Στο Σκοτάδι
Τρίτο άλμπουμ και πλευρά ενός ανοιχτού μέχρι πρότινος τριγώνου. Του Άρη Καραμπεάζη
Ας ξεκινήσουμε με μερικούς θριαμβικούς αφορισμούς (εκ του αντιστρόφου, φυσικά), που θα εξόργιζαν την επόμενη έκδοση του Μεγάλου της Μουσικοκριτικής Αντιλεξικού, υπό του Αντωνίου Ξαγά.
Οι Selofan είναι το πλέον εμβληματικό γκρουπ της ελληνικής σκηνής των 10s, ανάδελφοι και απομονωμένοι, όσο ακριβώς χρειάζεται για να τους αποδοθεί αυτός ο χαρακτηρισμός χωρίς δεύτερες σκέψεις περί του που ξεκινάει το κλισέ και που τελειώνει το αστείο. Και στη δική τους περίπτωση (ειδικά στη δική τους) το πραγματικό γεγονός της εντοπιότητας, καθ’ ο μέρος αυτή εμφανίζεται ως ελληνικότητα, ούτε τους αφορά, ούτε περιορίζει ή δήθεν επεκτείνει τις στοχεύσεις τους. Είναι επί της ουσίας αδιάφορο, παρότι δεν πρέπει να το θεωρήσουμε τυχαίο ως προς το αποτέλεσμα. Με την περίπτωση τους κλείνει επιτέλους το αόριστα ανοιχτό τρίγωνο που ξεκίνησε από τους Χωρίς Περιδέραιο και περνώντας από τους Ήταν Είναι Και Θα Είναι δεν βρήκε την άκρη του ούτε στην πρόωρα καλουπωμένη πρωτοπορία (μάλλον εγκυρότητα, πρέπει να τη λέμε πλέον, με ειλικρίνεια) των Στέρεο Νόβα, αλλά ούτε και στην εσωτερική πάλη των Mary And The Boy.
Στο τρίτο τους άλμπουμ μέσα σε μία τριετία, διαμορφώνουν τον ήχο τους ακόμη και πέρα από το ιδίωμα της καταγωγής τους, χωρίς να προδίδουν την τελευταία, αλλά και χωρίς να ακούγονται σαν ένα γενετικά μεταλλαγμένο παράδοξο- θυσία στις ανάγκες μίας γενιάς ακροατών, που ελλείψει αξιόμαχα εμπορικής pop, καταναλώνει δήθεν ηχητικές ανωμαλίες σε προτηγανισμένες συσκευασίες με ήδη περασμένη ημερομηνία λήξης. Σε αυτό το πλαίσιο, το πεδίο δράσης των Selofan συνεχίζει να είναι το εξόχως εννοούμενο underground, εκείνο ακριβώς που δεν απασχολεί τους ρεπόρτερ- αναζητητές της καλύτερης τρατορίας ανάμεσα στην πέρα Βούλα και το δώθε Μπραχάμι και για αυτό έχουν την τύχη τόσα χρόνια μετά να αγνοούνται επιδεικτικά από τους συντάκτες των παραμουσικών αναγνωσμάτων.
Στο κατάλληλο σημείο πριν κηρύξουν το τέλος του δίσκου, παραδίδουν το δικό τους ‘Όσο Μπορείς’, περισσότερο συντροφικό, παρά διδακτικό, τοποθετημένο έξυπνα επάνω σε συνθογραμμές, που θα αρκούσαν για να ‘χτιστεί’ ολόκληρο το άλμπουμ, σε μία και μόνο, αλλά πάντως αλάνθαστη, ιδέα. Παρότι το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι, που ανοίγει αυτή την πλευρά είναι θεμιτά ευπρόβλεπτο τόσο στην εξωτική του μελωδικότητα, όσο και στο σταθερό beat που καθοδηγεί τη βασική ιδέα των όσων αισθάνονται μέρα-νύχτα διαφορετικοί στο σκοτάδι της πόλης τους, τα δύο επόμενα τραγούδια αποζημιώνουν ακόμη και όσους ζητούσαν κάτι το εσωτερικά ρηξικέλευθο.
Με τα ‘Αλάσκα’ και ‘Χορεύουμε’ οι Selofan υπερβαίνουν θεαματικά τα όρια που οι ίδιοι είχαν θέσει στην αισθητική της μουσικής τους και παραδίδουν δύο υπεράνω κριτικής shock pop τραγούδια, με groove που δοκιμάζει τις αντοχές όσων ήθελαν να αντιμετωπίσουν σκωπτικά και μόνο τον δίσκο, με σκληρό ερωτικό –ουσιαστικά σεξουαλικό – στίχο και με τις κιθάρες των Joy Division (ή και των Bauhaus, όπως το πάρει κανείς) να μην καταφέρνουν ούτε αυτές να αποχαρακτηρίσουν το σκηνικό από το προσωπικό στίγμα των δημιουργών. Βρίσκουν αναδρομικά τη θέση τους στο tracklisting εκείνων των mid 90s συλλογών της Dressed To Kill, που με επιμέλεια μας έμαθαν να ακούμε μουσική που δεν αδιαφορεί για τα πάθη των ακροατών της.
Η πρόταξη των ανωτέρω δύο τραγουδιών έναντι των υπολοίπων, δείχνει πάντως για μία ακόμη φορά ότι ενδόμυχα όλοι μας προτιμούμε την μητρική γλώσσα κάθε φορά που υπάρχει ανάγκη περισσότερο να πιστέψουμε σε έναν δίσκο, παρά να τον αποκτήσουμε. Ο αγγλογερμανικός άξονας του δίσκου πάντως, ουδόλως υπολείπεται σε ψυχισμό, και από μουσική σκοπιά είναι μάλλον αυτή η πρώτη του βινυλίου πλευρά που θα καθησυχάσει τον σκληρό πυρήνα των οπαδών του σχήματος. Το Wheels Of Love είναι ένα όμορφα γενναίο new wave τραγούδι, εκτός χρονικών συντεταγμένων, ικανό να ανοίξει με τον ίδιο εντυπωσιακό τρόπο τους σπουδαιότερους δίσκους από το ένδοξο παρελθόν του είδους. Στο Snakes κυριαρχεί η φρενήρης εκείνη ηλεκτρονικότητα, που όποτε συνδυάζεται με καλουπωμένα κρουστά και τεμαχισμένες μελωδίες, απειλεί να θέσει το ροκ και τις εντολές του μια και καλή στο περιθώριο (όλοι ξέρουμε ότι τελικά δεν συμβαίνει αυτό, αλλά ως αίσθηση είναι καλό να επανέρχεται κάθε τόσο).
Κάθε επόμενος δίσκος των Selofan «ξεκινώντας» μου αρέσει τυπικά λιγότερο από τον προηγούμενο, μέχρι να συμπληρωθούν οι απαραίτητες ακροάσεις και να πάρει και αυτός τη θέση του σε ένα σύνολο από το οποίο τίποτε μέχρι στιγμής ούτε υπολείπεται, ούτε περισσεύει. Το ντουέτο δείχνει να οριοθετεί ένα δημιουργικό σύμπαν, που ενώ φαινομενικά δεν επηρεάζεται, και ίσως δεν ενοχλείται από το κατά βάση αδιάφορο αισθητικό και ιδεολογικό περιβάλλον του, εν τούτοις εμφανίζεται ως ουσιαστικό απότοκο του, σχεδόν αναπόσπαστο τμήμα του, ως ψυχαναγκαστική προέκταση μίας σύμβασης που κανείς δεν ήθελε εξ αρχής.
Το τελευταίο προκύπτει, θεωρώ, εύλογα από μία απλή συγκριτική ανάγνωση των κυκλοφοριών των Selofan με όλες τις υπόλοιπες της Fabrika,του εξαιρετικά δραστήριου label, που διαχειρίζονται οι ίδιοι, στο ρόστερ του οποίου σχήματα από την Τουρκία μέχρι την Κεντρική Ευρώπη επαναφέρουν με επιτυχία την ιδέα της μουσικής που βασικά έχει ως πατρίδα της το εκεί που μίσησε ο καθένας και τίποτε περαιτέρω και για αυτό ανήκει αποκλειστικά και μόνο σε όσους την κατανοούν. Έστω και σε αυτό το αόριστα διεθνιστικό πλαίσιο όμως, οι Selofan ξεχωρίζουν ως δέκτες και πομποί μίας ουσιαστικής κουλτούρας, η οποία μπορεί και να είναι εν μέρει αποτέλεσμα μίας έστω και κατ’ επανάληψη μπαταρισμένης ελληνικής ψυχοσύνθεσης.
“Another day, another death”, είχαν πει προ αιώνων οι (Βρετανοί) The Mob, παραφράζοντας στα καθ’ ημάς την ιδιότροπη ευεξία της συνήθειας, και κάπως έτσι δείχνει να πηγαίνει το πράγμα και με τους δίσκους των Selofan, σε ενιαύσια περιοδικότητα αντί της καθημερινής ασφαλώς.