Πρόκειται για το δεύτερο δίσκο των Ελλήνων Slow Motion που κυκλοφόρησε σε χίλια αντίτυπα το 1992 από τη Wipe Out. Είχε προηγηθεί και περάσει ατυχώς απαρατήρητο το πρώτο τους "This Slow Motion", μια φιλότιμη προσπάθεια περισσότερο ηλεκτρονικού dark. Με όλη αυτή την τεράστια διάδοση της dark, ethereal, undustrial, gothic, και των παρεμφερών, τα περιοδικά, τις εταιρείες και το απανταχού πυκνό πλέγμα και τις αλληλοεπαφές, εξοργίζομαι που τους Slow Motion ζήτημα να τους ξέρει το ένα τέταρτο από τους άμεσα και αποδεδειγμένα ενδιαφερόμενους - και πολύ λέω. Εκτός κι αν κάνω λάθος κι έχω χάσει επεισόδια (χαίρομαι με τέτοια λάθη). Κι όμως οι τρεις δουλειές τους είναι άψογες για το είδος τους, με αποκορύφωμα τούτη δω που είναι ανώτερη από το μεγαλύτερο ποσοστό όλων των κυκλοφοριών που πέρασαν από το δάσος μου ever. Η μουσική του Viaticum είναι πρώτον βαθύτατα φιλοσοφημένη. Αυτό δεν μπορώ να το αποδείξω, απλά το νοιώθω. Μετά είναι δυσκολοκατάταχτη μουσική. Εδώ σπάει ευκολότερα η πληκτρική μου γλώσσα. Μπορεί λοιπόν άλλοτε να είναι γοτθική, άλλοτε dark, άλλοτε αιθέρια, άλλοτε οπερετική, άλλοτε πειραματική. Είναι όμως πάντα όμορφη (μπήκαμε στους υποκειμενισμούς) ή καλύτερα να το πω σαγηνευτική, αποπλανητική, με βαθιά αίσθηση της μελωδίας (η καλή συνθετική ικανότητα φαίνεται από το βράδυ φαίνεται). Το Viaticum λοιπόν με είχε στοιχειώσει τα μάλα μια φορά κι ένα καιρό. Δε βρήκα με ευκολία έπη όπως το "Perfect Codes", γοτθικοθεατρικά tracks σαν το "Droomed", οριακές εξάρσεις όπως το "Quintessence" ή οπερετικά κρεσέντα όπως το αγαπημένο μου χρόνια "Hiatus". Μια και τόφερε η κουβέντα, η παραπάνω τετράδα αποτελεί μνημείο υψηλού βαγκνερικού νταρκ κιότι άλλο στο διάολο ήθελαν να είναι η μουσική τους. Μερικές φορές το έντονο θεατρικό τους στοιχείο μοιάζει τρομακτικό, σα να φτάνει από ακαθόριστες εποχές. Φαντάζομαι μπορεί να ξενίσει πολλούς αυτό το θεατρικό (όχι θεατρινίστικο) ηχητικό ταμπεραμέντο και να φανούν παρωχημένες οι επικές φωνές ή προσκόλληση στη περασμένη της δεκαετία (θυμίζω, είμαστε στο 1992). Κι όμως ακόμα και σ' αυτές τις πειστικές γκοτεσκούρες δε βρίσκω αντίστοιχους τους στο σημερινό πολυπληθή συρφετό - τολμώ μόνο να θυμηθώ το παράλληλο στυλ των Lacrimosa. Η τωρινή έκδοση εκτός από το digitally remastering των κομματιών του Viaticum περιλαμβάνει τέσσερα εξίσου ενδιαφέροντα έξτρα τρακς και διαφορετικό (κρίμα) εξώφυλλο. Κατά τα άλλα δεν γνωρίζω αν υπήρξαν ποτέ μεγαλύτεροι από ντουέτο (Θεόδωρος Σαμολαδάς, Ιωάννης Μπαρουξής), αν έπαιξαν ποτέ αυτή τη μουσική ζωντανά, πως είναι οι φάτσες τους, τι εντύπωση έχουν για τη μουσική τους σήμερα. Ανέλπιστα πάντως πέρυσι έπεσα πάνω στο τρίτο τους δίσκο Blind Transmission, που διατηρεί όλα τα καλά στοιχεία των προηγούμενων δύο και κυρίως αυτού εδώ.