Και ένας άλλος που ήξερα εγώ ήταν μισός κατσαρίδα και μισός μπισκοτολούκουμο! Θα μπορούσε κάποιος -έστω ο καλός θεούλης- να συμβουλεύσει τα συγκροτήματα να παρατήσουν αυτούς τους ανόητους τίτλους και να επιστρέψουμε στην εποχή που τα ροκ άλμπουμ φέρανε και ροκ ονόματα στην ετικέτα; Anyway... σήμερα θα ισοπεδώσουμε το φαινόμενο του πλουμιστού ροκ αγαπητά μου παιδιά. Ή διαφορετικά το σύνδρομο Flaming Lips.
Οτιδήποτε πλουμιστό είναι a priori αν όχι βλακώδες, τουλάχιστον περιττό, άρα και καταστροφικό. Τα λαχούρια τα πουκάμισα, τα χίπικα φουστάνια για τις γκόμενες, το artwork στις psychedelic trance συλλογές των 90s... καθώς και τα παγώνια, που είναι τα πιο άχρηστα πουλιά του βιοτικού μας συστήματος. Γιατί λοιπόν το ροκ να αποτελέσει εξαίρεση;
Ενώ λοιπόν κάπου στα μέσα των 90s είχαμε την ελπίδα της αιώνιας επιστροφής στη λιτότητα, τα τρία χρυσά ακόρντα, την τραχιά παραγωγή και την εν γένει "βρωμιά" του ροκ ήχου, κυκλοφόρησαν οι Flaming Lips το "Soft Bulletin", οι Mercury Rev το "Deserter's songs" και επανήλθε στη ζωή μας το βάσανο των πολύχρωμων ροκ μελωδιών, των στρογγυλεμένων παραγωγών, των ξανά-μανά εγχόρδων κ.λ.π. Κάπως έτσι καταλήξαμε να δοξαστούν προς στιγμήν μέχρι και οι Grandaddy (τα 'λεγα εγώ από τότε για τα synthie καουμποϊλίκια- παρότι εν τέλει με παρέσυρε το ρέμα και το κύμα)... και κάπως έτσι εν έτη 2005 αποθεώθηκε ένα γεροντίστικο απωθημένο του ραμολιμέντου του Brian Wilson ως ροκ γεγονός της χρονιάς.
Και κάπως έτσι την πάτησαν και οι Αυστραλοί που ήταν πάντοτε ζόρικοι και πάνκηδες, και μαυροντυμένοι και αλκοολικοί και αγριάνθρωποι. Και δώσανε το χρίσμα στον κύριο Luke Steele να δημιουργήσει αυτόν τον ενοχλητικά όμορφο δίσκο. Να πραγματευτεί την αιώνια πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, το διάβολο και τον θεό, την Sony και την Philips, τον ΠΑΟΚ και τον Άρη. Κι αν εμείς οι thirty γύρω ακροατές επιμένουμε να ακούμε μια cover μπάντα των Flaming Lips εδώ πέρα, οι fifty φεύγα... υποψιασμένοι γονείς και δάσκαλοι μας χαιρετίζουν με τη σειρά τους τα φαντάσματα κάθε πεθαμένου και μη Beatle, που ακολούθησε solo καριέρα. Harrison- Lennon 1-0 δείχνει το σκορ, μιας και η pop ευστοχία του δεύτερου απουσιάζει εδώ εμφανώς.
Το εξώφυλλο επαναφέρει όλο το 70s κιτσαριό που απεχθάνεσαι, η αποτρίχωση του Steele δεν παίζεται, ενώ εφταμελής μπάντα και 24μελής ορχήστρα αναλαμβάνουν να αποδείξουν ότι το ροκ είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να το αφήσουμε να πεθάνει στα χέρια αλητήριων που αρκούνται σε κιθάρα, μπάσο και drums. Και μια τεράστια παραγωγή... κάτι σαν την Κλεοπάτρα να συναντάει τον Μονομάχο.
Και ενώ τα πάντα εδώ μέσα κυριαρχούνται θεωρητικά από μια γλυκόπικρη γεύση και ξεχειλίζουν συναισθημάτων, όλη αυτή η γιγαντιαία προετοιμασία δεν επιτρέπει στα τραγούδια να αγγίξουν τον ακροατή τους. Το "You won' t bring people down in my town" για παράδειγμα είναι μια πεισματική μπαλάντα, που θα ζήλευαν οι καλύτερες συνθετικές στιγμές του Luke Haines..., μοιάζει να θέλει να κρυφτεί όμως πίσω από το ηχητικό φαίνεσθαι του δίσκου. Ενός δίσκου εντυπωσιακού και άρτιου μεν, καταδικασμένου να παραμένει απόμακρος δε... Καθότι υποκριτικά συναισθηματικός, πλην μετρημένα διασκεδαστικός (σε αντίθεση με όσα υποστήριζε ο Θανάσης Παπαδόπουλος για τους Flaming Lips).
Ίσως πάλι κάπως έτσι να ακούγονταν οι Echo And The Bunnymen αν δεν είχαν διαλύσει ποτέ, αν είχαν τεράστια επιτυχία και πολλά λεφτά. Ίσως το underground να είναι το άλλοθι των φτωχών!
Δεν ξέρω αν ο κ. Sleepy Jackson είναι τόσο προνομιούχα ψυχοπαθής που να μπορεί να τακτοποιεί με τόσο εντυπωσιακό τρόπο τις εμμονές και τις φοβίες του. Ξέρω σίγουρα ότι οι ατάκτως διασκορπισμένες ψυχώσεις είναι που μας χάρισαν τις πραγματικά συναρπαστικές ροκ εμπειρίες μας μέχρι σήμερα.
Το άκρως αντίθετο των Libertines έχουμε εδώ λοιπόν, για όσους είστε τόσο νέοι και πρωτόβγαλτοι και δεν έχετε καμιά επαφή με όλα τα παραπάνω περιττά.