Sferic Ghost Transmits
Να τον πούμε ...μετα-dubstep; Ένας δίσκος ο οποίος προκαλεί έως και σωματικές αντιδράσεις. Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Στην προσπάθεια να γράψω για τον νέο δίσκο του Shackleton, σκοντάφτω συνεχώς σε εύκολες, κλισέ περιγραφές. Λέξεις κλειδιά και χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούνται κατά κόρον και λειτουργούν σαν το βούτυρο στο ψωμί της δισκοκριτικής, αλλά από την άλλη σχεδόν πάντα πετυχαίνουν το σκοπό τους άμεσα και αποτελεσματικά. Μπορώ δηλαδή να ανακατέψω μια “δυστοπία”, λίγο “John Balance”, “Coil” και άντε κανένα “μουσική του μέλλοντος” και να δώσω έτσι κατά ένα μεγάλο ποσοστό το αισθητικό στίγμα αυτού του δίσκου, δίνοντας έτσι και στους βιαστικούς αφορμή για να σταματήσουν να διαβάζουν. Και ενώ όλοι οι παραπάνω προσδιορισμοί ισχύουν και δίνουν την γενική εικόνα, δεν φτάνουν όμως για να ταρακουνήσουν τον υποψήφιο ακροατή και να του δώσουν να καταλάβει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν ξεχωριστό δίσκο που βρίθει ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης, βαθαίνει απότομα έπειτα από τα πρώτα αθώα βήματα για τα οποία οι “κλισέ” περιγραφές τον προετοίμασαν και για αυτό χρίζει ιδιαίτερης μεταχείρισης και φροντίδας.
Το “Sferic Ghost Transmits” είναι μια αγαστή συνεργασία του Shackleton με τον Vengeance Tenfold. Και ενώ έχουν ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν, αυτή την φορά είμαστε μάρτυρες μιας τέλειας μουσικής συνύπαρξης που αναπτύσσεται σε έξι μεγάλα σε διάρκεια και καλλιτεχνική αξία κομμάτια. Και όσο προετοιμασμένος και να ήμουν από τον αρκετά καλό, περσινό –παρεμφερή ηχητικά- δίσκο του με τον E. Tomasini, δεν περίμενα επ’ ουδενί το σαγόνι μου να ανοίξει με τέτοια ταχύτητα από τον θαυμασμό από τις πρώτες κιόλας ακροάσεις.
Η τυπική έντονη ρυθμική ραχοκοκαλιά του Shackleton είναι πανταχού παρούσα, πότε δύστροπη και απροσπέλαστη, κρυμμένη πίσω από επιφάνειες ήχων και πότε απλή και γενναιόδωρη, χαμηλώνει τους τόνους και δίνει το χώρο στον V. Tenfold να ανθίσει. Ένας άνθρωπος που άλλοτε τραγουδάει (ακόμα και μελωδικά), κάνει φωνητικά και άλλοτε απαγγέλει κείμενα. Δυστοπικά μοιρολόγια βγαλμένα από το μέλλον. Αργόσυρτα, περίτεχνα και απόλυτα μετρημένα εκεί που χρειάζονται συνθετικά στα τραγούδια. Βασανιστικά οι λέξεις σέρνονται και βγαίνουν γδέρνοντας στην επιφάνεια σε κάθε δυνατή έκφανση και κολλάνε πάνω στο ηχητικό σύμπαν που έχει στήσει τέλεια ο Shackleton. Προσπαθώ να απομονώσω την μουσική και τα φωνητικά ξεχωριστά στο μυαλό μου με σκοπό να καταλάβω-βλακωδώς τελικά- ποιος από τους δυο καλλιτέχνες είναι αυτός που συνεισφέρει καλύτερα στις συνθέσεις. Μάταια όμως προβληματίζομαι καθώς και οι δύο καλλιτέχνες είναι συνδεδεμένοι άρρηκτα, τόσο που αναρωτιέμαι τελικά ποιανού είναι ο δίσκος περισσότερο, χωρίς βέβαια η απάντηση να έχει κάποια σημασία.
Σίγουρα όμως αυτό που έχει σημασία είναι το ειδικό βάρος του δίσκου μέσα στην ευρύτερη σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής. Ο εναγκαλισμός άλλων μουσικών ειδών και η εγκόλπωσή τους σε γνώριμες συνταγές είναι τακτικές που οι μεγάλοι παραγωγοί τρώγονται συνεχώς να πετύχουν. Όχι για τον εντυπωσιασμό των μαζών (αυτός επιτυγχάνεται εύκολα με δυνατά μπάσα), αλλά για την εξέλιξη του μουσικού είδους για το οποίο έχουν τόσο μοχθήσει. Αν στην συγκεκριμένη ηχητική στροφή ο Shackleton πατάει πάνω στην τελευταία μουσική ταυτότητα των Coil περισσότερο, δεν είναι γιατί νοσταλγεί εκείνον τον ήχο, αλλά γιατί προσπαθεί να δώσει μια ανανεωμένη ταυτότητα στο dubstep πατώντας (και) στο παρελθόν. Μια μικρή, σκοτεινή, στοιχειωμένη παρέμβαση η οποία όταν αφομοιωθεί πλήρως θα οδηγήσει σε νέα ηχητικά μονοπάτια. Όλα έχουν να κάνουν με την εξέλιξη του dubstep και την πρόοδό του μέσα στα χρόνια.
Ούτως ή άλλως είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι δεν είναι ο μουσικός που θα κάνει το dancefloor να τρέμει από ευχαρίστηση και κάποιοι τον έχουν κατηγορήσει για αυτό, κυρίως επειδή ξέρουν ότι μπορεί αν θέλει να το κάνει … αλλά δεν θέλει. Υπάρχουν τόσοι άλλοι καλύτεροι για αυτόν το σκοπό και αυτό το ξέρει και ο ίδιος. Η μουσική του, εσωτερική καθώς είναι, προωθεί συνεχόμενη πρόοδο στην σκηνή και είναι πολύ δύσκολο, όλη αυτή η βαθειά υπόγεια, ρυθμική σχεδόν αρχέγονη ενέργεια να εκτονωθεί επιφανειακά σε φτηνά beats και με λίγο ιδρώτα παραπάνω. Αντιθέτως τούτος ο δίσκος κοχλάζει κάτω από τα πόδια μου, δονείται μέσα στο κεφάλι μου, με χτυπάει βίαια στο στέρνο μου και με κρατάει πακτωμένο με τα πόδια κολλημένα στο έδαφος, το στόμα ανοιχτό από τον ενθουσιασμό και τα μάτια υγρά από την συναισθηματική φόρτιση.
Εξαντλώντας την όποια αυστηρότητα και χωρίς καθόλου την τυπική υπερβολή που διέπει συνήθως τα μουσικά κείμενα των απανταχού αγαπητών γραφιάδων, τούτος ο δίσκος είναι ένα αριστούργημα από το μακρινό μέλλον. Ο πρώτος σημαντικός για το 2017 που ανανεώνει όχι μόνο το dubstep σαν μουσικό ιδίωμα αλλά ολόκληρη την ηλεκτρονική μουσική σκηνή.