Pragma
Ένας φρέσκος δίσκος έξυπνης ποπ αναζητά κοινό αντίστοιχων προσόντων. Όχι πάντοτε εύκολο... Tου Μάνου Μπούρα
Μπορώ να φανταστώ ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους δεν αρέσει σε κάποιους αυτός ο δίσκος – όχι ασφαλώς και να τους συμμεριστώ. Μπορώ επίσης να σας πω τουλάχιστον άλλους τόσους που να προσπαθούν να αποδείξουν γιατί αυτό το άλμπουμ από την πρωτοεμφανιζόμενη Sissi Rada είναι μια από τις πιο φιλόδοξες προσπάθειες που ευτυχίσαμε να δούμε στον ντόπιο μουσικό χάρτη. Και χρειάζεται πραγματικά κότσια για να συνθέσεις και να συναρμολογήσεις ένα μουσικό έργο όπως εκείνο που μας παρουσιάζει η Αναστασία Σίσσυ Μακροπούλου με τον συνεργάτη της Max Trieder εδώ.
Ας δούμε λίγο το παρελθόν της καλλιτέχνιδας για να κατανοήσουμε πώς φτάσαμε στον εν λόγω δίσκο, σ’ αυτό το «Πράγμα» τέλος πάντων. Ας μην ξεκινήσουμε από τον τίτλο του δίσκου, που δεν είναι ότι πιο εμπνευσμένο συναντήσαμε ποτέ (αν και κάτι τέτοιο θα μπορούσε πιθανώς να αμφισβητηθεί λόγω της συνωνυμίας με τους σούπερ ταλαντούχους Σουηδονορβηγούς The Thing που μπορούν να σαρώσουν τα πάντα στο πέρασμά τους, κινούμενοι στα ευρύτερα όρια μιας δυναμικά ανανεωτικής jazz φόρμας, μα και να γράψουν ένα άλμπουμ μαζί με τη Neneh Cherry όταν αποφασίσουν να το ανοίξουν ελαφρώς το πράγμα - να’το πάλι! - και να προσεγγίσουν, έστω κι από τα αριστερά, την ποπ κουλτούρα). Ας πάμε κατ’ ευθείαν στις κλασικές της σπουδές, που την έφεραν στο Βερολίνο και στη μελέτη της άρπας. Η χρήση του συγκεκριμένου οργάνου στην ηχογράφηση, ανάμεσα σε πλείστα άλλα ασφαλώς, τη φέρνει αναπόφευκτα κοντά σ’ εκείνο που κάνει η Joanna Newsom, χωρίς βέβαια να την καθορίζει.
Η γνώση λοιπόν του κλασικού ρεπερτορίου δίνει μια αμυδρή εσάνς στο έργο, η οποία τονίζεται από την παρουσία εγχόρδων σε ορισμένα κομμάτια (Little White Boat), μα κι αυτή δεν κάνει παρά ένα πέρασμα από το ολικό ηχογράφημα, δίνοντας χρώμα μόνο κι όχι καθοριστικό στίγμα. Η παρουσία της στο Βερολίνο την έφερε κοντά στην κολλεκτίβα των Φυτίνη, για την οποία έχει γράψει διεξοδικά ο Αντώνης Ξαγάς εδώ. Υπό τη στέγη αυτής κυκλοφόρησε τα πρώτα της τραγούδια, σ’ ένα μοιρασμένο στα δύο άλμπουμ μαζί με τους Φυτά. Η δική της πλευρά είχε τον τίτλο Personæ, κι εκεί ήταν που ακούστηκε πρώτα ένα από τα καλύτερα κομμάτια αυτού του παρθενικού της δίσκου, το Judy Garland, με την ονειρική του διάσταση και τους φωνητικούς λαρυγγισμούς που παραπέμπουν (εμένα τουλάχιστον) στην Elizabeth Frazer.
Από εκεί και πέρα, πολλά κι ενδιαφέροντα κι άκρως εντυπωσιακά συμβαίνουν στο άλμπουμ, το οποίο κινείται με αυτοπεποίθηση ανάμεσα σε είδη και μουσικές εικόνες, ψάχνοντας να βρει ένα ακροατήριο που να είναι σε θέση να εκτιμήσει τις αρετές του, να βγάλει το καπέλο του στο εύρος και τη διαύγεια των επιρροών του και να του δώσει εκείνο που αληθινά του αξίζει, κάποια είδους αναγνώριση σε ένα επίπεδο εμπορικό. Το της καλλιτεχνικής αφήστε το στην κρίση του καθενός. Εκεί ακριβώς εντοπίζω εγώ το πρόβλημα του δίσκου, αν είναι δόκιμο να το χαρακτηρίσει κανείς έτσι. Οφείλουμε να αναζητήσουμε σε ποιους απευθύνεται ο δίσκος, ποιοι είναι εκείνοι που θα τον ακούσουν τελικά, και ποιοι απ’ όλους αυτούς θα είναι σε θέση να τον εκτιμήσουν. Σκούρα τα πράγματα: η περίπτωση Monika έρχεται αμέσως στο μυαλό μου, και με την περίπτωση τη δική της μπορεί κανείς να τραβήξει κάποιες παράλληλες γραμμές, οι οποίες αψηφώντας τους κανόνες της γεωμετρίας δύνανται να συναντηθούν κάποτε. Με ποιο τρόπο; Με το να γράψει η Sissi Rada κάποια στιγμή ένα τραγούδι που θα γίνει μεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία – κι αυτός ο δίσκος δεν είμαι σίγουρος ότι το περιέχει – κι οπωσδήποτε όχι σε ραδιοφωνικό σταθμό ροκ περιεχομένου, αλλά ελληνικού ρεπερτορίου. Όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση. Πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο όμως να γίνει; Όχι πολύ, ειδικά απ’ τη στιγμή που το υλικό αυτού του δίσκου προδίδει διαφορετικές προθέσεις απ΄ τη μεριά της δημιουργού του. Δε συζητώ να γίνει κάποια κίνηση από την μεριά του «ανεξάρτητου» ακροατηρίου, του ίδιου που έχουμε συνηθίσει να φέρνουμε στο μυαλό μας όταν αναφέρεται το όνομα της ετικέτας η οποία έχει αναλάβει να τυπώσει το παρόν πόνημα.
Από το Pragma απουσιάζουν σχεδόν οι κιθάρες, και η συνολική αίσθηση είναι μιας έξυπνα δομημένης έντεχνης ποπ που της αρέσει να παιχνιδίζει με τους κανόνες, να τους ακολουθεί κάποτε μα και να τους βγάζει τη γλώσσα της ενίοτε. Ως ποπ, διαθέτει άπλετο φως ώστε να μην μένουν κρυφές οι διάφορες και διαφορετικές πτυχές της μουσικής της, που κυμαίνονται από φόρους τιμής στην Bjork (Your Laptop) ή την Tori Amos (Macaroni And Tears) έως ωδές στην Τέχνη που εντύπωσε στο υποσυνείδητό μας κάποια όπως η Joanna Newsom (Sousourada). Ταυτόχρονα, δε λείπουν και οι πιο σκοτεινές στιγμές της, όπως στα Seirinas και Batman, που το φάντασμα της Λένας Πλάτωνος πλανάται περήφανα επάνω του, συμπληρωματικά μάλιστα μιας που οι στίχοι είναι ελληνικοί, αφήνοντας ελαφρά την πλειοψηφία του αγγλόφωνου υλικού να πάρει ανάσες.
Συνολικά, πρόκειται για μία φρέσκια πρόταση στο σύγχρονο εγχώριο μουσικό τοπίο, δύσκολη με την έννοια ότι απαιτεί ανοιχτό μυαλό να την προσεγγίσεις και σίγουρα να αφήσεις τις όποιες προκαταλήψεις σου για τα ηχοτοπία που περιδιαβαίνουν παράμερα. Πιστεύω ότι έτσι θα σε ανταμείψει για τον κόπο σου. Κι ως τέτοια, ευελπιστώ να αγγίξει όσο περισσότερα αυτιά είναι αυτό εφικτό, αδιάφορα από το αν είναι αυτή η θέληση της ίδιας της Sissi Rada – αν και πιστεύω τελικά ότι θα έπρεπε να είναι.