Full Metal Jacket
Από το… βρώμικο μεταλλικό 1989 έχουν να κάνουν δισκογραφική κατάθεση. Τι έχουν να κομίσουν το 2020 προσπαθεί να ανιχνεύσει ο Χάρης Συμβουλίδης.
Όσοι στα χρόνια του ίντερνετ βάλθηκαν να γράψουν κριτικές στα σοβαρά, δίχως δηλαδή να μετέχουν σε Σταυροφορίες για το (όποιο, κάθε φορά) «fresh» και πέρα από την 20+ αυταρέσκεια που ταυτίζει το τρέχον νεανικό γούστο με ολάκερη την πραγματικότητα, διαπίστωσαν πόσο δύσκολο ήταν να ξεμπερδέψεις με όσα παλιά συγκροτήματα –ανεξαρτήτως είδους– επέστρεφαν στη δισκογραφία. Γιατί, ενώ σπάνια αποδεικνύονταν σε θέση να κάνουν κάτι πέρα από τα όρια μιας μανιερίστικης επανάληψης του όποιου στυλ τα είχε καταστήσει διάσημα, συχνά έβαζαν τα γυαλιά σε πολυλιβανισμένους επιγόνους· κομίζοντας μια βιωματική προσέγγιση που εκείνοι δεν ήταν σε θέση να αναπαράγουν, όσο σύγχρονες παραγωγές κι αν έφτιαχναν.
Ένα καλό παράδειγμα από τη φετινή συγκομιδή, δίνει η επιστροφή των Shok Paris· η οποία συντελείται μάλιστα μέσω ελληνικού δισκογραφικού label, 31 ολόκληρα χρόνια μετά το Concrete Killers του 1989, που τερμάτισε την πρώτη φάση της US metal πορείας τους –η δεύτερη (και τρέχουσα) ξεκίνησε με την επανασύνδεση του 2009. Ουδέποτε κατάλαβα βέβαια πώς έφτασαν να θεωρούνται «κλασικοί» ή να αποτιμώνται ως underground θρύλοι. Σαν κάπως δεύτερη περίπτωση τους έχω δηλαδή στη δική μου μνήμη, αν και θυμάμαι να υπάρχει σε κασέτα TDK το Steel And Starlight του 1987, με αποτέλεσμα πάντα να χαμογελάω όταν ακούω το "Άντεξα" του Σάκη Ρουβά (2000), αφού ο συνθέτης του Στράτος Διαμαντής ...δανείστηκε από το τραγούδι "Lost Queen" για ένα χαρακτηριστικό σημείο της μελωδίας. Νομίζω εντούτοις ότι το νυν στάτους του συγκροτήματος από το Οχάιο οφείλει περισσότερα στη γενικότερη αναθεώρηση του μεταλλικού κοινού για την αξία του US undergound της δεκαετίας του 1980, παρά στα τότε πεπραγμένα τους.
Εν πάση περιπτώσει, οι Shok Paris του 2020 διατηρούν την ίδια κακή αισθητική που είχαν και στη νεότητά τους: εξώφυλλο, οπισθόφυλλο και το τυπωμένο γραφιστικό πάνω στο CD, είναι όλα χάλια· κι ας παραπέμπει ο τίτλος και το εναρκτήριο intro "The Creed" σε μια συζητημένη (αλλά άνιση) ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Το δε metal τους παραμένει αμετανόητα ...μπουμέρικο –ναι, από το boomer– ανακαλώντας το ακατάλυτο Παράδειγμα του βρετανικού (ίσως και τευτονικού;) metal των 1980s και τον τρόπο με τον οποίον ζυμώθηκε στην τότε Αμερική από έναν περιφερειακό κόσμο με πιο power γούστα, που μπορεί να υπολειπόταν συγκριτικά σε εκτελεστικές δυνάμεις, όχι όμως και σε δημιουργική φαντασία. Το τελευταίο λοιπόν που απασχολεί τα 11 τραγούδια του Full Metal Jacket, είναι το πώς θα σε εκπλήξουν. Από την άλλη, βέβαια, αν φτάνεις ως εδώ περιμένοντας εκπλήξεις, τα δικά σου προβλήματα είναι πιθανότατα μεγαλύτερα από της μπάντας.
Αυτό που σχεδόν θαυματουργά συμβαίνει στο Full Metal Jacket, είναι ότι οι δύο παλιές καραβάνες των Shok Paris –ο (ανέλπιστα;) φορμαρισμένος τραγουδιστής Vic Hix και ο κραταιός κιθαρίστας Ken Erb– θέτουν ξανά σε κίνηση το δεδομένο και ίσως κουρασμένο μικροσύμπαν τους, το οποίο πραγματικά ανθίζει καθώς το ποτίζουν με ιδρώτα, πάθος και με τη «φωτιά» της απόδοσής τους. Οι μελωδίες στις δισολίες δείχνουν ανεξάντλητες ακόμα και σε απογοητευτικά τραγούδια σαν το "Black Boots", ενώ τα "Brothers In Arms", "Hell Day" και "Up The Hammers" είναι περιπτώσεις που θα πάρουν (μπορεί και να σηκώσουν) όποιον αγαπά τη συγκεκριμένη μουσική, διατηρώντας αγέρωχο τον «μύθο» που διεκδικούν οι Shok Paris περιοδεύοντας στον 21ο αιώνα· αναμένονται μάλιστα και στην Αθήνα, εφόσον συνέλθουμε από τον κορωνοϊό, για το επόμενο Up The Hammers Festival.
Δεν είναι καθόλου λίγο. Απεναντίας, έτσι για να ολοκληρώσουμε κιόλας τον κύκλο που άνοιξε στην αρχή του κειμένου, φανερώνει ότι το καταγραφόμενο πείσμα «δεν είναι συνήθεια μοναχά» (όπως το θέτει και το παλιό τραγούδι των Αφών Κατσιμίχα).