Πλανωδία
Προτεινόμενο σάουντρακ για μέρες παράξενες, άγριες μέρες. Του Αντώνη Ξαγά
Δεν είναι χούι μόνο των μουσικοκριτικών η μανία κατάταξης της μουσικής σε είδη, και μ' έναν φίλο να βρεθείς, "άκουσες τίποτις καλό ρε;" και σου απαντήσει "το νέο των Ταδέριανς", αυθόρμητα θα ρωτήσεις "και τι παίζουν;". Όσο κι αν κάποιοι μουσικοί μάλλον την αποστρέφονται, θεωρώντας ίσως ότι η κατηγοριοποίηση υποτιμά και περιορίζει τη μουσική τους, τέτοια ζητήματα είναι αναπόφευκτα (και θα έπρεπε και λυμένα) από τότε που η μουσική έγινε εμπόριο (με την καλή και την κακή έννοια). Έχει πάντως το ενδιαφέρον του ότι από τότε που το mainstream μουσικό εμπόριο έπαψε να στέκει και πολύ καλά στα πόδια του, αναπτύχθηκε έντονα ένα άλλου τύπου "παραεμπόριο" πέρα από τα κλασικά κανάλια διανομής, το οποίο περιλαμβάνει από μικρές εταιρείες μέχρι μεμονωμένους χρήστες/συλλέκτες/επενδυτές και δισκοπωλεία, ένα σύστημα το οποίο μοιάζει να ακολουθεί και τις δικές του τάσεις και μόδες φτάνοντας έως και στην εκ των υστέρων επινόηση ειδών (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το minimal wave). Οι "δουλειές" και ο κύκλος εργασιών αυτού του παράπλευρου συστήματος άνοιξαν εντυπωσιακά όταν (χάρις και στην ...παγκοσμιοποίηση) μπήκαν στον χορό και οι δισκογραφικές παραγωγές πολιτισμικά απομακρυσμένων/αποκλεισμένων από το αγγλοσαξονικό κέντρο χωρών.
Σε τούτο το ιδιόμορφο και ιδιόρρυθμο λοιπόν marketing, μία από τις πλέον προσοδοφόρες (από πολλές απόψεις) ετικέτα είναι η ψυχεδέλεια, με όλα της τα δυνατά παράγωγα και επίθετα και κάθε δυνατή διασταλμένη ερμηνεία, κάτι που το επιτρέπει και η ...δημιουργική (όχι πάντα) ασάφεια του είδους. Κάπως έτσι το πρόθεμα psych- άρχισε να μπαίνει σαν το πιπέρι και στα λάχανα, κάπως έτσι έχει πλασαριστεί και πωληθεί (ενίοτε και σε εξωφρενικές τιμές) πολύς εξωτικός κατιμάς αλλά και πολλές άσχετες τοπικές μουσικές οι οποίες αναβαπτίστηκαν στην ψυχεδελική κολυμπήθρα (θυμάμαι μεταξύ σοβαρού και αστείου -πολύ φοβάμαι σοβαρού- τον Φώντα Τρούσα στο Δισκορυχείον του να αναφέρει περίπτωση δίσκου της ...Στανίση να έχει πωληθεί υπό την ταμπέλα psych-oriental).
Και θα μου πείτε, γιατί όχι, ελεύθερη οικονομία δεν έχουμε (ποιος κάγχασε;); Επίσης όλο τούτο το πανηγύρι έχει και τις θετικές παράπλευρες συνέπειες του. Αφήνοντας στην άκρη τη συλλεκτική μανία και τις επενδυτικές ευκαιρίες, με τούτον τον τρόπο μια νεότερη γενιά μουσικών ήρθε σε επαφή με κάθε λογής ήχους από κάθε γωνιά του κόσμου, ακούσματα τα οποία παλαιότερα ήταν αδιανόητα και ...ανήκουστα, ξεχασμένα ή ενίοτε και καταφρονεμένα (δεν αναφέρομαι μόνο στην αλλοδαπή αλλά και στα δικά μας, με δίσκους σαν τα "Δυο μικρά γαλάζια άλογα" του Ρωμανού να βγαίνουν από την λήθη). Και το αποτέλεσμα αυτού του ανοίγματος το ακούμε παγκοσμίως. Και δεν είναι κατά κανόνα επιτυχές.
Κάπως έτσι γεμίσαμε με δίσκους μιμητικούς, αναβιωτικούς, δίσκους επίδειξης ψαγμένων επιρροών και συνταγών. Και δεν είναι ζήτημα παρωχημένου ή μη ήχου. Άλλωστε όπως λέει και ο καλός συνάδελφος-φίλος Αναστάσιος Μπαμπατζιάς "δεν είναι κάτι παρωχημένο όταν χρησιμοποιεί μια παλιότερη φόρμα, αλλά όταν τη χρησιμοποιεί τοποθετώντας την στο τώρα λανθασμένα ή χωρίς λόγο". Εν τέλει είναι άλλο πράγμα η υιοθέτηση αισθητικών προτύπων και άλλο (και πολύ πιο δύσκολο) η μετουσίωσή τους σε κάτι το νέο και προσωπικό.
Μια τέτοια από τις λίγες είναι και η περίπτωση του Σείριου Σαββαΐδη από την Καβάλα. Εν τω μεταξύ, κουβεντιάζοντας με έναν από τους παλαιότερους και σπουδαιότερους (αυτά τα δύο δεν πάνε πάντα μαζί!) έλληνες μουσικοκριτικούς, μου έχει κατ' επανάληψη επισημάνει σαν "παράπονο" από τους έλληνες μουσικούς ότι γενικά δεν σου δίνουν την ευκαιρία να τους παρακολουθήσεις μέσα στον χρόνο, ότι δεν εξελίσσονται, ότι προτιμούν να κλώσουν έναν ήδη κατακτημένο ήχο (όταν δεν εξαφανίζονται εντελώς σαν πεφταστέρια του ουρανού).
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα αξιοπρόσεκτο αντι-παράδειγμα, παρά μάλιστα το (σχετικά) νεαρό της ηλικίας. Το όνομα του Σαββαΐδη το είχα πρωτοαπαντήσει στους Μωβάστρο, ένα συγκρότημα το οποίο προσπαθούσε φιλότιμα να βρει μια ταυτότητα στον μάλλον απαξιωμένο χώρο του ελληνόφωνου (sic) ροκ, έχοντας κυκλοφορήσει μάλιστα έξι δίσκους έως το 2013. Η επόμενη συνάντηση ήταν σε προσωπικούς δρόμους με "Το αξιακό σύστημα των άστρων", ένα ενδιαφέρον νεο-μεσαιωνικό, (όπως τουλάχιστον αντιλαμβανόμαστε σήμερα το μεσαιωνικό) έργο το οποίο θα μπορούσε να πάρει θέση στο ράφι δίπλα στους Δαιμονία Νύμφη. Και τώρα, καινούργια αφορμή ο νέος δίσκος "Πλανωδία", σε 100 βινύλια από την "σεσημασμένη" Garden of Dreams, τον οποίο και ο ίδιος "αυτο-ταγκάρει" ως psych acid folk (σαν πλεονασμός δεν ακούγεται τώρα αυτό;).
7 ...μόλις τραγούδια συνθέτουν την Πλανωδία, αρκούν όμως για να δώσουν μια αίσθηση ενότητας και πληρότητας (ουκ εν τω πολλώ το ευ). Πέρα πάντως από τις ταμπέλες και τις κατατάξεις, η "Πλανωδία" φέρει πράγματι μέσα της μια αύρα των περασμένων καιρών, μακρινών και κοντινών, κάτι το άχρονο, αίσθημα το οποίο ελληνικό δημιούργημα είχε να μου την μεταδώσει από τον καιρό της "Σύναξις" του Catelouso.
Είναι σαφές ότι ο δημιουργός ανασκαλεύει την ελληνική παράδοση, στην οποία καταλήγει και αναφέρεται, χρησιμοποιώντας όμως ταυτόχρονα ως όχημα μια φολκ όπως την επανεφηύραν/αναγέννησαν στη σύγχρονη εποχή σχήματα των δασών και των λιβαδιών όπως οι Fairport Convention και οι Incredible String Band (για να σταθούμε στα πιο γνωστά). Μια φολκ ευρωπαϊκής καταγωγής μεν, από τα μαδριγάλια και τα virelai και τις μονωδίες των τροβαδούρων του μεσαίωνα, η οποία όμως είναι ταυτόχρονα και υπεράνω συνόρων. Την "Πλανωδία" π.χ. την άκουσα ευχάριστα ταιριαστή δίπλα σε δίσκους των Baeren Gaesslin αλλά και σε κάποιες εξαιρετικές δουλειές των Χαΐνηδων.
Η ελληνικότητα στην "Πλανωδία" παρεισφρύει και μέσα από τους στίχους, οι οποίοι ανασαίνουν τον ζωογόνο αέρα της ελληνικής υπαίθρου και του δημοτικού τραγουδιού, αναδίδοντας έναν ...greek gothic μυστικισμό, όσο gothic βέβαια μπορεί να αντέξει σε τούτο το σκληρό φως. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στα κομμάτια υπάρχει και η παραδοσιακή "Μάγισσα", ενώ και ο ίδιος προσπαθεί να γράψει μια ποίηση δημοτικοφανή, αν και του ξεφεύγουν κάποιοι κάπως αρχαιοπρεπείς λογιοτατισμοί.
Έχουμε όμως συγχρόνως να κάνουμε και με μια ελληνικότητα ανοιχτή, όχι μονοσήμαντη ούτε οριστική, η οποία συνδιαλέγεται, η οποία προσπαθεί να αποκαταστήσει συνδέσεις και γέφυρες (επίσης δεν είναι τυχαία η επιλογή ενός ποιήματος του πιο "ξένου" -αν και εθνικού- έλληνα ποιητή, του Διονυσίου Σολωμού). Τούτη η οπτική θα έλεγα ότι τον φέρνει κοντά στον Θανάση Παπακωνσταντίνου, αμφότερους τους ενώνει η διάθεση για σύνθεση φαινομενικών αντιθέσεων, με εντελώς βέβαια διαφορετικές πορείες, εκεί που ο Θανάσης ξεκίνησε πατώντας γερά στο δημοτικό και το λαϊκό πριν το φέρει σε άμεση και ισότιμη ανταλλαγή με τα σύγχρονα ρεύματα, ο Σαββαΐδης ακολουθεί τον αντίστροφο δρόμο, από το ροκ και τις εκφάνσεις του καταλήγει σε μια φολκ γραμμένη μάλιστα με νέους κώδικες, δεν είναι δηλαδή μια μουσική απο-ηλεκτρισμένη, unplugged, απλά και μόνο ένα ροκ εκτός πρίζας.
Πέρα όμως από δηλώσεις, συμπαραδηλώσεις και επιρροές, η ουσία είναι τα τραγούδια (αυτονόητο βρίσκετε; τίποτε δεν είναι αυτονόητο!). Και η "Πλανωδία" έχει να προσφέρει μερικά σπουδαία δείγματα μελωδιών καθαρών, διαυγών, οι οποίες δεν έχουν τα συνήθη ασαφή περιγράμματα που θέλουν να υπογραμμίσουν μια δήθεν ονειρώδη διάσταση (η "Ανεμέλια"). Η οργανολογία είναι λιτή, μόνο ένα θερεμινοειδές δίνει πινελιές προσεκτικά τοποθετημένες στο θαυμάσιο "Ηλιοτρόπαια", τα δε λεπτής χροιάς φωνητικά διατηρούν μια ισορροπία ανάμεσα στο λυρικό και δραματικό αναδεικνύοντας μια μελωδικότητα τόσο απλή ώστε να φαντάζει αυτονόητη. Είπαμε όμως, δεν υπάρχουν αυτονόητα, δεν το είπαμε;
Προφανώς ο Σαββαΐδης βρίσκεται πάλι σε ένα μουσικό σταυροδρόμι στην αναζήτηση του, πολλοί δρόμοι, άλλοι πιο πολυσύχναστοι, άλλοι λιγότερο, ανοίγονται μπροστά του. Άλλοι μπορεί να τον οδηγήσουν π.χ. σε μια αποβιομηχανοποιημένη φολκ τύπων σαν τον David Tibet, άλλοι σε μια indie-folk τύπου Fleet Foxes, άλλοι στην γνωστή τυποποιημένη έντεχνη αγκάλη. Ακόμη όμως κι αν ο Σαββαΐδης δεν γίνει το πιο λαμπρό αστέρι (...Σείριος γαρ), εμείς θα περιμένουμε μ' ενδιαφέρον τη συνέχεια.
Καθώς τούτο το κείμενο γράφεται μέσα στις άγριες ημέρες του Παρισιού, με τα κοράκια τριγύρω να κρώζουν "Πόοολεμος", όπου τίθενται εκ νέου ακραία και πολεμοχαρή διλήμματα "Δύσης-Ανατολής", τούτος ο δίσκος ακούστηκε στα αυτιά μου σαν ένα είδος βάλσαμου. Από εκείνους τους δίσκους οι οποίοι υπενθυμίζουν ότι στη ζωή δεν υπάρχει μόνο το διαζευκτικό "ή" αλλά και το συνδετικό "και". Από τους δίσκους με εικόνες από έναν παλαιότερο κόσμο, από τότε που για να πας στην καλή σου σέλωνες το άλογο σου, δίσκους "διαφυγής" από το Σήμερα όταν αυτό γίνεται αβάσταχτο, πάντα το Σήμερα ήταν αβάσταχτο και αφόρητο, πάντα το Παρελθόν ήταν ένα καταφύγιο κι ας μην ήταν πάντα καλύτερο (σχεδόν ποτέ εδώ που τα λέμε), η νοσταλγία, είναι ένα γλυκό παρηγορητικό συναίσθημα, αρκεί να μην γίνεται οδηγός για το μέλλον. Αλλά η τέχνη δεν είναι εδώ για να κάνει "ορθολογιστικές" αναλύσεις...