Tristesse
Δεύτερο άλμπουμ, ευρήματα, σχεδόν ανυπόφορα εσωτερική θεματολογία, synth driven αριστούργημα. Του Άρη Καραμπεάζη
Η ελληνική ποπ-ροκ-ηλεκτρονική σκηνή διάγει μία από τις συνήθεις υπερδεκαετείς αδιάφορες περιόδους της. H πιουρίστικη indie pop άποψη των Abbie Gale σχεδόν ακυρώνεται από την μετριοπαθώς αδιάφορη ψυχεδελοπόπ των My Drunken Haze, που αγωνιούν μήπως έρθει το επόμενο trend κύμα από έξω και τους πλακώσει, και οι κραυγές της επιτηδευμένα καταστροφικής Mary... τσαλακώνονται σε ασημαντότητες τύπου Stella κρατάω αρμόνιο. Οι πάντες ψάχνουν και ψάχνονται για το επόμενο deal με διαφημιστική, αδιαφορώντας για το αν αύριο μεθαύριο θα υπάρχει η δισκογραφική. Σε αυτό το ασφυκτικά γελοίο πλαίσιο μουσικών (οι μουσικοί), που εξυμνούν τον εξοπλισμό των νοικιασμένων studio του Εν Λευκώ, μόνο το underground σώζει και πάλι. Από τα σπλάχνα του και από την εγνωσμένης αξίας ιδιαιτερότητα της κάθε σκοτεινής και εσωτερικής μουσικής, που απασχολείται να χορταίνει τα προσωπικά της βίτσια, παρά να ικανοποιεί τους περαστικούς, έρχονται οι Selofan για να θυμίσουν ότι η ψυχωμένη τέχνη δεν είναι υπόθεση δημοσίων σχέσεων.
Το Tristesse είναι το δεύτερο άλμπουμ τους στην έγκριτη Fabrika Records, μετά το Verboten του 2013, το οποίο είχε αναλάβει από το Γερμανικό κόμμα του Mic να παρουσιάσει ο Αντώνης Ξαγάς, όπου και ορθά είχε διακρίνει ότι οι Selofan ήδη από τότε καταφέρνουν να εμφανίσουν ακόμη και πρωτότυπα ευρήματα, σε ένα λίγο-πολύ τυποποιημένο μουσικό είδος. Τα ευρήματα συνεχίζονται, ενώ παράλληλα συνεχίζεται και η ορθή προσήλωση στην τυποποίηση, με το τελευταίο να αποτελεί όχι κατηγορία, αλλά συνετή στάση. Η μάλλον σύντομη ιστορία της ποπ-ροκ μουσικής, όπως την έχουμε βιώσει, διδάσκει πως η αδιαφορία προς τις ηδονές του φορμαλισμού, περισσότερο αφαιρεί, παρά προσθέτει ακόμη και στην όποια διάθεση ή ικανότητα για πρωτοτυπία. Υπό αυτό το πρίσμα οι Gallon Drunk κατέστησαν μακροπρόθεσμα περισσότερο απαραίτητοι για τις ανάγκες μας από ότι οι ανατρεπτικοί Deus του πρώτου δίσκου. Τα ευρήματα των Selofan έχουν να κάνουν όντως με τη χρήση της γλωσσικής τριπλέτας (ελληνικά-αγγλικά-γερμανικά, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά), αλλά δεν εξαντλούνται εκεί.
Η θεματολογία τους είναι σχεδόν ανυπόφορα εσωτερική, ειδικά για την τρέχουσα περίοδο κατά την οποία ο ήχος έχει μεγαλύτερη αξία από τα νοήματα, και τα τελευταία όταν εμφανίζονται πρέπει να υπακούν όχι τάχα στις προσταγές και τις ανησυχίες του 'εγώ', αλλά στον κοινωνικό πόλεμο, που μας περιβάλλει, και με τον οποίο πρέπει δήθεν να ασχολούμαστε νυχθημερόν. Οι Selofan απαντούν αποστομωτικά με ύμνους στη 'Ναφθαλίνη' και στα 'Ζάναξ', απενοχοποιώντας (και πάλι) την ενασχόληση του καθενός κύρια με την εσωτερική του πάλη και αγωνία, και αναγορεύοντας τον καλώς εννοούμενο εγωκεντρισμό, σε πρωταρχικής σημασίας επίτευγμα, προκειμένου να επέλθει κάποτε και η πολυπόθητη κοινωνική γαλήνη. Η οποία όμως δεν είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και αγωνία. Και στο πλαίσιο της οποίας δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να αντικατασταθεί η θλίψη, από δήθεν πιο ευεργετικά συναισθήματα.
Διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές, απορώ πως κατέληξα σε τόσο δραματοποιημένη παρουσίαση ενός ούτως ή άλλως εξαιρετικού δίσκου, για τον οποίο θα μπορούσα πολύ απλά να πω 'είναι ένα σοφά οριοθετημένο αναλογικό synth driven αριστούργημα, το οποίο πρέπει να ακούτε διαρκώς, και όχι απλά να το ακούσετε' και να καθαρίσω. Θα είχα κάνει το χρέος μου τόσο απέναντι στο συγκρότημα και τις απόλυτα ειλικρινείς προθέσεις του, όσο και εν γένει σε όλους αυτούς τους τύπους που επιμένουν να ηχογραφούν και να κυκλοφορούν δίσκους επειδή προφανώς υπάρχουν ελάχιστα πράγματα εκεί έξω που θα ήθελαν οι ίδιοι να ακούσουν.
Στο τέλος απανωτών ακροάσεων έχω ολοένα και πιο έντονη την αίσθηση ότι το άλμπουμ των Selofan είναι ενδεχόμενα το μοναδικό εγχώριο άλμπουμ που θα πρέπει να ακούσω φέτος (metal ακροτήτων εξαιρουμένων) καθώς κάθε τι άλλο (ακόμη και οιονεί αξιόλογο) φτάνει στα αυτιά μου με την επίγευση του ότι κατά την κατασκευή του επικράτησε η άποψη του "κάθε εμπόριο για καλό". Επιπλέον, περισσότερο από το να ακούω το άλμπουμ, κρατάω στα χέρια μου το εσώφυλλο και επιμένω να διαβάζω ξανά και ξανά τους στίχους, ευελπιστώντας να ισοσταθμίσω την έλλειψη ανάγνωσης ποίησης που με χαρακτηρίζει εδώ και τριάντα εφτά χρόνια. Περίεργα πράγματα.