My Life on the Silicone Prairie
Στα απέραντα λιβάδια των κεντροδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ δεν συναντάμε μόνο country "γελαδάρηδες" κατά το στερεότυπο. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν κάποια πολύ χρήσιμα πράγματα, που τα έλεγαν μουσικές ετικέτες. Αν, λοιπόν, ήθελες να περιγράψεις το ύφος ενός δίσκου, χρησιμοποιούσες μία από αυτές και όποιος δεν είχε κάτι υπόψη του, μπορούσε να τον οριοθετήσει σχεδόν με απόλυτη ακρίβεια. Μια φορά κι έναν καιρό, όμως. Γιατί τώρα πια, μόνο έτσι δεν έχει η κατάσταση.
Πάρτε για παράδειγμα το punk. Παρά το ότι πολλές πόλεις ερίζουν κατά το πρότυπο του Ομήρου σχετικά με το πού πραγματικά γεννήθηκε, αν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έλεγες πως ένα συγκρότημα παίζει punk, τότε θα μπορούσες να συνεννοηθείς. Βέβαια, ακόμα και τότε, υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα, αφού δεν είχε απόλυτα ξεκαθαρίσει ποιο ήταν πιο αυθεντικό punk: των Stooges, των New York Dolls, των Sex Pistols ή των Wipers;
Αυτό το μπέρδεμα που άρχισε έτσι, διογκώθηκε τα επόμενα χρόνια, με αποκορύφωμα τις μέρες μας, που μπροστά στον κίνδυνο να μη γίνουμε κατανοητοί, βάζουμε μπροστά στο punk διάφορα συνοδευτικά όπως το art ή το avant-garde. Κι αυτό μάλλον είναι αναμενόμενο, αφού έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας μετά την εμφάνισή του. Μια τέτοια περίπτωση είναι και του Silicone Prairie. Που δε χωρά στο παλιό punk, κι όμως είναι, ούτε μπορείς να την πεις art ή avant-garde punk, γιατί είναι πολύ (όμορφα) «ακατέργαστη» γι’ αυτά.
Ντεμπούτο λοιπόν για τον Silicone Prairie, που καθόλου παραδόξως, δε θέλει να προβιβαστεί σε Silicon Valley, αν και προέρχεται από την αποκαλούμενη καρδιά του, το Κάνσας. Δεν είναι με τίποτα της σχολής αυτής, γι’ αυτό άλλωστε έχει ένα έξτρα “e” στο τέλος. Πίσω από το όνομα Silicone Prairie κρύβεται ο πολυσχιδής Ian Teeple, που άδραξε την ευκαιρία της καραντίνας και μάζεψε δεκατρία τραγούδια του για να ντεμπουτάρει σόλο. Βέβαια, θα μπορούσε να τα είχε φέρει σε κάποια από τα σχήματα που συμμετέχει, τους Warm Bodies, τους Fog ή τους Natural Man Band, αλλά ευτυχώς δεν το έκανε, μη αποφεύγοντας μεν κάποια κοινά στοιχεία με αυτούς, αλλά δίνοντας μια νοσταλγική DIY αισθητική, που συναντούσες κυρίως στα τέλη των 80s.
Κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αφού ο ίδιος έπαιξε όλη τη μουσική και την ηχογράφησε σχεδόν αποκλειστικά στο τετρακάναλο του σπιτιού του. Η δε ρομαντική φράση “recorded in isolation”, λόγω των συνθηκών που επικρατούν τελευταία, εδώ δε χρησιμοποιείται μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Πρώτη φορά, λοιπόν, χωρίς μπάντα, χωρίς ζωντανές εμφανίσεις, ίσως και χωρίς αγωνία. Δηλαδή, με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία. Δείτε το βίντεο του “America”, που υποτίθεται ότι αποτελεί φόρο τιμής στην ταινία τρόμου Santa Sangre, και θα καταλάβετε τι εννοώ.
Πώς είναι, λοιπόν, η μουσική Ζωή του στο Silicone Prairie; Ο ίδιος την έχει περιγράψει ως «ενισχυμένο, με διακυμάνσεις, περίκλειστο κεντροδυτικό punk ήχο». Κάποιος άλλος θα μπορούσε να την πει και ως four-track punk, με lo-fi τάσεις και avant-garde παλιομοδίτικη psychedelia. Μην τα παίρνετε όμως όλα αυτά τοις μετρητοίς. Καταρχάς, υπάρχουν μερικές ρυθμικές στιγμές, εντελώς όμως πρόθυμες να μπουν στο μπλέντερ για να μην τις αναγνωρίσεις. Για παράδειγμα, αφενός στο “PD2TB” οι Bauhaus συναντούν τους Our Daughter’s Wedding και φτιάχνουν το punk που ακούσαμε στους πρώτους δίσκους των Devo και αφετέρου στο “Dance to the Beat” που οι B-52’s με ολίγη από Talking Heads φλερτάρουν με το post-punk. Μαζί τους στέκεται και το σχετικά πρώιμο ηλεκτρονικό “Song for Patrick Cowley”, ως φόρος τιμής στον παραγωγό του disco classic “You Make Me Feel (Mighty Real)” του Sylvester και διάφορων gay porn soundtracks, που προέκυψε από πειραματισμούς πάνω στο Behringer synthesizer της φιλενάδας του. Κι αυτό δεν ήταν και τόσο αναπάντεχο, αφού για κάμποσο καιρό ο Teeple άκουγε συστηματικά Can, Neu και Patrick Cowley.
Μια άλλη επιρροή φαίνεται πως είναι των Violent Femmes, τόσο αυτούσια (“America”), όσο και εμπλουτισμένη με alt country και το πολύχρωμο πανηγύρι των Colorblind James Experience (“Lay in the Flowers”). Παραπλανητικός ακούγεται ο τίτλος του “Song for the Eagles to Sing”, εκτός κι αν δε γνωρίζαμε πως είχαν ως ινδάλματα τους Joy Division και τους The Chills. Στο synth-punk garage-rock “Open Module” οι Television του “Marquee Moon” συνυπάρχουν με τους Magazine, την αύρα των οποίων νιώθει κανείς και στο “Goodbye”, πλάι σε εκείνες των The Fall και των Suicide. Στο ομώνυμο τραγούδι διακρίνουμε αναφορές στους Go-Betweens και τους Pere Ubu, ενώ κάποιες φορές τα indie 90s δεν περνούν απαρατήρητα, είτε μέσω των Heart Throbs (“Come Away”), είτε των Television Personalities και των The Jazz Butcher (“Picnic at Hanging Rock”).
Είδατε πώς έγινε το punk στις μέρες μας;