Verboten
"Μιλάω Ισπανικά στο Θεό, Ιταλικά στις γυναίκες, Γαλλικά στους άντρες και Γερμανικά στο άλογο μου". Του Αντώνη Ξαγά
"Μιλάω Ισπανικά στο Θεό, Ιταλικά στις γυναίκες, Γαλλικά στους άντρες και Γερμανικά στο άλογο μου". Αυτό φέρεται να είχε πει ο Κάρολος ο Πέμπτος, Καίσαρας κάποτε της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για τις γλώσσες των δικών του υπηκόων. Μια ρήση την οποία δεν επιβεβαιώνει η ιστορική έρευνα, παρολ' αυτά αναπαράγεται με χαρά από τους κάθε είδους και αιτίας "λάτρεις" της γλώσσας του Λούθηρου, του Γκαίτε, του Μπρεχτ και του Αδόλφου.
Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ότι όταν τα γερμανικά χρησιμοποιούνται από αλλόγλωσσους μουσικούς, σε αντίθεση με τα αγγλικά ή ακόμη και τα γαλλικά, έχουν μια μάλλον ειδική χρηστική στόχευση, τις περισσότερες φορές από μουσικούς οι οποίοι κινούνται στο χώρο της ακραίας, σκοτεινής μουσικής, μουσικούς οι οποίοι θέλουν με αυτό τον τρόπο να μεταδώσουν στις συνθέσεις τους τραχύτητα, στρατιωτική αυστηρότητα, τευτονική ψυχρότητα, πρωσική αγριάδα, γοτθική σκοτεινιά, ενίοτε δε ακόμη και πολιτικά σημαινόμενα.
Ας θυμηθούμε μερικά ελληνικά συγκροτήματα που ακολούθησαν περιστασιακά αυτή την τακτική: προεξάρxοντες φυσικά οι Slow Motion και το οριακό "Die Seele". Από κει και πέρα μπορούμε να αναφέρουμε τους Ding An Sich, τους Blue Birds Refuse to Fly, τους Rehearsed Dreams, υπάρχουν κάμποσοι ακόμη, μένω όμως στον σκοτεινό χώρο γιατί κάπου εδώ θα συναντήσουμε τους επίσης δικούς μας Selofan. Οι οποίοι ονομάτισαν τον πρώτο τους αυτό δίσκο (μέχρι τώρα είχαν κασέτες και συμμετοχές σε συλλογές) "Verboten", απαγορευμένο δηλαδή (υποθέτω γνωρίζετε τη λέξη ακόμη κι αν η επαφή σας με τη γερμανική γλώσσα αρχίζει και τελειώνει στις εθνοϋπερπατριωτικές ταινίες με τον Κώστα Καρρά μονόφθαλμο γερμανό αξιωματικό, τον Κώστα Πρέκα αντιστασιακό και τον Αρτέμη Μάτσα -τι άλλο;- καταδότη), ένας δίσκος ο οποίος βγαίνει από την Fabrika Records στην οποία συστεγάζονται και άλλοι ομοϊδεάτες τους όπως οι Lebanon Hanover και οι πολύ αξιοπρόσεκτοι Die Selektion. Αργήσαμε πάντως λίγο να τον ακούσουμε και να τον παρουσιάσουμε, τα 500 βινύλια που κυκλοφόρησαν ήδη εξαντλήθηκαν.
Το οποίο "Verboten" είναι κιόλας το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, οι στίχοι του ανήκουν στην βιτριολική πένα του Hans Magnus Enzensberger, κάποτε στα μέρη μας, και ειδικά στα Εξάρχεια, είχε γίνει πολύ γνωστός με εκείνο το Σύντομο Καλοκαίρι της Αναρχίας. Ο δίσκος γενικότερα είναι ομοιογενώς στημένος πάνω σε έναν ρετρό-αρχές δεκαετίας του '80-ήχο, το κλίμα είναι αγχωτικό, παγωμένο, cold wave λέγανε τότε οι Γάλλοι, βλέπεις τον αχνό της ανάσας σου (είναι και που δεν ανάβουν τα καλοριφέρ πλέον), τα πλήκτρα απόλυτα και αυστηρά αναλογικά (κοίτα να δεις που οι αναλογολάτρες πάνε να γίνουν κάτι σαν τους ...χορτοφάγους), τα αποστασιοποιημένα μονο-τονικά και ελαφρώς άτεχνα φωνητικά και η σπιτική παραγωγή παραπέμπουν έντονα στις Vyllies, εκείνες τις Ελβετίδες που η τύχη τις έφερε να ηχογραφήσουν στην Creep ένα αφαιρετικό ηλεκτρο-δημιούργημα πoυ απέκτησε προσθετική αξία με την πάροδο των χρόνων.
Το είδος, όπως και κάθε άλλο που έχει φτάσει (ή εν προκειμένω κοντεύει να φτάσει) στην τυποποίησή του, έχει αποκτήσει κάποιες συμβάσεις, οι Selofan τις τηρούν όλες, μέσα στα πλαίσια αυτά πάντως καταφέρνουν να στήσουν μερικά ευρηματικά μέσα στην απλότητα τους σχήματα, προσωπική μου προτίμηση είναι το "A Whimper". Το μόνο κομμάτι που ξεφεύγει αρκετά από το κάδρο είναι το εναρκτήριο "Πόσο λυπάμαι", ένα sample από το παλιό τραγούδι της Βέμπο κι ένας βόμβος, μιλάμε για ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια της ελληνικής μουσικής, όπως και να το ακούσεις, ακόμη κι από μίξερ και ηλεκτρονικό τρυπάνι, πάλι θα διατηρεί την γοητεία του, εδώ περίμενα περισσότερη έμπνευση και πρωτοτυπία στη διαχείριση. Εύκολη και προβλέψιμη επιλογή, υποθέτω υπάρχει εδώ περισσότερο σαν δηλωτικό στίγμα καταγωγής παρά σαν ουσιαστική πρόταση.
Παράλληλα με τους Selofan άκουγα και τον νέο δίσκο των Συνθετικών (να και μία ακόμη σύμβαση, το πλαστικό, το συνθετικό), κοινό χαρακτηριστικό η απαισιοδοξία, μια απαισιοδοξία τόσο πηχτή που κόβεται με το μαχαίρι, η αγάπη είναι μία αυτοκτονία του μυαλού, η ψυχή είναι η νόσος (αυτό είναι Slow Motion), υπερβολές συγχωρητέες, ενίοτε και γοητευτικές μέσα στο αφοπλιστικό τους πάθος. Σκέφτομαι επίσης ότι αυτού του τύπου η μουσική είναι ίσως η καταλληλότερη για να αποδώσει συναισθήματα όπως η αστική μοναξιά, μιλάμε για μουσική των πόλεων της βιομηχανικής εποχής, δύσκολα θα την φανταζόμουν να ηχογραφείται σε ένα αγρόκτημα στο ...Πήλιο για παράδειγμα, μπορεί να είσαι κι εκεί μόνος κι έρημος, αλλά έχει άλλο χρώμα η μοναξιά ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα ανθρώπινα όντα.