Athens romance
Περιπλανήσεις στους δρόμους της Αθήνας... Επί του παρόντος μόνο μουσικές... Του Αντώνη Ξαγά
Αθήνα, Αθήνα, χαρά της γης και της αυγής, μικρό γαλάζιο κρίνο/Αθήνα, ξελογιάστρα μου Αθήνα, μ' εκατό Παρίσια και Λονδίνα, δεν σε αλλάζω εγώ…
Από τότε που ένα λασποχώρι επιλέχθηκε λόγω του «αρχαίου κλέους» του να γίνει η πρωτεύουσα ενός νεοσύστατου έθνους-κράτους κι έκτοτε όλο και μεγαλώνει χωνεύοντας φύση και ανθρώπους, μοιραίο και αναπόφευκτο ήταν να εγγραφεί και στην Τέχνη (είναι άλλωστε αδύνατο να υπάρξει διχοστασία Τέχνης και Χώρου - ή Χωρόχρονου, ας μην αγνοήσουμε τον θείο Αλβέρτο), όπου κι εκεί πήρε τον ρόλο όχι απλά ενός σκηνικού της ανθρώπινης δράσης αλλά κι ενός πρωταγωνιστή, που επηρεάζει και επηρεάζεται, διαμορφώνει και διαμορφώνεται, αλλάζει και …αλλάζει. Μια βιωματική και βιωμένη σχέση αποκαθίσταται, τόσο που στην λογοτεχνία προκύπτει και ο καινοφανής (και όσο να ’ναι νεφελώδης) όρος «αθηναιογραφία» (με παρακλάδι του την αθηναϊκή ηθογραφία), από τα πρώτη ήδη χρόνια, ο πρώτος επονομασθείς «αθηναιογράφος» ήταν ο Δημήτριος Καμπούρογλου, για να φτάσουμε μέσα από μια αλυσίδα ονομάτων, τον Ροΐδη και τον Κονδυλάκη στους νεότερους, στην Ομόνοια του Γιώργου Ιωάννου, τις μικροαστικές γειτονιές του Κώστα Ταχτσή και του Μένη Κουμανταρέα, την Κυψέλη του Βακαλόπουλου και τα οπωροφόρα δέντρα του Σωτηρίου, τα τελευταία δε χρόνια βιώνει και μια ακόμη έξαρση, λίγο με τα αθηναϊκά λάιφστάιλ φρη έντυπα που έφτασαν μέχρι την εστέτ αισθητικοποίηση της παρακμής, λίγο με τις ιστοριοδιφικές προσεγγίσεις, το ξεφύλλισμα παλιών εφημερίδων από τον Θωμά Σιταρά, την πραγματολογική δουλειά που έκανε ο Θανάσης Γιοχάλας μαζί με την Τόνια Καφετζάκη ("Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία") ή την φλανέρ εξωραϊστική και ταξικά μεγαλοαστική ματιά του Νίκου Βατόπουλου. Η πόλη όμως εκ φύσεως γεννά εντάσεις και έμπνευση, κάθε βλέμμα είναι μια προβολή και μια διαφορετική ιστορία, τόσο ανοιχτή που μπορεί να χωρά εντελώς αντίθετες φωνές, από την λυρική αγάπη που τραγουδήθηκε στους στίχους της εισαγωγής από την Νάνα Μούσχουρη και την Ρένα Βλαχοπούλου μέχρι την αποστροφή, «κεντρικήν γαστέρα την ώτα μη έχουσαν» την έλεγε ο Παπαδιαμάντης (κι αυτός έξοχος αθηναιογράφος πέρα φυσικά από… σκιαθογράφος), ένα αόρατο νήμα μας οδηγεί μέχρι τον Σαμαράκη και τις αποξενωμένες του στέγες και στο πανκ των Stress οι οποίοι στον δίσκο «Athens Burning» μιλάνε για μια πόλη που «θυμίζει φυλακή, άγχος, θόρυβο, βρωμιά, λουλούδια μόνο πλαστικά, φαίνεται να τα έχουν όλοι τους χαμένα».
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ένας κοινός και διαχρονικός παρονομαστής των περισσότερων «αθηναιογράφων» είναι η ρομαντική οπτική (η «ρωμαντική», όπως την έγραφε στα «Τα Ρωμαντικά Χρόνια της Αθήνας» ο Τίμος Μωραϊτίνης), αυτή που βιώνει τραυματικά τις αναπόφευκτες αλλαγές («πως αλλάζουμε όλοι όπως αλλάζει κι η πόλη» που τραγούδησε ο Λουκιανός) και κοιτάζει προς τα πίσω, έμπλεη λυρισμού για ένα χαμένο ιδανικό παρελθόν, για ταις «Αθήναις που φεύγουν». «Απ’ την παλιά σου εποχή τίποτα δεν σου μένει/και κάθε μέρα μια ανάμνησίς σου σβύνει» έγραφε ο Σουρής ήδη από το… 1884.
Και η σημερινή Αθήνα; Του 2020; Αυτή που αγαπάμε να μισούμε; Είναι αναζωογονητικό (ή μήπως τρομακτικό) να σκέφτεσαι ότι ζούμε στην παλιά ωραία Αθήνα που θα νοσταλγούν οι κάτοικοι της το 2100;
Εδώ είναι Αθήνα και κάθε μέρα, κάθε νύχτα μας καλεί.
Αγαπώ να περπατάω στην πόλη. Ακουστικά στα αυτιά, δυνατή ένταση, προσωπική σκηνοθεσία, ατομικό soundtrack, αποκλεισμός από τον κόσμο, οι υπόλοιποι άνθρωποι μετατρέπονται σε ένα tableau vivant. Μία ακόμη ζωή που διασταυρώνεται αλλά δεν αγγίζεται με εκατομμύρια άλλες. Έξω μένει ο ήχος της πόλης, με την δύναμη και την ένταση του όμως να παρεισφρέει... Μια σειρήνα σε οξείς τόνους επείγοντος γίνεται και αυτή μέρος του κομματιού, ταιριαστά μεν ερήμην δε του δημιουργού. "Σπάμε", ξεσπάμε, "σπάμε" και "τα σπάμε" κι ακόμα αντέχουμε, ακόμα το πάμε συνεχίζει ο Sigmataf στο εν λόγω κομμάτι “Κέντρο 16” από το ΕΡ που είχε τον τίτλο ‘Metavasi·3’, από εκεί πιάνει το νήμα για τον νέο του αυτό δίσκο με τον εύγλωττο τίτλο «Athens romance” (μια όμορφη με την γαλάζια της ράχη κασέτα για να ακριβολογούμε).
Ωστόσο, η Αθήνα του Sigmataf, μπορεί στον τίτλο της να φαντάζει ρομαντική, αλλά δεν είναι ούτε νοσταλγική ούτε εξωραϊστική. Δεν παράγει μεγάλους μύθους αλλά «ασήμαντες» προσωπικές (εξού και ρομαντικές) μικροϊστορίες και βιώματα με οικεία οδόσημα και τοπωνύμια να παίζουν τον ρόλο εικονοστασίων ατομικής μνήμης: «εδώ ήταν που…». Ακούγοντας τον στις άλλοτε ψιθυριστές και άλλοτε ασθματικές και πυρετιασμένες αφηγήσεις του περπατάς μαζί του υπέργεια στην πόλη (κι ας είναι στο εξώφυλλο το μετρό), μπορεί να ιχνηλατήσεις την διαδρομή του, ξεκινώντας από ψηλά, από εκεί που και οι πιο άσχημες πόλεις φαίνονται όμορφες, ειδικά την ώρα του λυκαυγούς και του λυκόφωτος, από το Αττικό Άλσος και το Ψυχικό, κατηφορίζεις, περνάς το «Λητώ» («κάποιος γεννιέται και σε λίγο ξημερώνει»), και μετά προς το κέντρο (σαν μια αντίστροφη διαδρομή εκείνης της νυχτερινής διαδρομής που έκανε η παλιά άλλη Αφροδίτη Μάνου με το Φολκσβάγκεν της δεμένο με σκοινί), είναι η ώρα που είναι νύχτα γίνεται κόκκινη και το περίγραμμα των κτιρίων αρχίζει να σχηματίζεται πάλι στο πρώτο φως, η «Κηφισίας είναι έρημη», «Αλεξάνδρας και Πανόρμου», «σημείο μηδέν, ώρα μηδέν», εικόνες ζωντανής καθημερινότητας, εργατικές κατοικίες, σουρεαλισμός, ένας Ελέφαντας στου Γκύζη, στο Πολύγωνο, «νυχτώνει με έντεχνο και λαϊκό», «ψάχνει την άκρη στο Παγκράτι». Εκεί που χαθήκαμε μια νύχτα; «Πες μου… θυμάσαι;».
Μπορεί να έχει λογοκεντρικές - συνθηματολογικές καταβολές ο Sigmataf (υπήρξε ως Κοράκι μέλος κάποια στιγμή των Βαβυλώνα) ωστόσο η μουσική δεν παίζει στις δουλειές του ρόλο θεραπαινίδας. Ξεφεύγοντας από την βαρυτική έλξη του low bap και -ενίοτε και τοξικού- κύκλου του Περάματος, ψάχτηκε με το ροκ, έφτιαξε ένα μάλλον αμήχανο πρώτο προσωπικό άλμπουμ (σαν Sigma Taf τότε), άρχισε να βρίσκει ένα νέο στίγμα με το εξαιρετικό «Tι κάνει σε είσαι να; εδώ» του 2012 με ανοίγματα προς σύγχρονους ηλεκτρονικούς εκφραστικούς δρόμους, τους οποίους εξακολουθεί να ανιχνεύει, με την σταθερή συμβολή του Αλέκου Σώρρου (από τις πάλαι ποτέ Ρόδες) και τον Χρήστο Μελαχροινό. Κι αν ο δίσκος ξεκινά με ομιχλώδη «βαγγελικά» σύνθια (αναπόφευκτες οι αστικές αναφορές στο ‘Blade Runner’ που έθεσε πολλά δυστοπικά πρότυπα για το μέλλον), η μουσική του(ς) αρδεύεται, επικοινωνεί καλύτερα, με την γενεαλογία της Πλάτωνος και των Στέρεο Νόβα για να μείνουμε στα εγχώρια, χωρίς φλυαρία στα γεμίσματα του λόγου, με μια σκληρή minimal ποιητικότητα και ρυθμολογία, όχι πάντως τόσο ασφυκτική όσο π.χ. στους επίσης αθηνοκεντρικούς ΟΔΟΣ 55.
Σκέφτομαι ότι η ηλεκτρονική μουσική, σε όλες της τις εκφάνσεις είναι ίσως η απόλυτα αστική μουσική, η αποτύπωση του ήχου των σύγχρονων μητροπόλεων (και ας θρηνεί ένας άλλος γνωστός και πολυγραφότατος αθηναιογράφος, ο Γιάννης Καιροφύλας, που δεν υπάρχουν πια στους δρόμους της Αθήνας κανταδόροι, γαλατάδικα και καρβουνιάρικα), αυτών που παλεύουν ανάμεσα στην αντι-ποιητική καθημερινότητα των κατοίκων τους και το τουριστικό city branding. Και κατά έναν υπόγειο τρόπο τις συνδέει όλες μεταξύ τους, σαν να αναδεικνύει ένα κρυφό κοινό χαρακτηριστικό. Κατά την οπτική αυτή, η δυνητική «ρομαντική» πόλη του Sigmataf θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε, οπουδήποτε, ίσως κι οποτεδήποτε…