Εδώ που 'ρθε η κατάσταση, από μόνη της (για να μην παρεξηγηθώ), με το ένα όνομα να έρχεται πίσω απ' το άλλο από το νησί του βορρά, που κάνει ένα απίστευτο σερί για τα πληθυσμιακά κυβικά του, σας προτρέπω κι εγώ να δείτε με την πρώτη ευκαιρία το "Screaming Masterpiece", την προπέρσινη ταινία του Ari Alexander Ergis Magnusson για τα χιλιάχρονα της εν λόγω υπόθεσης. Θα καταλάβετε κατά το ήμισυ ακριβώς πώς κι από τι προέκυψε το περίφημο ισλανδικό, μουσικό θαύμα. Το υπόλοιπο θα παραμείνει μυστικό, καθότι και το ίδιο το ντοκιμαντέρ ισλανδικό προϊόν είναι κι ως τέτοιο ενέχει την αναμενόμενη σε παρόμοιες περιπτώσεις δόση υποκειμενικότητας στην οπτική και το δόσιμο των πραγμάτων.
Όταν οι Sigur Ros, οι σπουδαιότεροι ψαραδοπαίδες -αρσενικοί, διότι η πρώτη θέση στη δημοφιλία ανήκει στο άλλο φύλλο και στην Bjork- έφταναν μετά κόπων στο οξυγονούχο "Agaetis Byrjun" το 1999, οι περισσότεροι αναλυτές των δύσκολων συσχετισμών μιλούσαν για κάτι που είχε πατέρα τους Radiohead και μητέρα τους Godspeed You Black Emperor! Ή αντίστροφα. Δύο χρόνια μόλις μετά, όταν η διπλή παρένθεση πήρε την αναπαυτική της θέση στους επιδραστικότερους δίσκους των zeros που δεν ήταν zeros, οι όροι είχαν ήδη αντιστραφεί αμετάκλητα κι έκτοτε όλο και συχνότερα διαβάζαμε την αναφορά "αλά Sigur Ros" σε κείμενα για άλλους. Αυτό που κάνουν οι Sigur Ros, τους βγαίνει μ' ένα μοναδικό, προσωπικό τρόπο. Κανείς άλλος δεν το κάνει σαν κι αυτούς, όπως δεν το κάνει και με τους The Notwist, τους Hood και λίγους ακόμη. Κι αυτό κύριοι εκτός από το ότι δεν είναι κάτι απλό, είναι και πολύ δύσκολο. Και ούτε μειώνεται σε μεγέθη επειδή ακολούθησε το αιτιολογημένα αμφισβητούμενο "Takk..." το 2005. Οι ισλανδοί έχουν καταφέρει το πρωτόγνωρο: να ζουν στη μικρή τους χώρα κι από εκεί να εφορμούν για επιτυχημένα κονσέρτα σε ολόκληρο το γνωστό κόσμο. Όπως άλλοτε οι εξερευνητές.
Παρόλα αυτά, υπό πολλές πλευρικές ματιές η φετινή κυκλοφορία του "Hvarf/ Heim" δεν ήταν απαραίτητη. Για να δούμε, λοιπόν, αν ήταν από πάνω και περιττή. Σε αυτό εστιάζω τον επικίνδυνο ύφαλο για ένα διπλό άλμπουμ με διάρκεια μονού και ανομοιογενές περιεχόμενο νέων τραγουδιών από τη μία και παλιότερων σε ακουστικές εκτελέσεις από την άλλη. Ουσιαστικά δύο αυτόνομα eps δηλαδή σε ένα κοινό σετ.
Cd πρώτο, τα πέντε νέα τραγούδια που φροντίζει να μας βάλει κατευθείαν στο μάτι το sticker. Μούφα. Τα δύο υπήρχαν στο "Von". Η ευκαιρία, όμως, να ξαναβγεί ο καλός Sigur Ros μουσικόκοσμος στην επικαιρότητα επετεύχθη. Άψογη ατμόσφαιρα, καθαρός ήχος που κινείται και διογκώνεται ελισσόμενος, ένα τουλάχιστον συγκλονιστικό κομμάτι, από τα καλύτερα του γκρουπ συνολικά, από αυτά που προσθέτουν μια πινελιά στο απόθεμα της συνθετικής τους φαντασίας που έδειξε κάμψη με το προηγούμενο κανονικό τους άλμπουμ. "I Gaer" ο τίτλος του, το έγραψαν το 2000, παλιότερα το έπαιζαν αραιά ζωντανά και πιο επισταμένως από πέρυσι. Μου αρέσει, έχει ουσία, μου συμπληρώνει χρώματα, εικόνες, επεισόδια, χαρακτήρες. Το κρατώ και το βάζω απ' την αρχή κι ας βγάζει στον καθρέπτη όλο τους Pink Floyd...
Cd δεύτερο, τα έξι παλιότερα τραγούδια τους, σε νέες ακουστικές εκτελέσεις ηχογραφημένες ζωντανά στην ισλανδική τους τουρ του 2006. Ελκυστικό ως ιδέα για πρότζεκτ, βλέπω εντούτοις στα μάτια σας την απορία: η μουσική των Sigur Ros καθότι τα έχει από μόνη της τα ήσυχα μέρη, τις διακοπές κ.λπ., όταν παιχτεί από πάνω κι ακουστικά δεν παίρνει εκείνο το ένα γραμμάριο που την κάνει να χάνει την ισορροπία της και να κυλήσει στην υπερβολή; Επαληθεύεστε ίσαμε με δύο φορές, τα "Agaetis Byrjun" και "Heysatan" βγάζουν συσσωρευμένα όλα τα αρνητικά της ενίοτε υπερφίαλης πλευράς του συγκροτήματος, γιατί την έχουν κι αυτήν και καλό είναι να μην το ξεχνάμε και να την υπενθυμίζουμε δοθείσης της ευκαιρίας. Από την άλλη, το "Staralfur" ακούγεται εξαιρετικό γιατί πρωτίστως είναι έτσι ως τραγούδι και εδώ δεν αποδυναμώνεται.
Καταλήξατε πουθενά; Να σας βοηθήσω κι άλλο λίγο: για τους φίλους του συγκροτήματος δεν τίθεται καν θέμα, το "Hvarf/ Heim" έχει ψωμί, κατά βάση συμπληρώνει ό,τι ξέρανε και ξέραμε για τους ισλανδούς μέχρι την 06/11/2007 που κυκλοφόρησε. Για τους υπόλοιπους, το βασικό κριτήριο επιλογής είναι η δέσμευσή τους πάνω στην αξιόλογη μουσική κι η χαμηλή τους όχληση από τους λίγους παρακείμενους πλεονασμούς. Δεν είναι ό,τι ισχύει κατά κόρον δηλαδή για το μέσο όρο των όσων βλέπουμε να γεμίζουν καθημερινά τα ράφια των δισκοπωλείων, είναι αρκετά πιο πάνω.
Φαν από τη μια, μέσος ακροατής από την άλλη, υπάρχουν κι οι καταλυτικές στιγμές που σε σαγηνεύουν... Για ακόμα μια φορά βλέπω εμπορικά να τους βγαίνει...