Μας έχει μείνει περισσότερο ως ψευδαίσθηση, παρά ως αποτύπωση μιας κάποιας πραγματικότητας, η εμμονή ότι και καλά στην Ελλάδα έχουμε πρόβλημα με την pop, ότι δεν βγαίνει καθαρή pop που να μην ντρέπεται για τον εαυτό της, ότι σώνει και καλά είμαστε ακόμη κολλημένοι με το rock και άλλα τέτοια (έχω παρασυρθεί κι εγώ σε τέτοιες υπερβολές, πρέπει να ομολογήσω). Ανοησίες... μόνο η δισκογραφική παραγωγή της τελευταίας τριετίας φτάνει για να αποδείξει το ακριβώς αντίθετο. Ό,τι ξεχωρίζει πλέον από την εγχώρια παραγωγή σπάνια προέρχεται από αυτό που κάποτε γενικώς αορίστως ονομάζαμε ελληνικό ροκ. Άσε που πλέον υπάρχει και μια τάση υποτίμησης του όρου. "Το ελληνικό ροκ που αγάπησες να απεχθάνεσαι..." διαβάσαμε κάπου σε μία έκρηξη ασχετοσύνης και φθηνού εντυπωσιασμού και μας ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
Τέλος πάντων. Με όλα αυτά ήθελα να αντιπαρέλθω ολάκερο τον εκ των αποδυτηρίων ενθουσιασμό για το άλμπουμ του Sillyboy, ο οποίος βλέπω να αντιμετωπίζεται εδώ κι εκεί ως ο σωτήρας της εν Ελλάδι έλλειψης πραγματικής pop, ως αστειότητες και να μπω στην ουσία. Μερικοί πριν γράψουν και μιλήσουν ας δουν λίγο τα πράγματα διαχρονικά και συνολικά και θα διαπιστώσουν ότι το rock στην Ελλάδα μας έχει "ταλαιπωρήσει" πολύ λιγότερο από όσο σπεύδουν να του χρεώσουν, χωρίς να υπάρχει και λόγος για κάτι τέτοιο δηλαδή...
Κυκλοφορία βινυλίου, σε 500 πρώτα αντίτυπα (τα οποία στις δισκογραφικές εποχές που διάγουμε, δεν ξέρω πλέον αν πρέπει να θεωρούνται περιορισμένης, ή απλά μετρημένα αισιόδοξης, κοπής) από την Just Gazing Records, που απαριθμεί το 001 του καταλόγου της και της ευχόμαστε μακροημέρευση και ό,τι άλλο επιθυμεί (εμείς επιθυμούμε βινυλιακές κυκλοφορίες, σίγουρα). Ήρθε λίγο μετά την εμφάνιση του Sillyboy στο Reworks Festival της Θεσσαλονίκης, που παρότι η πρώτη του ever, απ' ότι διαβάζω προκάλεσε και όχι απλά τράβηξε το ενδιαφέρον πάνω του. Μουσικά συντονίζεται με πλήθος ρεβιζιονιστών της pop ιστορίας όπως αυτή μετά το πέρασμα του David Bowie (και των παραγωγών του) από πάνω της, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο rock και τη disco, χωρίς απαραίτητα να υποχρεούται να διαλέξει κάτι από τα δύο. Κι αν κάθε ρεβιζιονιστής αναθεωρεί ελάχιστο τμήμα της παράδοσης που του παραδίδεται, ο Sillyboy επικεντρώνει στο να αποδείξει ότι η επιμειξία ροκ και ντίσκο δεν είναι απαραίτητα μία ξεσηκωμένη υπόθεση, αλλά δύναται να λάβει χώρα και με ήπια μέσα. Σωστό, συντάσσομαι.
Η αλήθεια είναι πως αν μιλούσαμε για μία κυκλοφορία που με δόσεις από hype της υπερβολής θα προσπαθούσε να μας πλασαριστεί ως το επόμενο next hip thing θα την προσπερνούσαμε ίσως αφελώς ως poor man's Hot Chip. Η συμπάθεια όμως που εύλογα δημιουργεί η underground και DIY προσπάθεια (στα μέσα αναφέρομαι, όχι στην ιδεολογία) με θεμιτό τρόπο μετατοπίζει την άποψη μας στο επίπεδο των κάπως περισσότερο υποψιασμένων Cut Copy. Όπου η υποψία κολλάει στο ότι από τον Sillyboy έχουμε απευθείας μία αρκετά ολοκληρωμένη σε όραμα και αποτέλεσμα δουλειά, ενώ με τους Cut Copy παιδευτήκαμε με πολλά προσχέδια μέχρις ότου δοθεί ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Η αισθητική και το λαμπρό πεδίον δόξης του μοντερνισμού (από τα 70s...) με το οποίο πλασάρεται η άποψη του Sillyboy για την pop δυστυχώς δεν ακολουθείται πάντοτε από ικανές συνθέσεις. Για κάθε Death Before Disco στο άλμπουμ υπάρχει και ένα μάλλον άνευρο All Night και στην τελική επιμέτρηση ευτυχώς το τελικό αποτέλεσμα είναι -με μια δόση καλής θέλησης- λίγο πιο πάνω από το πέντε προς πέντε. Ως ολοκλήρωμα της αισθητικής του Sillyboy, το Time Is All Mine, που κλείνει την πρώτη πλευρά του δίσκου, ανακεφαλαιώνει απολύτως ικανοποιητικά το από που έρχεται και τι αντιπροσωπεύει η έξυπνα δομημένη φιγούρα του Sillyboy.
Μεγάλο ατού του δίσκου οι αφαιρετικές ενορχηστρώσεις, σε όλα σχεδόν τα τραγούδια. Μία παγιωμένα sexy και παραφορτωμένη ενορχήστρωση, ειδικά στα ενδιάμεσα "φανκάτα" μέρη του ΝΥC, θα μπορούσε να απογειώσει πρόσκαιρα, αλλά να καταστήσει μάλλον εφήμερη, την καλύτερη -από άποψη συνθετικής ολοκλήρωσης πλέον- στιγμή του δίσκου, αλλά ευτυχώς αποφεύγεται η παγίδα. Δια τούτο καταλήγω και πάλι στο συμπέρασμα ότι η pop του Sillyboy είναι καλά δεμένη στο άρμα της indie αισθητικής και καλά κάνει μάλιστα, παρότι αυτό πλέον θεωρείται αμάρτημα και δήθεν έλλειψη σεξουαλικότητας και διάθεσης για κέφι, χορό, τραγούδι (άλλη κλισέ σαχλαμάρα αυτή). Κάθε τι mainstream δεν είναι απαραίτητα απενεχοποιημένο, αλλά συνήθως γεμάτο ενοχικά σύνδρομα, που πάντοτε ακολουθούν την εμπορικότητα, ακόμη και αν τυχόν αυτή δεν έλθει τελικά. Και στη μουσική του Sillyboy κανένα τέτοιο σύνδρομο δεν διακρίνω.