Partners In Hell
Θα μπορούσε να είναι και κουίζ: συγκρότημα που ο έκτος δίσκος ήταν κι ο καλύτερος του. 'Go Betweens' φωνάζει κάποιος από την γαλαρία, ο Άρης Καραμπεάζης έχει μία άλλη πρόταση
‘Και ξαφνικά’ (με πολλά και μακρόσυρτα άλφα, βέβαια), μας τρομοκρατεί ο λαϊκός τραγουδιστής. ‘All Of A Sudden’, είχε προλάβει να σιγοτραγουδήσει (χρόνια αναζητούμε μια φωτογραφική μετάφραση στα ελληνικά του crooning, αλλά δεν) πολύ πριν από αυτόν, κάποιος ξεκάθαρα πιο έγκριτος, αλλά εξίσου λαϊκός και αυτός εδώ που τα λέμε. Εκεί που δεν το περιμένεις, θα μπορούσαμε να πούμε εμείς και από μόνοι μας (εδώ το τραγούδι που θα βρούμε να αντιστοιχίσουμε, άστο καλύτερα), αλλά μάλλον θα ήταν λάθος η παρέκκλιση αυτή.
Γενικώς εδώ και αρκετή ώρα ψάχνω και δεν μπορώ να καταλήξω σε τι είδους αιφνιδιασμό ακριβώς μας υποβάλλει άραγε το γεγονός πως ο 6ος δίσκος των Αθηναίων Selofan είναι –και μάλιστα με ασφάλεια μπορώ να το ξεκαθαρίσω– ο καλύτερος δίσκος τους μέχρι σήμερα.
Το να είχαν κυκλοφορήσει πέντε αδιάφορους έως καλούς δίσκους, που θα οδηγούσαν στην περιβόητη ωρίμανση κλπ κλπ, θα δικαιολογούσε ικανά μια τέτοια περιγραφή της κατάστασης. Εν προκειμένω όμως είχαμε εδώ και χρόνια επισημάνει ότι με τις τρεις πρώτες κυκλοφορίες τους οι Selofan πράγματι οριοθέτησαν και σχεδόν εξάντλησαν τα μουσικά τους πράγματα, αλλά και τα μουσικά πράγματα εντός των οποίων διακινούν την υψηλή –σε κάθε επίπεδο της δημιουργίας τους– αισθητική τους εν γένει.
Αυτή μας η πρόωρη κρίση, μάλλον επιβεβαιώθηκε ως μη αφελής, ακόμη και από το δυσαρμονικά κλαμπίστικο ‘Cine Romance’ (το πρώτο και το μόνο άλμπουμ τους μέχρι σήμερα, που με άφησε μάλλον αδιάφορο), αλλά ιδιαίτερα από το αμέσως επόμενο, ‘Vitrioli’, που ήταν μια καλοδεχούμενη επαναφορά στην δική τους κανονικότητα, αλλά πάντως που και που και σε κάθε ακρόαση του, εμφιλοχωρούσε εκείνη η δυσάρεστη υποψία περί «συνταγής», που αρκετές φορές χωρίς ουσιαστικό λόγο δεν σε αφήνει (ήσυχο) να απολαύσεις την μουσική που κανονικά θα έπρεπε να απολαμβάνεις, ίσως άκριτα.
Συνεπώς, εν προκειμένω το αιφνίδιο του πράγματος έγκειται όχι στο πώς κατάφεραν, αλλά τελικά στο για ποιον ειδικά λόγο οι Selofan έκαναν τον κόπο να διαβούν τον δρόμο που χρειάζεται για να ηχογραφήσουν την από κάθε άποψη (ακόμη) καλύτερη δουλειά τους, τόσα χρόνια και τόσους δίσκους μετά, στο σημείο δηλαδή που οι περισσότεροι όχι τυχόν τα παρατάνε, αλλά «δεν μπορούνε, τα παιδιά», που έλεγε και ο Άγγελος.
Δεν έχω την απάντηση ασφαλώς, πιθανόν να την έχουν οι ίδιοι, παρότι δεν το θεωρώ και απαραίτητο, αλλά θεωρώ ότι έχω κάποιες επιμέρους ικανές αιτιολογήσεις ως προς το και από το αποτέλεσμα.
Και επειδή αυτά τα πράγματα καλό είναι να μην τα αφήνουμε για το τέλος, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πριν από όλα το βασικό ατού αυτού εδώ του δίσκου, σε σχέση με όλους τους προηγούμενους του σχήματος.
Ο ήχος των Selofan του 2020 είναι ο πιο πειστικός, καθησυχαστικός, ιδιόμορφα πράος, σχεδόν ήρεμος δηλαδή, μετρημένα αυτοαναφορικός ήχος τους μέχρι σήμερα, και τελικά αυτός, που μέσα κυρίως από σιωπές και κενά, από εξάρσεις που αποσοβούνται και από εντάσεις που συγκροτούνται, πριν φτάσουν στα όρια τους, καταφέρνει αυτή τη φορά να επιβληθεί ολοκληρωτικά στην διάθεση του ακροατή του (πάντοτε ζητούμενο), χωρίς καν να χρειάζεται να ακουστεί δυνατά (σύνηθες εργαλείο).
Ήχος αναφοράς για τον δίσκο και παράλληλα δίσκος αναφοράς για τον εν λόγω Ήχο, καθώς σε όλη τη διάρκεια του ‘Partners In Hell’ χαράσσεται ένας σχεδόν αχαρτογράφητος μέχρι τώρα ‘σκοτεινός ήχος’, όχι ακριβώς απαλλαγμένος από τα κάθε είδους πρότυπα του παρελθόντος του (αυτό άλλωστε θα ήταν ανόητο να το επιχειρήσει κάποιος), αλλά μάλλον για πρώτη φορά οριοθετημένα κυρίαρχος και εκλεκτικά ελεγκτικός επ’ αυτών, σε βαθμό που να τα εμπεριέχει όσο και όπως πρέπει, και να μην τον εμπεριέχουν εξαφανίζοντας τον στο τέλος.
H ίδια σχεδόν αίσθηση ως προς τα ηχητικά κατορθώματα, και την επίδραση τους στα μουσικά αφηγήματα, υπήρξε πριν από αρκετά χρόνια, με την παραγωγή του ‘Turkish Delights’, των Αμερικάνων Ritual Howls, που ήταν και το ντεμπούτο τους στην Felte (άλλη Φάμπρικα, αλλά από το LA ετούτου, όπου βέβαια εκεί τα αρχικά δεν σημαίνουν Λεκανοπέδιο Αττικής) . Απλώς σε εκείνη την περίπτωση συνέχιζε να υπάρχει η έντονη εξάρτηση από το εμπροσθοβαρές μπάσο, που συνέδεε τον τελικό ήχο του δίσκου λίγο περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς με τα σημεία καταγωγής του.
Δεν ξέρω αν τυχόν μου το είχε πει κάποιος από τις δύο πλευρές, το πιθανότερο είναι πως όχι, και το ακόμη πιθανότερο είναι πως αν είχα προσπεράσει τα liner notes θα το είχα αγνοήσει εγκληματικά, αλλά πλέον είναι σαφές για εμένα το για ποιο λόγο η παραγωγή του ‘Partners In Hell’ θα μπορούσε να είχε γίνει από τον Σεραφείμ Τσοτσώνη και μόνο.
Στο δικό μου τουλάχιστον μυαλό και ως ηχητική μνήμη, οι αμέσως προηγούμενες παράγραφοι δικαιολογούν κάθε επόμενη σε αυτές υπερβολή, βάσει αυτής της πληροφορίας.
Ο Τσοτσώνης άντλησε, χωρίς να την εξαντλεί, όλη αυτή την ηχητική γνώση, εμπειρία και κυρίως ‘εργασία’, που σε άλλο αισθητικό πλαίσιο έχουμε ακούσει σε προσωπικές του δουλειές, και δίχως και πάλι να τσιγκουνευτεί στο ελάχιστο, ή να κρατήσει κάτι για την πάρτη του ας πούμε, προσέδωσε (και κυρίως προσθαφαίρεσε) στον ήχο των Selofan κάτι που ναι μεν δεν το ξέραμε ότι του έλειπε, αλλά με την πρώτη (σωστή) ακρόαση του ‘Partners In Hell’ βεβαιωθήκαμε, παρότι ανυποψίαστοι, ότι όντως κάτι τέτοιο συνέβαινε. Μαζί και με το μπάσο.
Παρότι δε όλα τα παραπάνω ισχύουν αυτούσια για κάθε ένα από τα συνολικά δέκα (και υπόπτως ισάξια) τραγούδια του δίσκου, εν τούτοις εκεί που γίνεται πραγματικά αριστοτεχνική δουλειά στο ζήτημα ‘ήχος’ και ειδικά στο πως θα τεθούν υπό έλεγχο τα γνωστά σε όλους μας ‘pros and cons’ του είδους (που τις περισσότερες φορές είναι τα ίδια και τα αυτά και είναι ταυτόχρονα τόσο pros, όσο και cons) είναι στο ‘Nichts’, κάπου πριν το τέλος της πρώτης πλευράς.
Το τραγούδι έχει την εσωτερική ένταση και τον ρυθμό εκείνο (και τα synth riff εκείνα), που εύκολα θα μπορούσαν να παρασύρουν ακόμη και τον πλέον έμπειρο και ‘ενδοστρεφή’ παραγωγό, ώστε να το ‘κατρακυλήσει’ σε τρίτης διαλογής goth club anthem, με ολίγη από italo πλευρικό άλγος, ώστε να λάμψει άμεσα και έντονα, και να ξεθωριάσει στη συνέχεια άσχημα, αλλά αντ’ αυτού επιλέγεται και κατορθώνεται να παραδοθεί εξαρχής στην αιωνιότητα σε μία απόλυτα ψυχρή, σχεδόν άψυχη κατάσταση, που εν τέλει όμως το καθιστά περισσότερο ψυχωμένο από οποιοδήποτε επιθετικό beat. Το ακριβώς αντίθετο του ‘Τίποτε’, που υποκρύπτει για εμάς τους μη γερμανόφωνους ο τίτλος του δηλαδή.
Από εκεί και πέρα και επειδή με τους Selofan έχουμε ασχοληθεί σε αυτό εδώ το πραγματικά αξιόλογο μουσικό site επαρκέστατα, αναλυτικά και το ίδιο εξαντλητικά, κατ’ αντιστοιχία με το πόσο εξαντλητικά «ασχολούνται» και οι ίδιοι με τον ψυχισμό μας, χωρίς και σε αυτή την περίπτωση να το ξέρουμε, δεν μένουν ίσως να πούμε πολλά παραπάνω σχετικά με το πως το ‘Partners In Hell’ καταλήγει να προσπελάσει δίσκους, που είχαμε εύλογα θεωρήσει ότι θα παραμείνουν απροσπέλαστοι (και κυρίως το ‘Tristesse’, αν με ρωτάτε φυσικά).
Έχουμε οριοθετήσει, αλλά και κορυφώσει, λοιπόν κι εμείς με τη σειρά μας τους Selofan στο είδος τους, έχουμε παραπέρα καθορίσει τα όρια, τις αντοχές, τις παγίδες του είδους, αλλά και τις εσωτερικές αντιφάσεις και περιορισμούς, που καταλήγουν προτερήματα αυτού, και θεωρώ έγκαιρα και εύστοχα επισημάναμε ότι στην περίπτωση τους η τυποποίηση καταλήγει ως συστατικό ελεύθερης δημιουργίας περισσότερο, παρά ως αυτάρεσκος εγκλεισμός κατά το σύνηθες (αγόρασα κάτι ακριβές επανεκδόσεις της/του Sopor Aeternus τελευταία, και έχω δεύτερες σκέψεις βλέπετε).
Όλα αυτά παραμένουν, οι Selofan συνεχίζουν να δρουν μόνοι τους, περισσότερο απεξαρτημένοι, παρά ανεξάρτητοι, κυρίως ασύνδετοι, για εμένα και ιδιότροπα ανάδελφοι, παρότι ασφαλώς όχι μόνο μέλη, αλλά ίσως και ακούσιοι ηγήτορες, ενός κύκλου ανθρώπων και έργων, που παρότι δεν μονοπωλεί το μουσικό μας ενδιαφέρον, εν τούτοις τελικά μονοπωλεί την ψυχική του υπόσταση (κοινώς καταφέρνει και μας συγκινεί, εκεί που τα υπόλοιπα απλώς καταχωρούνται σε ένα μάλλον διάφανο ασυνείδητο).
Το μόνο που θα πρέπει, αν όχι να προστεθεί, τότε να επισημανθεί εμφατικά αυτή τη φορά, είναι ότι, ανεξαρτήτως των παραπάνω, και παράλληλα με τις κάθε φορά ‘μετακινήσεις’ του ήχου τους σε κάθε μία από τις πολλές (τελικά) γωνίες του ιδιώματος, πρόκειται το δίχως άλλο για απόλυτα σοβαρούς τραγουδοποιούς.
Πέρα και πάλι από το κλισέ του ‘καλά όλα αυτά, αλλά αν δεν γράφεις και μισό καλό τραγούδι τι να τον κάνεις τον ήχο’ κλπ, και καθώς όλο και κάτι θα τον κάνεις και μόνο του τον ήχο ως γνωστόν (χωρίς καν να χρειάζεται να είσαι ο Brian Eno ή έστω οι Raime), οι Selofan είναι σαφές ότι γράφουν περισσότερο από πολύ καλά τραγούδια. Γράφουν τραγούδια ατόφια, στιβαρά και δουλεμένα στην προπόνηση όσο δεν πάει.
Εν προκειμένω μάλιστα είναι ακριβώς αυτή η αντίστροφη ορμή της παραγωγής του δίσκου, που υπογραμμίζει το πόσο ακριβώς δουλεμένα και σε κάθε σημαντική τους λεπτομέρεια μη αφημένα στην πρώτη τους τύχη είναι τα τραγούδια αυτά.
Το εναρκτήριο ‘The Grey Garden’ αρκεί για να πείσει περί αυτού (ξέραμε για Hanging, για Hong Kong, για … Of Delight, είναι πράγματι περίεργο πως εντός του ιδιώματος δεν υπήρξε μέχρι σήμερα και ένας Γκρι Κήπος).
Ένα βαθιά πικρό τραγούδι, περισσότερο από τραγούδι αγάπης, στα όρια ανάμεσα στην εξάρτηση και την απώθηση, σκιαγραφεί την παράδοξη επιθυμία για έλλειψη, με απλά και κατανοητά λόγια, και όχι απλά με στίχους, σε όλη του την έκταση. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τελειώνει απολύτως αφαιρετικά με το ερώτημα ‘Is it also raining where you are right now?’ να τίθεται για μία και μόνη φορά από την Ιωάννα, καθώς ασφαλώς γνωρίζει και η ίδια ότι κανείς μας δεν θα άντεχε να μην λυγίσει σε έστω και μία και μόνη επανάληψη του.
Τέτοια τραγούδια αναζητάμε παντού και βρίσκουμε σε ελάχιστες περιπτώσεις, είναι σαφές αυτό.
Από υπόλοιπες προσωπικές εμμονές, στον διευρυμένο εσωτερικό κόσμο των Selofan, αναζητώ πάντοτε το δραματικά μη ηρωικό σαξόφωνο του Δημήτρη, που εδώ περίτεχνα τοποθετήθηκε στο στροβιλιζόμενο τέλος του ‘Auf Deiner Haut’ (εξίσου συναρπαστικό τραγούδι, που θα ικανοποιήσει και τους σκληροπυρηνικούς του είδους, οι οποίοι άλλωστε πρώτοι πρέπει να τιμώνται από τέτοιου είδους σχήματα).
Σε αυτό ακριβώς το τελικό σημείο, η σύμπραξη των Selofan με τον Σεραφείμ Τσοτσώνη, πραγματικά σε αφήνει με την αγωνία του αν πρέπει και αν μπορούμε να περιμένουμε κάτι περισσότερο την επόμενη φορά, έστω και χωρίς το στοιχείο του οιονεί αιφνιδιασμού πλέον. Εγώ θα προβλέψω ότι πρέπει, και για αυτό θα σταθώ μισό βήμα πίσω στην τελική αποτίμηση.
Περισσότερο από ότι υπονοεί ο τίτλος, αν είχα εγώ κυκλοφορήσει αυτόν τον δίσκο –υπό οποιαδήποτε ιδιότητα– θα τον είχα ονομάσει ‘Partners In Crime’, καθώς αυτή τη φορά έχω την αίσθηση ότι το τέλειο υπό τους Selofan έγκλημα μάλλον επετεύχθη εν τέλει. Με μισό βήμα επιφύλαξη, όπως προείπαμε.
Τεράστιοι. Άπαντες.