So tough [deluxe version]
Pale Movie, He's On The Phone, Sylvie: οι πιο γνωστές συνθέσεις των Saint Etienne. Το πρώτο χρωστάει το airplay του σε μια παλιά διαφήμιση γκοφρέτας, το δεύτερο δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα ξέγνοιαστο δείγμα χορευτικής pop με κεντροευρωπαϊκό χαρακτήρα, και το τρίτο ένα εξίσου ανέμελο κομμάτι δίχως σημαντικό ειδικό βάρος. Ακούστε τα το ένα μετά το άλλο, και έχετε μια δεκάλεπτη περίληψη για την τραγωδία που πλήττει τους Saint Etienne εδώ και 20 παρά κάτι χρόνια: να είναι το καλύτερο pop συγκρότημα του πλανήτη και να μην εισπράττει την καθολική αποδοχή που του αξίζει, πολύ απλά διότι τα πιο δημοφιλή πράγματα που έχουν κάνει είναι οι σχετικά λιγότερο αξιόλογες στιγμές της δισκογραφίας τους.
Το 1995 τους είχε πάρει από κάτω και το είχαν διαλύσει. Είχαν κυκλοφορήσει και μια αποχαιρετιστήρια συλλογή με τον εύγλωττο τίτλο "Too Young To Die", θεωρώντας την υπόθεση Saint Etienne τελειωμένη. Από τότε, πολλά συγκροτήματα βασίστηκαν πάνω τους και εξαργύρωσαν τον ήχο τους, με πρώτους και καλύτερους τους Cardigans και εκείνο το "twee" δεύτερο album τους. Ο κόσμος ήξερε τους Dubstar ή τους Mono, αλλά αγνοούσε τους Saint Etienne. Ακόμα χειρότερα, ένα κομμάτι του κόσμου που θα έπρεπε να τους λατρεύει, τους σνόμπαρε. Θυμάμαι μέχρι σήμερα την αντίδραση των ιθυνόντων του Fractal, κάπου στις αρχές του 2000, όταν τους είχα προτείνει να γράψω ένα θέμα για τους Saint Etienne για το επόμενο τεύχος τους (περίπου ίδια αντίδραση με του Πανότα κάθε φορά που ο Καραμπεάζης ή εγώ θα γράψουμε στο MiC κάτι για τους A-ha).
Τα καλά νέα είναι ότι τελικά επανασυνδέθηκαν και ξανάρχισαν να κυκλοφορούν δίσκους, singles, συλλογές και αποκλειστικές ηχογραφήσεις για το fan club τους, με την χαρακτηριστική τους παραγωγικότητα - μιλάμε για δεκάδες τίτλους. Άγγιξαν πολλές κορυφές, καμιά όμως δεν ήταν σαν το "So Tough", το δεύτερο album τους του 1993. Μιλάμε για έναν υποδειγματικό pop δίσκο, για ένα album που αξίζει να θεωρείται ως απόλυτο classic, όχι μόνο των nineties, αλλά οποιασδήποτε εποχής. Ο θρίαμβος του group ξεκινά από το εξώφυλλο, χρυσά γράμματα σε πράσινο φόντο και ένα κοριτσάκι σε ασπρόμαυρη φωτογραφία να προδιαθέτει για την βιωμένη αθωότητα που αποπνέει αυτός ο δίσκος. Αθωότητα ακόμα και σε μια ενήλικη γενιά, η οποία μαζεύεται κάθε Τρίτη πρωί στο ίδιο στέκι, γράφει γράμματα λατρείας στον Prince B των PM Dawn ή συζητάει για τη χτεσινή συναυλία των KLF. Μια παρέα που έχει πλέον σκορπίσει, αλλά πρόλαβε και πέρασε στην ιστορία μέσα από το εναρκτήριο κομμάτι αυτού του άλμπουμ, ένας αθάνατος ύμνος σε κάθε παρέα που έχει υπάρξει ποτέ, με τα μικρά της τελετουργικά, τις δικές της ιδιοτροπίες - και τους δικούς της KLF.
Αρκετά κομμάτια πιο κάτω, η νοσταλγία ξαναβγαίνει ερμητικά στην επιφάνεια, με την ηρωίδα του "Leafhound" να περιπλανιέται σε μια άγνωστη μικρή πόλη η οποία της προκαλεί απανωτά deja-vu. Βλέπει ένα γήπεδο που μοιάζει με την αλάνα που έπαιζε μικρή, κάτι πιτσιρίκια στο δρόμο που της θυμίζουν τους παιδικούς της φίλους, εκείνο το παλιό θέατρο που είχε καεί το 1983, μια Harley με γνώριμο αριθμό στην πινακίδα, και ψιθυρίζει "...there's something about this place", κατορθώνοντας να αποδώσει αυτή τη στοιχειωμένη αίσθηση και στην ίδια τη μελωδία του κομματιού. Όταν όμως μιλάμε για στοιχειωμένο, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το "Avenue", ίσως το καλύτερο κομμάτι που έγραψαν ποτέ, ένα ταξιδιάρικο anthem, αέρινο και ψυχεδελικά ευφορικό, ένα θαύμα παραγωγής και ευαισθησίας στην ερμηνεία, με μεθυστικά πλήκτρα και ένα άκρως κολλητικό vocal riff που οδηγεί ολόκληρο το τραγούδι. Και μόνο αυτό να είχαν ηχογραφήσει, θα ήταν αρκετό για να μείνουν αξέχαστοι.
Μετά από το χάσιμο του Avenue, οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί παρά να σε προσγειώσει απότομα. Για να μην πέσει στην παγίδα, το group εκτελεί πλήρη αλλαγή ύφους προσφέροντας ένα pop πυροτέχνημα που μοιάζει σα να βγήκε κατευθείαν από τα sixties: το "You're In A Bad Way" ξεχειλίζει στιλ και μελωδικότητα, είναι εσκεμμένο camp, ένας φόρος τιμής στην ρετρό αισθητική και την pop κουλτούρα γενικότερα. Λίγοι κατανοούν και μπορούν να εκφράσουν την pop νοοτροπία καλύτερα από τον Stanley και τον Wiggs, τους δύο βασικούς εγκεφάλους των Saint Etienne. Αυτή η αγάπη τους για ό,τι σημαίνει η λέξη pop είναι έκδηλη μέσα στο "So Tough" περισσότερο από κάθε άλλη φορά, με τις αναφορές σε διάφορα αγαπημένα πράγματα να δίνουν και να παίρνουν, είτε όταν πρόκειται για τον ίδιο τον τίτλο του δίσκου (αναφορά Beach Boys), τη μελωδική γραμμή του Avenue (παρομοίως), τους στίχους του Hobart Paving (με τη βροχή που "πέφτει σαν τα δάκρυα του Elvis"), το cameo του Joe των Stereolab ως θαμώνας του Mario's Cafe, τις δικές τους χιουμοριστικές παρεμβάσεις ανάμεσα στα τραγούδια ή για τα διάσπαρτα αποσπάσματα από jingles, παλιές ταινίες και ραδιοφωνικές εκπομπές που έχουν σκορπίσει ανάμεσα στα κομμάτια. Από την άλλη, αυτός είναι και ο λιγότερο pop δίσκος του συγκροτήματος με τη συμβατική έννοια του κομματιού που θα αρέσει με την πρώτη και που θα παιχτεί στα ραδιόφωνα. Το αξιολάτρευτο "Railway Jam" είναι ένα ιδιαίτερο instrumental που δεν αποκαλύπτει τη γοητεία του παρά μετά από κάμποσες ακροάσεις, ενώ το "Calico" ακουγόταν τότε σχεδόν ημιτελές έτσι όπως το μπάσο έβγαινε τόσο απροκάλυπτα στην πρώτη γραμμή (σήμερα θα το λέγαμε απλώς "dub").
Η δεύτερη πλευρά του βινιλίου άνοιγε με μια κοπέλα που ρωτούσε έναν τύπο "πιστεύεις ότι μια γυναίκα θα έπρεπε να κοιμηθεί με έναν άντρα αν αυτός δεν την αγαπάει;" για να εισπράξει την απάντηση-καγκουριά "όχι... εκτός κι αν πρόκειται για μένα", και από εκεί ξεπροβάλλει η νωχελική, διαυγής μελωδία του "Hobart Paving", συμπληρώνοντας μαζί με το Avenue και το You're In A Bad Way μια τριάδα λαμπερών singles που συνοψίζουν την ευφυΐα των Saint Etienne, κατορθώνοντας να διαδέχονται το ένα το άλλο με πραγματικά αριστοτεχνικό τρόπο, παρά το τόσο διαφορετικό ύφος του καθενός. Λίγο αργότερα, οι τόνοι κατεβαίνουν κι άλλο στο "No Rainbows For Me", ένα από τα πιο εύθραυστα και νυχτερινά κομμάτια του συγκροτήματος, το οποίο ακούγεται ακόμα πιο πολύτιμο έτσι όπως έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στην υπερενεργητική pop του "Conchita Martinez" και στο έξοχο house δείγμα του "Junk The Morgue" (ακόμα ένα μάθημα sequence, με άλλα λόγια). Το τελευταίο πρόκειται για ένα κομμάτι που θα μπορούσε να είναι το πρότυπο για κάθε συλλογή τύπου Cafe Del Mar, κάμποσα χρόνια πριν οι λέξεις lounge και chill-out γίνουν συνήθεις στο μουσικό λεξιλόγιο. Σχεδόν φαντάζεσαι τους δύο νεαρούς που μετά θα γίνονταν γνωστοί ως Thievery Corporation ή Boards Of Canada να το ακούνε στο repeat και να κρατούν σημειώσεις.
Εκεί τελείωνε ο δίσκος βινιλίου, ενώ το CD είχε τότε ως "added attraction" (όπως είχαν φροντίσει να αναγγείλουν οι ίδιοι) και το single "Join Our Club" για (μάλλον αταίριαστο) φινάλε. Στην επανέκδοση, το "Join Our Club" έχει δικαίως περάσει στο δεύτερο CD, για να μη διασπά πλέον τη συνοχή του άλμπουμ. Και το δεύτερο CD όμως δεν πάει πίσω. Για την ακρίβεια, σε κάποια σημεία του είναι γελοιωδώς άριστο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι τα τραγούδια του δεν μπήκαν ποτέ σε "κανονικό" δίσκο του συγκροτήματος. Το "Archway People", το "Paper" και το "California Snow Story" (για να αναφέρουμε απλά μερικά) είναι διαμαντάκια σπάνιας αισθητικής αξίας, και είναι χαρακτηριστικό της κλάσης των Saint Etienne ότι έχουν (ή είχαν, τέλος πάντων) την πολυτέλεια να αφήνουν τέτοια τραγούδια έξω από τους δίσκους.
Το "So Tough" δεν μπορεί παρά να αδικηθεί αν αναλυθεί στα συστατικά του. Τόση ώρα γράφω για τα κομμάτια ξεχωριστά, αλλά ο σημαντικότερος λόγος που το θεωρώ αξεπέραστο είναι γιατί μου θυμίζει την κοπάνα που είχα κάνει από το σχολείο για να το αγοράσω σε βινίλιο, μετά που το ξαναγόρασα σε CD γιατί η εκτέλεση του "You're In A Bad Way" ήταν διαφορετική στο δίσκο, τις ώρες στο σχολείο που το άκουγα με παρέα μοιράζοντας τα ακουστικά του walkman, την πρώτη μου συναυλία στο Ρόδον το 1994, καλοκαίρια με εκτυφλωτικό ήλιο, τις πρώτες μέρες της κάθε άνοιξης, το δικό μου Mario's Cafe στο Rezin της Σίας και του Μάνου, το Vinyl όταν ήταν ακόμα στο Μαρούσι, τα παιδιά του Carousel, το φεστιβάλ με την Έφη, μου θυμίζει και το "Suede", το "Debut", και το "Songs Of Faith And Devotion", όχι μουσικά ασφαλώς, αλλά για κάποιο λόγο που δεν εξηγείται, αλλά όποιος καταλαβαίνει, καταλαβαίνει. Είναι ένας βιωματικός δίσκος, και ως τέτοιος, συνιστά μοναδικό απόκτημα. Είναι ένα αντι-Nevermind, αλλά γεμάτο teen spirit, τουλάχιστον στο βαθμό που ο καθένας έχει το δικό του Mario's Cafe σε κάποια γωνιά αυτού του κόσμου, νοσταλγεί εύκολα και βρίσκει την ομορφιά σε ένα απλό τοπίο ή σε ένα ειλικρινές συναίσθημα. Βγήκε σε δύσκολη εποχή για τέτοιους δίσκους, δεν προκάλεσε ιδιαίτερα την προσοχή, αλλά όσοι το άκουσαν δεν το ξέχασαν ποτέ. Το "young heart" του Avenue, τα flashbacks του Leafhound, ο τύπος στην εισαγωγή του Railway Jam που αρνείται την πρόσκληση σε ένα πάρτι γιατί έχει δουλειά (αλλά στην πραγματικότητα ντρέπεται) ή η πρώιμη electronica του Junk The Morgue είναι μερικές μόνο λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά μεταξύ ενός σπουδαίου και ενός κλασικού δίσκου. Οι Saint Etienne έχουν φτιάξει κάμποσα εξαίσια πράγματα από τότε, ποτέ άλλοτε όμως δεν παρέδωσαν κάτι τόσο τέλειο από το πρώτο δευτερόλεπτο μέχρι το τελευταίο.