Προσβολή Δημοσίας Αιδούς/Detroit/I Knew You Before We Met
Τρεις οι δίσκοι, μία η εταιρία. Αναζητείται o κοινός παρονομαστής... Του Άρη Καραμπεάζη
Από τα οχτώ συνολικά άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει (μέχρι τώρα) μέσα στο 2025 από την Inner Ear, τα τρία που περιλαμβάνονται σε αυτή την κοινή παρουσίαση, παρότι δεν προέρχονται από τα ονόματα εμπροσθοφυλακής της εταιρείας, εν τούτοις συνοψίζουν όσα θα έπρεπε και δεν θα έπρεπε να πράξει και να αποφύγει, προκειμένου όχι τυχόν να προκαλέσει εκ νέου το υποκειμενικό μας ενδιαφέρον στα προσεχή χρόνια και κυκλοφορίες της, αλλά κατ’ ελάχιστον να επανακτήσει το πάλαι ποτέ νο.1 ζητούμενο μιας γνήσια ανεξάρτητης δισκογραφικής, ως παραμένει άλλωστε.
Δηλαδή το να θέτει με αυστηρό τρόπο τα όρια του ήχου και της αισθητικής της, και εντός αυτών να εντάσσει τους καλλιτέχνες της, όχι ως επίκαιρα πυροτεχνήματα, και κυρίως όχι τσαλαβουτώντας σε ό,τι κινείται στην αορίστως αποκαλούμενη ‘ανεξάρτητη μουσική πιάτσα’, αλλά ως μία συγκροτημένη συνολικά πρόταση, που δημιουργεί σκηνή κυρίως δια των συγκρούσεων και των απορρίψεων, και όχι δια των άκριτων αποδοχών. Για να το πούμε απλά, αποφεύγοντας τον κάθε είδους αχταρμά.
Άλλωστε υπάρχουν πλέον και άλλα ομοειδή label στην ίδια ακριβώς πιάτσα που αυτό το τελευταίο το κάνουν πιο επιτυχημένα, όχι απαραίτητα στις ποιοτικές προδιαγραφές του, αλλά ενδεχόμενα στις ευκαιριακές και πανηγυρτζίδικες. Που ίσως και να είναι το ζητούμενο, αλλά κακά τα ψέματα, τα επιχειρηματικά δεδομένα για τα οποία μιλάμε εδώ είναι σχεδόν αστεία για να καταλήγουμε σε τέτοια απαξίωση τους (των προδιαγραφών). Ας πορευτούμε με την (όποια) ποιοτική καταγραφή το λοιπόν.
Αναμφίβολα ο πιο εντυπωσιακός, τουλάχιστον ως εγχείρημα και πρωτοτυπία, από τους τρεις δίσκους, είναι αυτός της ποιήτριας Σίσσυς Δουτσίου. Για τις λοιπές (μη αμελητέες) ιδιότητες και δραστηριότητες της οποίας μπορείτε ευχερώς να πληροφορηθείτε αλλού. Εδώ είμαστε για να μιλήσουμε για τον δίσκο, ο οποίος καθώς στην τελική αφορά μελοποιήσεις ποιημάτων της, θεωρώ ότι προκρίνοντας την ως ποιήτρια, ορθώς πράττουμε. Για τις μελοποιήσεις δεν ξέρω, ας το αφήσουμε για το τέλος.
Ο δίσκος λίγο πριν και λίγο μετά την κυκλοφορία του δημιούργησε ικανή αίσθηση, υπό την έννοια ότι γράφτηκαν αρκετά πράγματα, κάποια εκ των οποίων με τη συνήθη διθυραμβική αγωνία, δόθηκε ικανός χώρος στην Δουτσίου να μιλήσει για αυτόν και την ίδια, ενώ επιπλέον έγινε και μία παρουσίαση στο Ρομάντσο, η οποία επίσης προβλήθηκε επαρκώς, λόγω ίσως και της επιλογής του χώρου, η οποία πάντως στάθηκε καταλυτική στο να αποφασίσουμε τελικά να μην την παρακολουθήσαμε, παρότι την αναμέναμε με ενδιαφέρον.
Και καλώς έγιναν όλα αυτά, καθώς τόσο ο λόγος της Δουτσίου είναι ταυτόχρονα αιχμηρός και ευαίσθητος (όπως πρέπει να είναι η ποίηση, υποθέτω), όσο και οι συντελεστές που ανέλαβαν να τον μελοποιήσουν, σε οποιοδήποτε ειδικό μουσικό πλαίσιο το έκανε ο καθένας από αυτούς, κατέληξαν σε παραγωγές που μπορούν να χαρακτηριστούν από σοβαρές έως και επιτυχείς. Δεν είχαμε πασαλείμματα δηλαδή, όπως σε αρκετές περιπτώσεις που υποχρεωνόμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι με «καταιγίδα ηλεκτρονικών και μεταπάνκ ήχων να ντύνει μια ποίηση που δεν μασάει τα λόγια της» και άλλα τέτοια γραφικά.
Από την άλλη βέβαια είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι σε καμία από τις οχτώ συνολικά μουσικές παραγωγές του δίσκου δεν έχουμε κάποιο πραγματικά συνταρακτικό έως και πρωτόγνωρο αποτέλεσμα, όπως π.χ. είχαμε το δίχως άλλο στην περίπτωση των Regressverbot, τέτοιο δηλαδή που σε συνδυασμό με το κυρίως σώμα του λόγου, να ταρακουνήσει τον ακροατή και να συνδράμει με ουσιαστικό τρόπο στην μετάδοση και εν τέλει στην εμπέδωση του μηνύματος. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν αυτό έγινε συνειδητά για να διατηρηθεί στο προσκήνιο η δυναμική της ποίησης ή όχι, καθώς εδώ η ίδια η ποιήτρια συμμετέχει στο προϊόν της μελοποίησης, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.
Τα περί Σφέτσα και Γώγου επίσης καλύτερα να τα αφήσουμε στην άκρη, καθώς θεωρώ ότι όσοι τα αναφέρουν παραβλέπουν το σαφές ακαδημαϊκό ηχόχρωμα που στον εδώ δίσκο υπάρχει, όχι στη μουσική, αλλά αντίστροφα με εκείνη την περίπτωση στα ποιήματα και στην ίδια την Δουτσίου, συνεπώς μάλλον αναζητούν εύκολες συγκρίσεις και δεν ακούνε όσο προσεχτικά πρέπει. Αυτή η ακαδημαϊκότητα δεν ενοχλεί, ίσα ίσα, απλώς επισημαίνεται. Και τέλος ο Σφέτσας όπως και να το κάνουμε παιδεύτηκε κάπως περισσότερο από όσο οι περισσότεροι μελοποιητές – συνθέτες- παραγωγοί εδώ μέσα.
Κάπου εδώ, και καταλήγοντας για τον δίσκο της Δουτσίου, θα πρέπει να επισημανθεί ως παρατήρηση το ότι είτε στα διάφορα δελτία τύπου για τον δίσκο είτε σε οτιδήποτε άλλο γράφεται για αυτόν, επιμελώς αποφεύγεται η χρήση της φράσης ‘μελοποιημένη ποίηση’. Δεν κατανοούμε γιατί γίνεται αυτό, πέραν του προφανούς, δηλαδή του ότι η μελοποιημένη ποίηση έχει συνδεθεί στα καθ’ ημάς με το έντεχνο, την παράδοση του Σταυρού του Νότου κλπ, που πιθανόν στο εδώ αντισυμβατικό ηχητικό και μουσικό πλαίσιο δεν χωράει ούτε καν ως υποψία αναφοράς.
Και πάλι όμως όλο αυτό είναι λάθος. Το ότι ως στέρεα βάση και ως μέσο έκφρασης χρησιμοποιείται η τεχνική του spoken word δεν μεταβάλει δραματικά το ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ποιήματα που μελοποιούνται, και αφ’ ης στιγμής μελοποιούνται και με επιτυχημένο τρόπο, δεν είναι κακό να το λέμε.
Κατά τα λοιπά το ιδεολογικό, πολιτικό και αισθητικό στίγμα της ποιητικής της Δουτσίου, είτε προκαλέσει, είτε ενοχλήσει, είτε ξεσηκώσει και ενθουσιάσει τους δέκτες του, είναι σαφές ότι ενισχύεται από τις διάφορες, αλλά όχι και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, προτάσεις μελοποίησης του, συνεπώς κανείς δεν βγαίνει χαμένος με την κυκλοφορία ενός τέτοιου δίσκου, παρότι δεν αλλάζει και η τροχιά της γης, ως παραλίγο να πιστέψουμε αρχικά με διάφορες αφορμές. Ίσως μόνο η μουσική θα μπορούσε να βγει λίγο πιο κερδισμένη, αν τα πράγματα ήταν κάπως πιο περιορισμένα σε αριθμό συμμετεχόντων. (7/10)
Δεν ξέρω τώρα αν ο μεγάλος αριθμός των συμμετεχόντων είναι το βασικό πρόβλημα στο ‘Detroit’ δηλαδή τον δίσκο του Π.Ι.Ε.Β., προερχόμενου και αυτού με τη σειρά του -όπως διαβάζουμε- από διάφορες κολεκτίβες, ομάδες και υποομάδες εργασίας και λοιπά κατάλοιπα της ρήσης του Σαββόπουλου περί παρεών και ιστοριών, ή αν τυχόν οι διάφορες αυτές συμμετοχές είναι που καθιστούν τον δίσκο έστω και ελάχιστα ανεκτό σε κάποια επιμέρους σημεία. Μάλλον το δεύτερο συμβαίνει, παρότι όχι στο βαθμό και την ένταση που θα θέλαμε.
Πριν καταφέρει να φτάσει κανείς στην ακρόαση του δίσκου, και αν το καταφέρει ποτέ, ο δίσκος αυτός διατηρεί σταθερά ένα ενοχλητικό εξωτερικό περίβλημα, από το εξώφυλλο και τις φωτογραφίες των ενθέτων και των δελτίων τύπου, μέχρι τους τίτλους των τραγουδιών. Μην μιλήσω για τις αφίσες της παρουσίασης του σε διάφορες κολώνες των Εξαρχείων σε πραγματικό χρόνο. Περίεργες απόψεις κυκλοφορούν για το μάρκετινγκ εκεί έξω.
Ιδιαίτερα ενοχλητική δε, αν όχι παιδαριώδης, είναι η κραυγαλέα προσπάθεια να προκαταβάλουν οι δημιουργοί του δίσκου είτε τις τυπικές αντιδράσεις της εποχής σε τέτοιου είδους εγχειρήματα είτε ακόμη και όσους θεωρούν εν δυνάμει επικριτές τους, με αμυντικογενή ειρωνεία του τύπου ‘Φασαίοι’, ‘Το πιο σκληρό κορίτσι στην πόλη’ κλπ. Δηλαδή μπορεί εσείς να γράψετε ότι αυτός ο δίσκος έχει γραφτεί αποκλειστικά για όσους το μόνο πράγμα που διαβάζουν όλη τη βδομάδα είναι η στήλη Γεύσεις της Lifo, αλλά εμείς όλα αυτά τα ομολογούμε και τα επιδεικνύουμε πρώτοι και πριν από εσάς. Συνεπώς; Όλα καλά.
Καμία αντίρρηση, και όλα θα ήταν καλά αν εδώ υπήρχε ένα στοιχειώδες προϊόν ως υπόβαθρο. Δηλαδή προϊόν άξιο ακρόασης, λόγου και σχολιασμού ακόμη, πολλώ δε μάλλον κριτικής και ευθυκρισίας. Αν οι στίχοι τέλος πάντων ήθελαν να πουν κάτι παραπάνω από τα κλισέ και τα αναμενόμενα , που έστω και συνομολογημένα ως τέτοια, παραμένουν πολυφορεμένα και τίποτε απολύτως δεν λένε σε επίπεδο ουσίας.
Εδώ όμως δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε. Και η ίδια η μουσική ακόμη αν απομονωθεί από την φάρσα του λόγου, παρά τις αυθαίρετες υποσχέσεις για γκράντε παραγωγές, μηχανήματα και σχεδιασμούς, ίσως στοιχειωδώς να μπορούμε να πούμε ότι ‘στέκεται’, σχεδόν ποτέ όμως δεν καταφέρνει να ακουστεί ως τίποτε περισσότερο από μία επιμελώς επικαιροποιημένη ρύθμιση στον αλγόριθμο του Spotify. Που όμως αναπόφευκτα θα απορρυθμιστεί εκ νέου τον αμέσως επόμενο μήνα.
Και καθότι είμαστε ήδη στους έξι μήνες από την κυκλοφορία του δίσκου, βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να πούμε ότι το ‘Detroit’ πρακτικά είναι σαν να μην έχει κυκλοφορήσει ποτέ. Συνεπώς, οι δημιουργοί του έχουν την ευχέρεια να κυκλοφορήσουν τον ίδιο ακριβώς δίσκο σε έξι μήνες από τώρα, καθώς κατά το πιθανότερο κανείς δεν θα αντιληφθεί τίποτε.
Τους συνιστώ πάντως να αφήσουν από έξω το ακροτελεύτιο ‘Ευαισθησία’ με την συμμετοχή του Μάκη Παπασημακόπουλου, που είναι το μοναδικό τραγούδι εδώ μέσα που στέκεται αυτόνομα ως κάτι άξιο ακρόασης, που ξέμεινε από όσους πράγματι κατανόησαν το πραγματικό νόημα της indie άνοιξης των 00s, που τόσο κατακρεουργείται επί του παρόντος, αλλά όπως κάθε άνοιξη, έτσι κάποτε και αυτή θα επιστρέψει με καλύτερο προσωπείο, έστω και υπό το ρετούς του ρετρό. Θα αρκούσε λοιπόν να είχε κυκλοφορήσει αυτό το τραγούδι ως 7’’ και χωρίς καν κάποιο b side, από εκείνα δηλαδή που στην πίσω πλευρά έχουν κάποιο ανάγλυφο και μπορείς να τεστάρεις το ζύγισμα του πικάπ σου (2/10)
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, κάπου εδώ θα έπρεπε να αφήσω στη μέση (ή έστω στο 1/3) την ακρόαση της τριπλέτας, να πακετάρω τους δίσκους εκ νέου και να τους στείλω πίσω στα κεντρικά της Inner Ear στην Πάτρα, καθώς όμως δεν είδα πουθενά στο χαρτόνι την ένδειξη ‘εγγύηση επιστροφής τιμής στην περίπτωση που δεν μείνετε ευχαριστημένοι’, συνέχισα όχι και τόσο απτόητος με το ‘I Knew You Before We Met’ των V.V.I.A., του ντουέτου δηλαδή που όπως και στην περίπτωση των Π.Ι.Ε.Β. (‘μα είναι ονόματα τώρα αυτά κύριε Κωνσταντέν μου;’), το όποιο παρελθόν του(ς) μου ήταν και μου είναι παντελώς άγνωστο.
Τυπικά βέβαια θα έπρεπε οι ακροάσεις να είχαν ξεκινήσει από αυτόν ακριβώς το δίσκο, μιας και η κυκλοφορία του από τις 28.3.2025 προηγείται χρονικά των άλλων δύο, εκ του αποτελέσματος όμως βγήκα κερδισμένος καθώς έκανα ευχάριστο φινάλε.
Διερευνώντας δια παραλείψεως τις αρετές του δίσκου, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι απουσιάζει από εδώ οτιδήποτε εμφιλοχωρεί είτε ως υποψία μάστιγας, είτε ως βεβαιωμένη μανιέρα σε δήθεν ομοειδείς κυκλοφορίες εδώ κι εκεί. Στην πραγματικότητα βέβαια και ο δίσκος και το ντουέτο με την διφυή καταγωγή από Ελλάδα και Δανία, σε λίγα πράγματα έχουν να κάνουν με τα εγχώρια ελεκτρο-ηλεκτρονικά δρώμενα, είτε σκοτεινά, είτε έναν τόνο πιο φωτεινά, είτε χαζοχαρούμενα (όπως συνηθίζεται τελευταία). Ντίσκο, ρίσκο και με τους νεκρούς την βρίσκω δεν έχει εδώ πέρα δηλαδή. Ευτυχώς και για αυτές (τις δύο κοπέλες του ντουέτου δηλαδή) και για εμάς.
Το ‘I Knew You Before We Met’ είναι ένας δίσκος που θα μπορούσε όχι μόνο να βρίσκεται, αλλά και να ξεχωρίζει στον κατάλογο τόσο της Mannequin, όσο και της Dark Entries. Πρωτόλεια και όχι επιτηδευμένα παλιομοδίτικος, αφήνει την ευχάριστη εκείνη αίσθηση περί του ότι αυτές που τον δημιούργησαν έχουν πολύ πρόσφατα εθιστεί με κάποια ακούσματα τα οποία δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τα χρησιμοποιήσουν ως μέσο έκφρασης τους. Και όχι απλώς να τα αναπαράγουν ή (πολύ χειρότερα) να μας τα ουρλιάξουν/φτύσουν κλπ στα μούτρα, λες και τους κάναμε τίποτε.
Το σχεδόν εναρκτήριο ‘She’s In The Void’ έχει κλείσει από τώρα τη θέση του σε μελλοντικές συλλογές με τα καλύτερα dark pop τραγούδια όλων των περιόδων, όταν πλέον η ημερομηνία κυκλοφορίας, οι εσωτερικές αναφορές και η αδυναμία χωροχρονικής κατάταξης κάθε τέτοιου τραγουδιού δεν θα έχουν καμία σημασία. Που έχει ήδη αρχίσει να φθίνει η ύπαρξη μιας τέτοιας σημασίας δηλαδή, αλλά όχι ακόμη με τον τρόπο που θα επιτρέπει σε τραγούδια τέτοιας άμεσης δυναμικής, να διακριθούν αυτόνομα εξαρχής, και να αποσυνδεθούν από τις εξαρτήσεις-αναφορές τους, όπως εξαρχής τους αξίζει, χωρίς να χρειάζεται να ανεχτούν την πατίνα του χρόνου επάνω τους. Στα έξτρα συν του τραγουδιού και το απολύτως ερασιτεχνικό ρεφρέν του, και η επιλογή του να μην τύχει κάποιας πολύπλοκής επεξεργασίας, ώστε να ακουστεί όσο εντυπωσιακό θα μπορούσε.
Από εκεί και πέρα, και αδιάλειπτα μέχρι το τέλος ο δίσκος, χωρίς στιγμή να διολισθαίνει σε δραματοποιημένους συναισθηματισμούς και φωταγωγημένα σκοτάδια, όπως αρκετοί πλέον δίσκοι δίπλα του και παρακάτω στον κατάλογο του label, καταφέρνει να διατηρήσει ισχυρό, αλλά και με την απαραίτητη σοβαρότητα, τον τόνο μιας κάθε άλλο παρά επιτηδευμένης μελαγχολίας, που είτε ως απότοκο απώλειας, είτε ως προαπαιτούμενο μετεφηβείας την εκλάβει κανείς, δεν μπορεί παρά να διακρίνει την ειλικρίνεια της.
Κάθε επόμενο τραγούδι είναι ισόποσα ‘καθαρό’ και υπολογισμένο κατά τρόπο που να μην αφήνει περιθώρια για το ότι έχουμε να κάνουμε με προϊόν γνήσιου και όχι προκατασκευασμένου ταλέντου. Το ‘Feathers’ διασχίζει με εντυπωσιακή άνεση την περίοδο εκείνη κατά την οποία η ηλεκτρονική pop προσπαθεί, αλλά κατά βάθος αρνείται να ενηλικιωθεί, έχει μία υπέροχη μελωδία- σφύριγμα να το ακολουθεί από πίσω σε όλη τη διάρκεια, και καταλήγει σε ένα αδιόρατο synth punk ξέσπασμα, που θα έκανε σύσσωμους τους Wall Of Voodoo να σηκωθούν από τη θέση τους και να ξεσπάσουν σε χειροκροτήματα.
Όπως ακριβώς και ο δίσκος της Night In Athens την περασμένη χρονιά, έτσι και το ντεμπούτο των δύο αυτών κοριτσιών για την φετινή χρονιά είναι η πιο πειστική, και μαζί η πιο καθησυχαστική, εσωτερική απάντηση, στην εσαεί παρούσα εσωτερική ερώτηση περί του ‘τι άλλο δηλαδή έχει να δώσει ακόμη αυτός ο ήχος για να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε μαζί του;’. Χωρίς να ξεχνάμε βέβαια ότι οι 9 στους 10 δίσκους που κυκλοφορούν σε αυτόν ακριβώς το ήχο, αποτελούν πράγματι ισχυρό επιχείρημα για να μην συνεχίσουμε να ασχολούμαστε. Συνεπώς, για την χαμένη τιμή του ηλεκτρονικού wave και (όχι) μόνον. (8,5/10)




