Untitled (Black Is) & Untitled (Rise)
Δύο δίσκοι τέτοιας κοινωνικοπολιτικής αλλά και μουσικής ευστοχίας και επιτακτικότητας μέσα σε ένα τρίμηνο, ήταν είναι και θα είναι ένα σπάνιο φαινόμενο. Του Αντώνη Ξαγά
Όταν έχει κανείς μπροστά του προς ανάλυση δίσκο(υς) φορτωμένο(υς) με συμβολική σημειολογία και επικαιρική αναφορικότητα, είναι σαν του δίνεται στρωμένη αφορμή να γράψει αναλισκόμενος σε ευαίσθητες διακηρύξεις, πολεμικές προκηρύξεις και καταγγελίες, διδακτορικές αναλύσεις, θεωρητικά σχήματα με τσιτάτα (Γάλλων κατά προτίμηση) δυσνόητων διανοούμενων, σαλπίσματα για αντίσταση κι ευσεβείς και ασεβείς πληκτρολογιακούς πόθους και φαντασιώσεις εξεγέρσεων (των άλλων). Αν υπάρχουν δε κι εστέτ αναφορές και παραπομπές τότε μπορεί και να πάρουν μέχρι και το χρίσμα των «βοσκών» (για να παραλλάξω Καραμπεάζη) της σωστά χυλωμένης «ποπ κουλτούρας».
Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για δίσκο(υς) γραμμένο(υς) μέσα στην τούρλα των γεγονότων, μέσα σε καπνούς, φωτιές και οδοφράγματα, μέσα σε οργή, βία αίμα και απελπισία και «ω τι ωραία πλιάτσικα» και όλα αυτά που βλέπουμε μέσα από οθόνες τηλεοράσεων και υπολογιστών (για όσα ανώτερα όντα «δεν έχουν τηλεόραση»), μέχρι και στα μέρη μας έφτασε το ωστικό κύμα διασχίζοντας ολάκερο Ατλαντικό και προκαλώντας ιερή αγανάκτηση στα ελληνικά κοινωνικά μύδια (μέχρι φυσικά να πέσει το επόμενο κόκκαλο επικαιρότητας και η αγέλη μεταφερθεί γαβγίζοντας σε άλλη μάντρα).
Πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με ένα δημιουργικό σχήμα που κρύβεται (εν προκειμένω κυριολεκτικά) πίσω από τον(υς) δίσκο(υς), που έχει διαλέξει να περιβληθεί με μια αύρα μυστηρίου και να διατηρήσει την ανωνυμία του μακριά από συνεντεύξεις, βίντεο, συναυλίες και όλα τα κλασικά ποπ συμπαρομαρτούντα, μια επιλογή που φαντάζει έως και τολμηρή -ή μήπως απλά έξυπνη, ένας εναλλακτικός τρόπος να τραβήξεις προσοχή;- όπου το πρόσωπο, το σέλφι Εγώ (έστω και μασκοφορεμένο με τσιόδρειες υποδείξεις) αλλά και η «αυτή είναι η άποψη μου» αυτοαναφορικότητα είναι ζωτικά στοιχεία του αυτοκαθορισμού και της νοηματοδότησης της ατομικής ύπαρξης. Σε αυτό το πλαίσιο καλλιτέχνες οι οποίοι προτιμούσαν την σκιά και τα σκοτάδια της «ανωνυμίας» και την «αποπροσωποποίηση/ αποταύτιση» (sic) από το έργο τους, ασκούσαν ανέκαθεν μια έλξη (από τους Residents και τους Slipknot μέχρι την… Έλενα Φεράντε), μια έως και κουτσομπολίστικη περιέργεια αλλά και μια …λενινιστικής καταβολής γοητεία η οποία τρέφεται από μύθους underground, παράνομων (έως και «τρομοκρατικών») ομάδων μιας κλειστής ελιτίστικης πρωτοπορίας. Ωστόσο, φευ, ουδέν κρυπτόν υπό τον ψηφιακό ήλιο της σύγχρονης εποχής, τα λαγωνικά του ιντερνέτ δεν άργησαν να ανακαλύψουν πίσω από τους Sault τον παραγωγό Dean ‘Inflo’ Wynton Josiah, συνεργάτη μεταξύ πολλών άλλων του Michael Kiwanuka και της Little Simz, τις ράπερ Kid Sister και Cleo Sol, οι δύο από το Λονδίνο και η μία από τις ΗΠΑ.
Όση σημασία κι αν έχουν τα στοιχεία αυτά, η ευθεία πρόκληση «ακούστε μας, μην σταθείτε στην φόρμα αλλά δώστε βάση στο περιεχόμενο, στον τρόπο μας», παραμένει. Και θα τους ακούσουμε, πέραν προθέσεων κιόλας, οι δίσκοι γαρ έτσι κρίνονται, όχι από τις καλές ή κακές προθέσεις τους, ούτε αν φέρουν τις «σωστές» απόψεις, πόσες άλλωστε φορές ανάλογα εγχειρήματα δεν έχουν λυγίσει υπό το βάρος της πρόθεσης, με το αφήγημα να καταλήγει ισχυρότερο των δίσκων (όπως έχει γράψει πολλάκις και ο Χάρης Συμβουλίδης), θίγοντας δίπλα σε ένα κοινωνικοπολιτικό ζήτημα εν τέλει και την αισθητική του ακροατή. Για να το πάω λίγο ακόμη παραπέρα, ναι μεν κανένα έργο δεν παράγεται εν κοινωνικώ κενώ, πάντα υπάρχει διάδραση και αλληλεπίδραση με τα τεκταινόμενα και την συγχρονία (ειδικά εάν οι ίδιοι οι δημιουργοί το τονίζουν εμφατικά), ωστόσο είναι άδικο να κρίνονται με βάση την συγκυρία και να δίνουν λογαριασμό στην επικαιρότητα. Είναι πολλοί οι μουσικοί που αγαπήσαμε οι οποίοι ήταν ή βρέθηκαν στην λάθος πλευρά της Ιστορίας.
Στην πράξη είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί μια ισορροπία προσέγγισης μέσα σε όλο αυτό το χάος ερεθισμάτων και επιφανειών προσέγγισης, εύκολα ολισθαίνει κανείς στις ευκολίες που τονίσαμε στην εισαγωγή, πόσο μάλλον όταν ο γράφων δεν έχει κανένα «skin in the game» που λέει και ο Τάλεμπ, που μπορεί να γράφει από ένα λευκό καλοζωισμένο προάστιο σε μια γωνιά του κόσμου για δίσκους με ελάχιστη απεύθυνση σε μια κοινωνία όπου μαύρους δεν έχει, όπου πλέον δεν λένε ο άραψ ούτε αραπίνες (όσο λάγνες κι ερωτιάρες κι αν είναι), άντε κα’να γλωσσικό lapsus να κάνει κα’νας φασιστούλης αντιπρόεδρος της «φιλελεύθερης» κυβέρνησης. Κι αν η μουσική έχει πανανθρώπινες αξιώσεις, έχει και μια ρίζα, και τούτη δεν μπορεί να αγνοηθεί όσο διεθνιστικό πνεύμα κι αν επιδείξουμε. Έτσι είναι και ο ρατσισμός από μια άποψη… Οικουμενικός μεν, τοπικός δε…
Δύο δίσκους μέσα σε λίγες εβδομάδες, εντυπωσιακή επίδοση ακόμη και για καιρούς εύκολης παραγωγικότητας και δημοσιοποίησης, δύο δίσκους οι οποίοι αμφότεροι έχουν αφόρμηση την φλεγόμενη επικαιρότητα με τις φυλετικές ταραχές στις ΗΠΑ. Ο καθένας με τον τρόπο του: ο πρώτος χρονικά με τον υπότιτλο «Black is» με την μαύρη σφιγμένη γροθιά στο εξώφυλλο, από τον Τόμι Σμιθ και τον Τζον Κάρλος στους Ολυμπιακούς του ’68 ήδη φορτισμένο σύμβολο, ο δεύτερος με τον πιο ξεσηκωτικό (από κάθε άποψη) υπότιτλο «Rise!» σε κόντρα ρόλο με τα ενωμένα σε ικεσία (ή προσευχή;) χέρια. Ο πρώτος εν θερμώ γραμμένος ο δεύτερος πιο νηφάλιος. Ένα πνεύμα που βρίσκει και αντιστοίχηση στην μουσική, ο πρώτος δίσκος είναι πιο χαμηλών τόνων, πιο σκοτεινός, πιο ευθύβολος, ο δεύτερος πιο ανάλαφρος, πιο εξωστρεφής. Μεταξύ τους όμως υπάρχει μια σαφής νοηματική σύνδεση και συνέχεια (που δικαιολογεί και την κοινή τους παρουσίαση), ένα νήμα που τους ενώνει (πέρα από το γνωστό ομοιοκατάληκτο σύνθημα που όλους μας ενώνει, απ’ άκρου εις άκρον του κόσμου τούτου).
Το αξιοσημείωτο είναι ότι στις παρεμβατικές τους προθέσεις οι Sault επιλέγουν να αποστασιοποιηθούν από την εύκολη έως και άσφαιρη (εν μέρει και υποκριτική) επιθετικότητα του χιπ-χοπ αλλά και την ανιαρά μοδάτη autotune… παγίδα, αποφεύγοντας έτσι και την γραφικότητα στην οποία εκπίπτει συχνά το λεγόμενο «πολιτικό τραγούδι». Αντίθετα με κορφολογική διάθεση διατρέχουν όλο το εύρος της αποκαλούμενης μαύρης μουσικής, ο(οι) δίσκος(οι) είναι ένα πανόραμα-πανοπτικόν της μαύρης πλευράς της ιστορίας που διεκδικεί σιγά-σιγά, «black and proud», την θέση της στα μουσικά αφηγήματα του 20ου αιώνα (σε αυτό το πλαίσιο έχει συμβολικό νόημα η πολυσυζητημένη πρόσφατη λίστα του Rolling Stone που επέλεξε το «What’s going on» ως Νο. 1 στην λίστα του με τους 500 καλύτερους δίσκους «όλων των εποχών»). Σχεδόν κάθε είδος που έχει δεχθεί το επίθετο «μαύρος» αφήνει αποτύπωμα στους δίσκους αυτούς, από την soul σε κάθε έκφανση της (ιδιαίτερα της Φιλαδέλφειας) και το funk, το r&b, την gospel, την ντίσκο, περνάνε από τις υποχρεωτικές διαβάσεις που λέγονται Prince και Stevie Wonder, φτάνουν μέχρι την Μαμά Αφρική και το afrobeat (ειδικά και ταιριαστά στο «Bow», όπου εμφανίζεται και ο Kiwanuka σαν ένα είδος εκ του άμβωνος κήρυκα). Το κλίμα του δρόμου περνάει σποραδικά μέσα από sample από αστυνομικές σειρήνες και επίκαιρα, στίχοι με βαρύ συναισθηματικό φορτίο και σκληρότητα μαλακώνουν μέσα στην μουσική, η οργή διοχετεύεται στα αυλάκια του «Black Is» με μπόλικη ψυχή (soul if you know what I mean), στο εναρκτήριό του κομμάτι μια παιδική χορωδία τραγουδάει «the revolution has come (out the lies! Still won’t put down the gun», μέχρι να πάρει το λόγο μια ζεστή γυναικεία φωνή, η κραυγή «Stop Dem» βγαίνει κι αυτή από παιδικά στόματα, το «Sorry ain't enough» είναι ένα θαυμάσιο δείγμα έως και αισθησιακής ρυθμολογίας. Το όνομα George Floyd δεν ακούγεται ποτέ στον δίσκο, δεν χρειάζεται κιόλας, άλλωστε πρόκειται για «μόλις» ένα από τα κοντά 2000 ετήσια θύματα της αμερικάνικης μπατσοκρατίας. Κι επίσης, «we all know it was murder. Murder, murder, murder» («Wildfires»).
Το «Rise» από την μεριά του κάνει πιο εμφανή αυτή την αντιστικτική διάθεση, το πνεύμα είναι «γιατί δεν χορεύετε ρε;», «I just want to dance», κοντά στην διάσημη προτροπή που (δεν) είπε η Emma Goldman, σε ένα κλίμα πιο νεοϋρκέζικο (γιατί όχι και λονδρέζικο;) αλλά και… ντιτροϊντέζικο (Motown γαρ). Πιο γυαλισμένες επιφάνειες, περισσότερα μελωμένα έγχορδα, πιο θετικές φάνκυ δονήσεις, περισσότερος μουσικός κομφορμισμός, οι παραπομπές εστιάζονται λίγο παραπάνω στους Chic και τους Soul II Soul αλλά και στον Michael Jackson (τον παλιό), οι μελωδίες στερεώνουν την άποψη μας για την ικανότητα των Sault σε μπιτάτες συνθέσεις (π.χ. σε κομμάτια όπως το «Free» ή το «You know it ain’t»), αλλά και τα όρια της (τα οποία είχαν μάλλον τεθεί πιο ξεκάθαρα στο περσινό «5»). Οι στίχοι είναι δε πιο αμφίσημοι, λιγότερο άμεσοι και σταράτοι, όχι όμως και λιγότερο σαφείς. Άλλωστε ένας street dancer μπορεί να γίνει και υπό κατάλληλες συνθήκες «Street fighter».
Τώρα όμως που η εξέγερση ούτε αυτή την φορά (παρά τα απανταχού wishful thinking ευχολόγια) δεν εξελίχθηκε σε ανατρεπτικό κίνημα (άλλωστε τέτοιες εξεγέρσεις είναι συνήθως τυχαίες καραμπόλες που γρήγορα εκτονώνονται, έρμαια της ρευστότητας των καιρών και των συγκυριών που ακόμη και κινηματικούς πυρήνες καταπνίγει, «όπως και με το Φέργκισον που δεν πήρε τέτοιες διαστάσεις γιατί κυβερνούσε ένας μαύρος πρόεδρος και το facebook όπως θυμόμαστε εμφάνιζε μόνο τα σωστά fake news της εποχής» γράφει κάπου εύστοχα ο φίλος Techie Chan), και το #BlackLivesMatter το… πήρε ο άνεμος ανάμεσα σε επαγγελματικά πολιτικάντικη αντι-Τραμπ οικειοποίηση, γλωσσολογικούς-σινεφίλ προβληματισμούς της πνευματικής ελίτ και μηνύματα πολυεθνικής εταιρικής «κοινωνικής ευθύνης», δεν ξέρω πόσοι φαντασιώνονται ακόμη την ύπαρξη δίσκων εξεγερσιακής (πόσο μάλλον και επαναστατικής!) δυναμικής. Στην πραγματικότητα τέτοιοι δίσκοι δεν υπάρχουν και ποτέ δεν υπήρξαν… Είναι που τείνουμε να υπερτιμούμε την δύναμη της μουσικής. Η μουσική μπορεί να αποτυπώσει το zeitgeist, να εκτονώσει συναισθήματα, να σχολιάσει, να δώσει εκφραστική διέξοδο και την (ψευδ)αίσθηση ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος και ομορφότερος («Black is beautiful/In me, in you» κάπου ακούγεται μια απαλή φωνή). Η στυγνή πραγματικότητα όμως δεν αλλάζει με νότες. Το πολύ να αποτελέσουν το σάουντρακ μιας εξέγερσης. Ή της… αποτύπωσης της εξέγερσης σε φιλμ ντοκυμαντέρ με φιλοδοξίες βραβείου σε ευρωπαϊκό φεστιβάλ.
8 και 6,5