Ο Άκης Μπογιατζής, ένας από τους ήρωες του ελληνικού underground στην δεκαετία του '80 επιστρέφει με μια απροσδόκητη συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς του που είχε τον τίτλο «Δεκαέξι Χαϊκού και Άλλες Ιστορίες». Μια μελοποίηση ποιημάτων του Σεφέρη, ενός ελάχιστα δημοφιλούς ποιητή στον rock χώρο (απ' ότι ξέρω μόνο οι Μάσκες έχουν μελοποιήσει Σεφέρη ως τώρα) καθώς δεν κουβαλάει αυτή την «καταραμένη» αίγλη που έχουν ποιητές όπως ο Καρυωτάκης ή ο Καββαδίας.
Το απροσδόκητο ποιό είναι; Όχι τόσο (ή μόνο) η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα συγκέντρωση σε ένα δίσκο αστέρων του indie underground (βγάζω σπυριά με τον όρο, αλλά τι να κάνω πρέπει κάπως να συννενοηθούμε!!), όσο η κεντρική ιδέα του εγχειρήματος: η μεταγραφή δηλαδή του έργου από τα ελληνικά στα αγγλικά, και μάλιστα με μετάφραση πιστή στο πρωτότυπο και όχι ελεύθερη προσαρμογή.
Δύσκολο έργο... Πολύ δύσκολο... Και μάλιστα για δύο γλώσσες που διαφέρουν πάρα πολύ, τόσο στην εκφορά όσο και στην φύση εν γένει. Παρολ' αυτά το εγχείρημα επιτυγχάνει! Σ' αυτήν την επιτυχία αναμφίβολα συμβάλει τόσο το τάλαντο των ερμηνευτών που έκατσαν και έψαξαν νέους φωνητικούς δρόμους χωρίς να ακολουθήσουν την εύκολη λύση του spoken word, αλλά και η ίδια μουσική. Μια μουσική ρέουσα, ελεύθερη, ατμοσφαιρική, όχι αυστηρή, μια μουσική που αφήνει την δυνατότητα ελεύθερων αναγνώσεων.
Πολλοί παραπόταμοι συνθέτουν το ποτάμι της μουσικής των Sigmatropic. Άλλα ποταμάκια πηγάζουν απ' τις παρυφές της σύγχρονης electronica και άλλα από τις βουνοκορφές του αποκαλούμενου post-rock και της κλασικής παραδοσιακής pop. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα μουσικό υβρίδιο που οι ίδιοι αποκάλεσαν «rocktronica».
Αξίζει να αναφέρουμε σε πλήρη σύνθεση την ομάδα που συμμετέχει στο έργο: Cat Power, Mark Eitzel, Alejandro Escovedo, Edith Frost, Howe Gelb, Alex Gordon (Lincoln), John Grant (Czars), James William Hindle, Simon Joyner, Pinkie Maclure, Mark Mulcahy, Lee Ranaldo (Sonic Youth), Martine Roberts (Broken Dog), Laetitia Sadier (ξέρετε τώρα...), James Sclavunos (Bad Seeds), Carla Torgerson (Walkabouts), Robert Wyatt, Steve Wynn... Ουφφφ, τέλος!
Τα πραγματολογικά στοιχεία (τι είναι χαϊκού κλπ κλπ) τα έχει ήδη αναφέρει το «boss» στην κριτική του ελληνόφωνου δίσκου οπότε δεν θα τα επαναλάβω εδώ, γιατί μπορεί η επανάληψη να είναι μητέρα της μαθήσεως αλλά είναι συγχρόνως και αδερφή της ανίας!! Να ομολογήσω ότι έναν παρόμοιο φόβο είχα και πριν ακούσω τον υπό εξέταση δίσκο, κυρίως από την άποψη: «πάλι τα ίδια;»
Ο φόβος αυτός «διασκεδάστηκε» με το πρώτο άκουσμα της φωνής του Robert Wyatt (ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη συμμετοχής!) που εγκαινιάζει τον δίσκο και ξεπεράστηκε εντελώς με την εμφάνιση της θεάς (προσκυνώ!) Laetitia («Haiku 1») η οποία δίνει μια νέα ζωή στο κομμάτι, σε σημείο που δεν θα ξένιζε η παρουσία του σε κάποιον από τους (τελευταίους κυρίως) δίσκους των Stereolab!
Τα τραγούδια έχουν τεντωθεί λίγο χρονικά σε σχέση με τον ελληνόφωνο δίσκο αλλά παρόλ' αυτά παραμένουν μικρής διάρκειας (τα περισσότερα κάτω των τριών λεπτών) ταιριαστά ωστόσο με τον φυσικό μινιμαλισμό που επιβάλουν τα ίδια τα χαϊκού. Δεν υπάρχει το catchy κομμάτι όπως ήταν π.χ. το «Ordinary Life» στο «Random walk», αλλά αντ' αυτού πολλά μικρά λεπτοδουλεμένα ως την λεπτομέρεια διαμαντάκια. Η pop φλέβα (γονίδια είναι αυτά!) είναι εμφανής και σφύζουσα από δημιουργικό αίμα (Haiku 13, 14, Dead Sea) ενώ τα αφαιρετικά lo-fi ηλεκτρονικά loops (Haiku 2, 4, 9) είναι γοητευτικά ακόμη και μέσα στην γύμνια τους!
Η Carla Torgerson (η οποία έχει βάλει κάτι παραπάνω από ένα χέρι στον δίσκο!) πετυχαίνει ένα άψογο πάντρεμα μουσικής και φωνητικών στα «ενηλικιωμένα» μουσικώς «Haiku 6» και «Haiku 7» (στο οποίο κάνει θαύματα η ηλεκτρική κιθάρα του συνήθους... συνεργάτη Α.Λιβιεράτου) ενώ η μελαγχολική φωνή της Chan Marshall (η γνωστή μας Cat Power) χρωματίζει το «Haiku 10». Αξιόλογες και ευφάνταστες είναι οι προσπάθειες να δώσουν άλλη διάσταση στα κομμάτια της Edith Frost («Haiku 8»), του Alejandro Escovedo («Haiku 4») και του Lee Ranaldo («Haiku 13»).
Τα φιλέτα του δίσκου όμως «τσίμπησαν» η εκπληκτική Σκωτσέζα Pinkie MacLure και ο Howe Gelb ο οποίος δίνει κάτι από τον άνυδρο ξερό ήχο των Giant Sand στο «This human body» (και σας ορκίζομαι ότι είναι τόσο εμφανές που το καταλάβα πριν δω τα... ψιλά γράμματα!), ενώ η Pinkie απογειώνει το «Water warm».
Μια-δυο αδύνατες στιγμές (Χαϊκού 15 & 16) περνούν απαρατήρητες μέσα στο καλοδουλεμένο σύνολο. Δεν θα κρύψω και την απογοήτευσή μου όμως από την συμμετοχή του Μark Eitzel -ενός από τους κορυφαίους Αμερικανούς songwriters- που κάνει εδώ ένα μάλλον άνευρο πέρασμα σε ένα απο τα ομορφότερα χαϊκού («Χαϊκού 9»).
To «value for the money» του δίσκου αυξάνει η παρουσία και ενός extra CD με δύο remix και κάποιες ακόμη διαφορετικές εκτελέσεις χαϊκού καθώς και ένα ελαφρώς χαβαλετζίδικο καλοκαιρινό κλιπάκι του «Haiku 5».
Και όταν ήρθε η ώρα για την τραγούδι προς τραγούδι κατ' αντιπαράσταση εξέταση των δύο δίσκων, ο αγγλόφωνος επικράτησε στην άποψη μου κατά κράτος! Είναι ίσως στο κάρμα του Μπογιατζή να του ταιριάζει πιο πολύ το αγγλόφωνο (Cpt Νέφος και Libido Blume... αχ, και οι αναμνήσεις ξυπνάνε!!)
Είναι εμφανές ότι ο δίσκος έχει και διεθνείς φιλοδοξίες, σίγουρα όχι για... Champions League, αλλά τουλάχιστον για μια αξιοπρεπή πορεία στο UEFA! To εύχομαι αν και είναι πραγματικά πολύ δύσκολο αν σκεφτούμε ότι τα ονόματα από την ελληνική σκηνή που είχαν κάποια απήχηση στο εξωτερικό είναι μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού (και μάλιστα όχι αρτιμελούς!). Το ατού του δίσκου, ο δούρρειος ίππος ίσως να είναι οι καλοί ξένοι παίκτες. Ο καιρός μόνο θα δείξει...
Αλλά αλήθεια, πως να βγούν οι Έλληνες Sigur Ros, Deus, 22 Pisterpriko, Mum (για να μείνουμε σε «κοινοτικές» μπάντες χωρών «ανάλογων» της δικής μας) χωρίς υποστήριξη από μια ντόπια σκηνή (όπου η σκηνή περιλαμβάνει όχι μόνο τους μουσικούς, αλλά και τους ακροατές και τους δημοσιογράφους και τους εταιρειάρχες), όταν τα πιτσιρίκια, οι εν δυνάμει νέοι μουσικοί σκαλίζουν την κιθάρα τους για να μάθουν το «Να μ' αγαπάς», όταν λίγο ηλεκτρονικό «μπλιμπλίκι» θεωρείται ακόμη απίστευτα πρωτοποριακό άκουσμα, και όλ' αυτά σε μια χώρα όπου ο Παπακωνσταντίνου (ο Β. όχι ο Θ.!) θεωρείται ροκ (τα 'πα και ξεχαρμάνιασα)!!!
Οι Sigmatropic αποτελούν μια από τις διαφορετικές φωνές μέσα στην αφόρητη ανία και στα ευτροφικά φαινόμενα της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής. Μιας σκηνής που είτε αλλοιθωρίζει (μέχρις σημείου απόλυτου γκαβισμού) προς το μαζικοποιημένο «έντεχνο» είτε μυρηκάζει ακούσματα πρωτοποριακά μεν αλλά για το... 1980, όχι για το 2003! Οι λίγες λοιπόν «παράφωνες» φωνές αξίζουν στήριξης και προσοχής...