Slowdive
Οι καιροί το 1995 δεν τους χωρούσαν, η μουσική τους δεν ήταν του "σήμερα και του τώρα". Το 2017 όμως, είναι σαν να επιστρέφουν στην πραγματική τους εποχή. Του Άρη Καραμπεάζη
Πόσα χρόνια πέρασαν άραγε από τον τελευταίο δίσκο των Slowdive; Στην περίπτωση των My Bloody Valentine εύκολα μπορούσαμε να οριοθετήσουμε τα εικοσιδύο χρόνια δισκογραφικής απουσίας από το Loveless του 1991 μέχρι το MBV του 2013. Πότε όμως πραγματικά υπάρχει ένας δίσκος όπως το Pygmalion; Όταν τελειώνουν οι ηχογραφήσεις, το mastering, τα πάντα και «έχει φύγει πλέον από τους δημιουργούς του», κατά πως αναφέρουν οι πλέον γραφικοί εξ αυτών; Ή μήπως την ημέρα που κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία και συναντάει την σχεδόν απόλυτη απόρριψη (μιλάμε για τα 90s άλλωστε ε);
Σε ποια από τα δύο παραπάνω κρίσιμα χρονικά σημεία «υπήρξε» πραγματικά το Pygmalion; Ή μήπως το ουσιαστικό διάστημα της ύπαρξης του ήταν η νεκρή περίοδος μέχρι την επανακυκλοφορία του στην Castle το 2005, κατά την οποία δεν ήταν καν δυνατό να βρεθεί ο δίσκος, αλλά λατρεύονταν μυστικά από μία μειονοτική σέχτα σλοουνταβιστών, οπότε και ήρθε μετά η ώρα και με την πρέπουσα ψυχραιμία (ή μήπως όχι, καθώς ήδη παραφύλαγε η κάθε άλλο παρά αγία νοσταλγία;) αναγνωρίστηκε πράγματι ως το αριστούργημα, που ίσως και να (μην) είναι.
Τα δέκα χρόνια που είχαν περάσει από την κυκλοφορία του Pygmalion μέχρι την επανακυκλοφορία του ήταν μια αιωνιότητα όντως, αν μη τι άλλο ειδικά για τους ίδιους τους Slowdive. Τα δώδεκα που πέρασαν από την επανακυκλοφορία του μέχρι τη σημερινή επιστροφή τους στη δισκογραφία είναι ασφαλώς πολύ λιγότερα. Το γνωστό χρονικό παράδοξο του rock ‘n’ roll, για το οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί επαρκώς.
Το Slowdive LP, ο πρώτος δηλαδή δίσκος των Slowdive, μετά από 22 και 12 χρόνια αντίστοιχα, ανοίγει με το υπόγειο και ανορεξικό beat του Slomo, που θυμίζει έντονα το αντίστοιχο άνοιγμα του Προάστια των Στέρεο Νόβα. Και αν η γνωστή πλέον παιδική μου φίλη, η Μαρία η Φλέδου, που βγάζει την πικρία εικοσαετίας και πλέον σε κάποιο κείμενο εδώ δίπλα, θυμάται έντονα από τα 90s το ότι όλοι, από τους Manic Street Preachers μέχρι το N.M.E. (αλλά και με υπέροχο όπως πάντα τρόπο και το εγχώριο Oz, όπως μας είχε θυμίσει και ο Τάσος Πατώκος εδώ), χλεύαζαν τους Slowdive, εγώ θυμάμαι ότι αντίστοιχα –και ειδικά μέχρι ένα σημείο- αρκετοί ήταν αυτοί που χλεύαζαν τους Στέρεο Νόβα, ειδικά όταν ανυποψίαστοι τους πετύχαιναν σε κάποιο live, δίπλα σε ονόματα που πρέσβευαν την ορθόδοξη πορεία πραγμάτων του εγχώριου ροκ ήχου.
Οι Στέρεο Νόβα αναγνωρίστηκαν, όπως όλοι ξέρουμε, όπως τους πρέπει (ίσως και κάπως παραπάνω), οι Slowdive τα τελευταία χρόνια έπαιζαν περίπου σαν μία «υπόγεια μιλημένη μετοχή» στο χρηματιστήριο των μουσικών αξιών. Κανείς δεν βγήκε να πει με πανηγυρικό τρόπο «ρε μαλάκα τι μπαντάρα ήταν και αυτοί οι Slowdive, θυμάσαι που τους ακούγαμε και γουστάραμε», γιατί εδώ που τα λέμε ποτέ δεν συνέβη αυτό σε τέτοιο βαθμό ενθουσιασμού, αλλά όταν έρχονταν μπάντες τύπου Alcest και από εκεί που δεν το περιμένεις τοποθετούσαν τον παράγοντα Slowdive, πιο ψηλά από αυτόν των Darkthrone στη μουσική τους, όλοι βλέπαμε ότι κάτι πάει να συμβεί, και ότι η ιστορία όχι μόνο θα τους δικαιώσει, αλλά στο τέλος θα την εκδικηθούν και από πάνω. Και αν μη τι άλλο αν όχι την ίδια την ιστορία, τότε σίγουρα τους ίδιους τους Manic Street Preachers, καθώς τους βρίσκουν κάπου παραπεταμένους στη stadium rock αφάνεια.
Πριν προλάβει όμως να τους δικαιώσει η ιστορία, οι Slowdive προλαβαίνουν με μία πολύ απλή κίνηση να ξεπεράσουν ακόμη και αυτή την συνήθως ανίκητη ροπή της νοσταλγίας, και μετά από μία ούτως ή άλλως επιτυχημένη επιστροφή στις ...ροκ αρένες (που ποτέ δεν είχαν υπάρξει και το φόρτε τους, καθώς –μεταξύ άλλων- πληροφορούμασταν τότε), να κυκλοφορήσουν έναν δίσκο, που - έστω και εν θερμώ- δημιουργεί βάσιμες υποψίες περί του ότι ενδέχεται και να είναι ό,τι καλύτερο ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν (χωρίς πολλά - πολλά και χωρίς γκρίνιες) ποτέ. Ενδέχεται και να μην είναι, και μία των ερχόμενων ημερών ή ετών να κατασταλάξουμε και πάλι στο (όψιμο και αυτό εδώ που τα λέμε) μεγαλείο του Souvlaki, αλλά και μόνο που δημιουργείται και πάλι αυτή η αίσθηση, και μάλιστα μάλλον αιφνιδίως, το παιχνίδι έχει κερδηθεί.
Εκεί που οι Jesus And Mary Chain τρώνε τα μούτρα τους κυκλοφορώντας ένα ούτως ή άλλως χρονικά ακατάστατο συνονθύλευμα τραγουδιών, που καθιστούν τη χρηστική έννοια του δίσκου σερβιρίσματος, περιττή ακόμη και ως κλισέ μεταφορά για να περιγράψει κανείς το γελοίο του πράγματος, εκεί που οι Ride κυκλοφορούν το ένα ανερμάτιστο τραγούδι μετά το άλλο, επιβεβαιώνοντας με τεράστια καθυστέρηση ότι το ανεκδιήγητο Tarantula ήταν μόνο η αρχή του κομμένου νήματος της έμπνευσης, οι Slowdive χωρίς πολλά-πολλά κυκλοφορούν τον δίσκο εκείνον για τον οποίο με τεράστια αποθέματα εθνικοπατριωτικής γραφικότητας θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν τελικά το indie όντως πεθαίνει, ας πεθάνει με αυτόν εδώ το δίσκο, γιατί όποιος πεθαίνει με αυτό τον τρόπο χίλιες φορές πεθαίνει, και άλλα τέτοια ψυχοτρόπα.
Με οπτική κακεντρέχειας θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι Slowdive έκατσαν και το φιλοσόφησαν κάπου το πράγμα μεταξύ τους, απέβαλλαν με χειρουργική ακρίβεια από τη μουσική τους ότι την καθιστούσε μη γοητευτική, ακόμη και στις περιπτώσεις που ήταν αδυσώπητα ουσιαστική στη συναισθηματική της διάσταση, έβαλαν κάποιο μετρημένο groove στα σημεία που κάποτε άφηναν να αιωρείται σχεδόν σιωπηρά το υπαρξιακό τους κενό, εκμεταλλεύτηκαν το κενό πραγματικής έμπνευσης κάθε shoegaze φωτοτυπίας από τότε που είχαν αφήσει τα πράγματα στους τρίτους, και με την εμπειρία του βετεράνου παρέδωσαν το άλμπουμ εκείνο που επιτέλους ενώνει τους Cocteau Twins με τους ουσιαστικούς Radiohead, αν τέλος πάντων ήθελε υποτεθεί ότι υπάρχει μία αλληλουχία από το άπειρο ως το οργανωμένο χάος.
Και να έγιναν έτσι τα πράγματα, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. H αξία του δίσκου είναι δεδομένη, είναι αντιληπτή στις πρώτες ακροάσεις, ενισχύεται με κάθε επόμενη και είναι σαφές ότι υπάρχει η στόφα του διαχρονικού, αφού ούτως ή άλλως μιλάμε για μία δεδομένη και καλά οριοθετημένη αισθητική, που εδώ βρίσκεται όντως σε ένα ζενίθ, ίσως και απροσδιόριστο μέχρι σήμερα ακόμη και για τους πλέον φανατικούς του γκρουπ. Το οχτάλεπτο downtempo Falling Ashes στο τέλος έρχεται απλώς –μετά από εφτά ισάξια τραγούδια θεμιτής έντασης- να επιβεβαιώσει ότι οι Slowdive θα είναι αιώνια η μπάντα που θα σου γαμάει την ψυχή και στο τέλος θα της λες ένα τεράστιο ευχαριστώ. Άσχετα αν στο Pygmalion σου τη γαμούσε κατά συρροή και στην παρέδιδε ξεσκισμένη και αχρείαστη στο τέλος της ακρόασης και ίσως για αυτό να υπήρξε και τόσο έντονη αντίδραση σε αυτό το δίσκο. Ο καθένας θα κάνει ό,τι θέλει με την ψυχή του άλλωστε, γνωστά αυτά.
Οπότε τι στο διάολο συμβαίνει; Ήταν τόσο μαλάκας και άσχετος ο Alan McGee όταν τους έστελνε τα τελεσίγραφα για τα οποία μας κάνει λόγο ο Πατώκος; Ήταν τόσο κακεντρεχείς όλοι αυτοί; Τόσο άθλιοι τύποι μέσα την πολιτική τους προκάλυψη τελικά οι Manic Street Preachers; Δεν το νομίζω, να πω την αλήθεια (μου, tell me yours). Αν είναι να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω όντως, ας τον γυρίσουμε για να δούμε τα πράγματα από κάθε πλευρά.
Ο McGee που ήταν στο απόγειο του κόσμου όλου με περιπτώσεις τύπου Oasis τι έπρεπε να κάνει δηλαδή όταν του δώσανε το Pygmalion στο χέρι; Να τους πει «μπράβο ρε μάγκες, το δισκάκι σας είναι εντελώς εκτός εποχής, μου έλεγε και η μάνα του ενός από σας χθες το βράδυ ότι το βαριέται και μάλλον δεν θα το αγοράσει, αλλά θα σας το βγάλω και θα ρίξω και άπειρα φράγκα στην προώθηση του γιατί έχει πολύ ουσία μέσα του και γιατί ο Πατώκος από το μέλλον μου σφύριξε ότι είναι ένας δίσκος που αν τον αφήσεις θα κυλήσει μέσα σου και θα απορροφηθεί από τα κύτταρα σου». Ας είμαστε ρεαλιστές. Κάθε πράγμα στον καιρό του και εκείνο τον καιρό η έννοια της απορρόφησης για τον Alan McGee δύσκολα μπορούσε να ξεφύγει από τις ουσίες και να περάσει στις αδιόρατες εκκρίσεις της ψυχής. Και κάπως έτσι για όλους τους υπόλοιπους εκ των χλευαστών, πλην ίσως από εκείνα τα ...κωλόπαιδα του Oz, που εδώ που τα λέμε κάπου το είχαν παρακάνει.
Ο καιρός των Slowdive είναι ακριβώς τώρα λοιπόν και δεν βλέπω κανέναν απολύτως να έχει πρόβλημα με αυτό. Αφήνουμε τη Μαρία να βάζει καθημερινά στο νεόκοπο πικάπ της την Δικαίωση της Ηδύλης Τσαλίκη, και αναμένουμε και εμείς με τη σειρά μας μία εγχώρια ημερομηνία σε κλειστό χώρο για αυτούς εδώ τους Βρετανούς, που αν μη τι άλλο εδώ στο Mic ανέκαθεν ξέραμε να λατρεύουμε.