Company
Βρετανικό one-man project με προσωπικότητα και αέρα υπεροχής. Του Γιώργου Λεβέντη
Όχι ότι διατελούσαμε και παντελώς ανυποψίαστοι, αλλά ο περιβόητος κυνισμός κριτικών και κοινού στον τα-έχουμε-δει-όλα-από-τέσσερις-φορές σημερινό μουσικό χάρτη είναι όντως μια απάτη. Όσο είδη και είδη, μουσικοί και μουσικοί, παραδίδονται βορά στο αποστασιοποιημένο αισθητήριο του υποψιασμένου δέκτη, το ευρύτερο post - Four Tet / DIY / lo-fi / bedroom-producer / ηλεκτρονικό τοπίο συνεχίζει να γεννάει credibility και καλή πίστη απέναντι σε επίδοξες μικρές ιδιοφυΐες που (είτε από πάνω της είτε από κάτω της) ξύνουν δήθεν αδιάφορα την επιφάνεια του underground. Μην είναι τα περίεργα ψευδώνυμα; Μην είναι η κλειστοφοβική χαλαρότητα ενός ήχου που ύπουλα μας επιβλήθηκε κάποτε ως εγγενώς ''έξυπνος'' και πολιτισμικά περιεκτικός και σε αντίθεση με τις δυστυχείς κιθάρες ποτέ δε θα κατηγορηθεί ως το συντηρητικό καταφύγιο του λευκού μεσοαστού; Μην είναι ότι δεν έχουμε το τηλέφωνο του Thom Yorke για να τον αρχίσουμε κάποια στιγμή στις φάρσες;
Είναι όλα αυτά και τόσα άλλα φυσικά , και στην περίπτωση του Slime (Will Archer) στα ''άλλα'' συμπεριλαμβάνεται και ένα υγιές κλείσιμο του ματιού στον μουσικό εκλεκτικισμό. Το έξυπνο τσιμπολόγημα από το καταγέλαστο patchwork δεν απέχουν και πολύ βέβαια, αλλά όσα εδώ περνούν μπροστά από... τα αυτιά μας, το κάνουν με χάρη και ένα αβίαστο cool που του δίνει και τον αέρα υπεροχής που κάθε τέτοιος τύπος (κάνει πως δεν) ψάχνει όσο ταλαιπωρεί τα μπλιμπλίκια. Κάπως έτσι και τα post-Blake πιανάκια (τι καθόμαστε και γράφουμε) και οι downtempo R&B αναγνώσεις (και που είστε ακόμη) και οι post-dub δόσεις που δίνουν στις hip-hop περιπλανήσεις λίγο στιλ παραπάνω, όλα αποκτούν όση συνοχή χρειάζεται για να μην πιστέψουμε ότι ο καλλιτέχνης μάς πουλάει το όραμα πριν τη μουσική. Δίπλα στη συνοχή ας βάλουμε και το χαρακτήρα. Σε συνέχεια των ομορφότερων παραδόσεων της βρετανικής μουσικής, ο δίσκος συνδυάζει την αίσθηση της σαφούς γεωγραφικής τοποθέτησης μαζί με ένα πιο οικουμενικό συναισθηματικό εκτόπισμα, η ψυχολογία του αγγλικού Βορρά στα καλύτερά της δηλαδή.
Ο λεγάμενος τα πάει καλά όταν ο μινιμαλισμός δεν τραβάει από τα μαλλιά τον επιδιωκόμενο πειραματισμό και όταν η απουσία συνθέσεων κρύβεται κάτω από τις soul ενέσεις που έχει ώρες ώρες ανάγκη αυτή η μουσική για να επιβιώσει του εαυτού της. Το ''Ηοt Dog'' μπορεί να είναι και στα χαιλάιτ της χρονιάς ενώ τα ''Thurible'' και ''The Way Of Asprilla'' είναι οι στιγμές που κλιμακώνεται η προσπάθεια του Archer να φωνάξει πως πίσω από την εύστοχα κατανεμημένη ενέργεια και τα στοχευμένα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα ο δίσκος κρύβει όχι μόνο προσωπικότητα, αλλά και ψυχισμό. Για αυτόν τον λόγο μάλλον και οι στιγμές που τελικά δεν έχουν να πουν κάτι είναι και οι σχετικά πιο συμβατικές, όπως για παράδειγμα το ''Symptoms'' που ακούγεται σαν dream-pop b-side που έπεσε στα χέρια του Mirwais.
Ο Archer είναι ικανός παραγωγός και αυτό είναι τελικά που δίνει προσωπικότητα στη μουσική περισσότερο από τις όποιες ψυχολογικές ή γεωγραφικές της αναφορές. Μπορείς να τον φανταστείς να ρυθμίζει αριστοτεχνικά τις εντάσεις, να τοποθετεί τα μικρόφωνα εκεί που πρέπει, να αναλύει στο μυαλό του τη σωστή στιγμή για να μπουν τα φωνητικά και σε όλα να εμπιστεύεται την πρώτη του σκέψη. Εφτά στις δέκα φορές η σκέψη αυτή αποδεικνύεται και η σωστή. Στο ''Patricia's Stories'' (που ακούγεται εκτός τόπου και χρόνου σε σχέση με το υπόλοιπο άλμπουμ) δε θα έπρεπε να εμπιστευτεί την ιδέα του να φωνάξει τον Jeremiah Jae για να κολλήσει ένα rap της πυρκαγιάς και το ''At Sea Αgain'' με τη Selah Sue είναι κάτι χειρότερο από κακό, είναι παντελώς αδιάφορο. Αν θέλουμε να βρούμε μια στιγμή που ως μέσος όρος θα λειτουργούσε αντιπροσωπευτικά για τον δίσκο, αυτή είναι το ''Ιn One Year'' ένα εμπνευσμένο soft-jazz αουτσάιντερ με καθαρτήρια, αλλά καθόλου ''βαριά'' κλιμάκωση.
Δε ζούμε σε καιρούς που μπορείς να προβλέψεις με άνεση ποιο είναι το μέλλον τύπων όπως αυτός. Ο ρόλος του underground ψώνιου θέλει περισσότερη μελέτη και πειθαρχία από όση μπορεί να επιδείξει κάποιος που από τα 400 κομμάτια που είχε υποτίθεται έτοιμα διάλεξε 10 που δεν αλλάζουν δα και τον κόσμο μας. Από την άλλη δε φαίνεται για άνθρωπος που θα γίνει με χαρά ο αγαπημένος παραγωγός mainstream αστέρων. Θα δείξει. Ως τότε σε μικρές αλλά εμπνευσμένες δόσεις μπορούμε να θυμηθούμε πως ένας από τους λόγους που η left-field electronica τη βγάζει πάντα καθαρή είναι πως στις καλές της στιγμές μας κάνει να αναρωτιόμαστε τι ώρα είναι. Για τον Archer είναι πάντα δύο και τέταρτο τα ξημερώματα και περπατάς για το επόμενο ποτό ή έντεκα το πρωί και απολαμβάνεις τη βροχή, οι καλύτερες δηλαδή ώρες που θα σου τύχουν. Ως γνωστόν ποτέ κανείς δε σκέφτηκε να ρωτήσει τον Bonobo τι ώρα είναι.