που τα λέμε, με την ενέργειά του αυτή δεν πρωτοτύπησε, αλλά ακολούθησε το παράδειγμα των Tim Buckley και John Martyn. Δε μπορεί, κάτι θα ήξεραν αυτοί... Εκτός, λοιπόν, από τους Brian Sulpizio (κιθάρα) και Ben Boye (πιάνο), επέλεξε ως συνεργάτες τους Anton Hatwich (κοντραμπάσο), Jason Adasiewicz (βιμπράφωνο), Frank Rosaly (ντραμς), Fred Longberg Holm (τσέλο) και Whitney Johnson (βιόλα), των οποίων τα ονόματα θεωρώ πρέπον να αναφέρω. Όπως ο ίδιος είπε, μεγάλο μέρος του δίσκου -λόγω ελλείψεως χρόνου- έγινε κατόπιν αυτοσχεδιασμού. Αν θέλετε την απροκάλυπτα υποκειμενική γνώμη μου, τα εύσημα, εξαιρουμένη της γλυκιάς κιθάρας του Ryley, πρέπει να δοθούν πρωτίστως στο κοντραμπάσο και δευτερευόντως στο βιμπράφωνο. Σε όλα αυτά, βάλτε τα γνωστά επιβλητικά φωνητικά του, το με ψυχεδελικές ιδιότητες φυτό που φέρει για τίτλο ο δίσκος, αλλά και το εξώφυλλό του, που θυμίζει αρκετά εκείνο του "Astral Weeks", και τότε η εικόνα θα είναι συμπληρωμένη.
Ο δίσκος αυτός προορίζεται για πολλαπλές ακροάσεις και διαπνέεται από μια υφέρπουσα concept αισθητική, που αναδεικνύει εξίσου όλες τις συνθέσεις. Μπαίνω όμως στον πειρασμό να ξεχωρίσω τα εκπληκτικά "Summer Dress" και "Same Minds" (τα έχω λιώσει) με την περήφανα καθαρόαιμη jazz κληρονομιά τους, που σκόπιμα χάνει το δρόμο της μέσα σε βρετανικά laid back folk τοπία. Έπειτα από μερικά σβήσε-γράψε, επιλέγω να μην αναφερθώ σε άλλα τραγούδια, διότι θα αναγκαστώ να γράψω κάτι για όλα. Συνεχίζοντας, αναφέρω ότι η κυκλοφορία είναι ενδιαφέρουσα και στιχουργικά, αφού συχνά αποστασιοποιείται από τα κλισέ, με διακριτικές προσωπικές εξομολογήσεις ή αναμνήσεις.
Αν ακόμα αμφιβάλλετε κατά πόσο θα μπορούσε να αρέσει σήμερα ένας ολοκαίνουργος folk - jazz δίσκος, που σκόπιμα δε λοξοκοιτάζει, αλλά σαφώς προσηλώνει το βλέμμα στη δεκαετία του '60, τότε το "Primrose Green" προσφέρεται για πειραματόζωο. Μόνο προσέξτε να μη σας πιάσει απροετοίμαστους.