The making of you
Μια "λευκή χήνα" ως οδηγός σε ένα ταξίδι όπου το νέο και το παλιό μπλέκονται σε κάτι παραπάνω από μια (ακόμη) φολκ αναβίωση. Του Αντώνη Ξαγά
«Οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι τους αρέσει, ότι λατρεύουν τη μουσική που είναι εντελώς καινούργια για αυτούς, επειδή τους αρέσει η ιδέα του εξωτικού, που είναι κάτι ενδιαφέρον, και ακόμα τους δίνει την εντύπωση ότι έχουν ευαισθησία και υπερκόσμια κατανόηση, που ξεπερνάει αυτήν του γείτονα. Ενώ στην πραγματικότητα τους αρέσει αυτό που αναγνωρίζουν υποσυνείδητα. Σιγά σιγά το καινούργιο γίνεται κομμάτι των βασικών τους εμπειριών και η εμπειρική γνώση, η πλύση εγκεφάλου για το τι είναι όμορφο γίνεται κομμάτι της αισθητικής τους αντίληψης».
Λίαν μουσικοφιλο-φιλικά εύστοχες τούτες οι παρατηρήσεις, αλιευμένες από το απροσδόκητο (ή όχι τόσο;) πλαίσιο του ‘Βασιλείου’, του τελευταίου –και λιγότερο αιματολάγνου– μυθιστορήματος του Νέσμπο (ή Νέσμπε όπως το θέλει εσχάτως ένας νορβηγικά καθαρολογικός οίστρος), έτσι που προσπαθούν να ρίξουν μια αχτίδα φωτός στον πολύπλοκο ψυχολογικό μηχανισμό πρόσληψης της τέχνης. Ο οποίος και διαρκώς αλλάζει, πόσο μάλλον σε καιρούς όπου ο χρόνος μοιάζει όλο και πιο πολύ με ορμητικό χείμαρρο, να προσπαθούμε να τον δαμάσουμε, να τον ακολουθήσουμε, νοσταλγώντας όμως ενδόμυχα τις άγνωστες πηγές του και φοβούμενοι τις ακόμη πιο άγνωστες και τρομακτικές εκβολές του, αιωρούμενα χαμένα πλάσματα στο άπιαστο μεταίχμιο παρελθόντος και μέλλοντος που αποκαλούμε «παρόν, ανάμεσα στην ανάγκη για ασφάλεια και τάξη και στην ανάγκη για περιπέτεια, στο παλιό που σου δίνει πάτημα και στο νέο που σε κάνει να νιώθεις ζωντανός.
Ακόμη δεν έχει σβήσει ο απόηχος από το τελευταίο κιθαριστικό άρπισμα στον δίσκο των Σκοτσέζων Snowgoose και ήδη αλυσίδες αναμνήσεων και σανίδες οικείων παραπομπών και συνειρμών έχουν βγάλει την απόφανση, ‘προφανή’ είναι τα πράγματα άλλωστε, πρόκειται για κάποιους (ακόμη) σύγχρονους φολκ αναβιωτές, με μια γυναικεία φωνή καθάρια και λαγαρή σαν βουνίσια (ή μήπως λιβαδίσια, στην Αγγλία δεν υπάρχουν άξια λόγου βουνά) πηγή, η οποία δεν μπορεί παρά να παραπέμπει σε πρωθιέρειες του είδους, σίγουρα μια Sandy ή μια Jacqui McShee. Και κάπως έτσι ξεμπερδεύουμε(;).
Λίγη προσωπική ιστορία ίσως να εμπλουτίσει το πλαίσιο, έναν ακόμη δίσκο έχουν κυκλοφορημένο οχτώ χρόνια πίσω, το «Harmony Springs» συγκέντρωσε τότε ουκ ολίγες ευνοϊκές απόψεις (μεταξύ αυτών και του εμβληματικά ντόπιου συγγραφέα Ίαν Ράνκιν), η άσπλαχνη ταχύτητα και νεολαγνεία των καιρών το έσβησε γρήγορα από την μνήμη, κάπως έτσι το «The making of you» μοιάζει με νέο ξεκίνημα, πόσο μάλλον αφού είχαμε αλλαγή ρόλων, τα συνθετικά ηνία αναλαμβάνει πλέον με ξεχειλίζουσα αυτοπεποίθηση η τραγουδίστρια Anna Sheard, πλαισιωμένη από μια πλειάδα ικανών μουσικών, όχι τόσο ευρύτατα γνωστών αλλά με αξιόλογη προϋπηρεσία, όπως τον κύριο συνεργάτη της McCulloch (τον Ian;; όχι ρε γαμώτο, τον Jim, αυτόν που έπαιζε με τους Soup Dragons), τον McGowan (τον Shane;; όχι ρε γαμώτο, τον Dave, αυτόν που έχει κάνει όμως με Belle & Sebastian και Mogwai), και κάμποσους άλλους ακόμη (όχι σαξοφωνίστα… Κατσαρό δεν έχουν για να συνεχίσουμε το γνωστό ανέκδοτο).
Κι αν πράγματι ο ήχος των Snowgoose μπορεί να ενταχθεί σε όλη εκείνη την αποκαλούμενη βρετανική φολκ αναβίωση των 60s, ένας ακόμη σπόρος που φύτρωσε στα εύφορα εδάφη της ηλεκτρικής Εδέμ (όπως είναι και ο τίτλος του έξοχου βιβλίου του Rob Young που σκαλίζει ακριβώς τα χωράφια αυτά). Προς άρση πιθανών παρεξηγήσεων ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι η προσέγγιση τους υπερβαίνει έναν συνήθη στο είδος κέλτικο τοπικισμό και/ή μια αναζήτηση της προαιώνιας ουτοπικής βρετανικότητας (ή… σκοτσεζικότητας), καθώς ανοίγεται και σε άλλα μουσικά εδάφη, φτάνοντας έως τα αμερικανικά παράλια του Ειρηνικού και τις κοιλάδες που σχηματίζονται εκεί (για το Laurel Canyon είναι το υπονοούμενο).
Πέρα ωστόσο από τις παραπομπές και την υφολογική τεκμηρίωση, πέρα από την πληθωρικότητα των οργάνων (από κιθάρες ακουστικές και μη, κύμβαλα διόλου αλαλάζοντα αλλά διακριτικά και ήσυχα κι ελαφριές τζαζ πινελιές) η οποία πάντως δεν γίνεται καταθλιπτική ούτε επιβλητική, η λέξη αρμονία παραμένει κλειδί αλλά και η πηγαία μελωδικότητα, αυτό το σχεδόν χάρισμα που όση μουσική κι αν έχεις ακούσει-καταναλώσει εξακολουθεί να είναι κάτι σχεδόν μεταφυσικό, σαν μια άδεια εισόδου σε μια τύπου πλατωνική σπηλιά όλων των μελωδιών του σύμπαντος κόσμου. Και αυτό καθίσταται εμφατικά εμφανές, όχι τόσο στα δύο πρώτα επιλεγμένα σινγκλ («Hope», «Who Will You Choose»), ή στο «Everything» που ανοίγει εντυπωσιακά τον δίσκο, ή στο στροβιλιζόμενο σαν έτοιμο να βγάλει φτερά βαλσάκι του «Deserted Forest», αλλά στην μικρή μελαγχολική βινιέτα που λέγεται «Leonard» με μια καίρια τοποθετημένη φυσαρμόνικα να αναδεικνύει και να χρωματίζει τον μελωδικό πυρήνα).
Υπερβαίνοντας τον στενό κορσέ της αναβίωσης (η οποία έτσι κι αλλιώς είναι όρος εφεύρημα της ποπ κουλτούρας, με τις αναβιώσεις να έρχονται ως ιικά κύματα σε ένα continuum, λες και κάθε γενιά φτιάχνει τον δικό της «μυστικό κήπο» ή χαμένο παράδεισο), ο δίσκος έχει πράγματι αυτή την παλαιική, αναζωογονητικά γαλήνια αύρα μιας πνοής που έρχεται από μακριά μέσα στον χρόνο, από τους ακόμη μη-απομαγευμένους καιρούς όταν κάθε πηγή είχε την νύμφη της. Είναι όμως με τον τρόπο του και απόλυτα σημερινός (και de facto κιόλας). Κι αν δεν εμπεριέχει αιχμές και προκλήσεις και πολεμικές διακηρύξεις και επινοήσεις «εχθρών», κι αν ακόμη μπορεί να χαρακτηριστεί «συντηρητικός», μια ετικέτα που επικολλάται εύκολα στην φολκ (ενίοτε και όχι αδίκως), ωστόσο αυτό ακούγεται έως και ευπρόσδεκτο, μακριά από την πανταχού παρούσα ριζοσπαστική ‘ανατρεπτικότητα’ των καιρών (και των Δελτίων Τύπου, όπου αναρωτιέσαι πως με τόσες «ανατρεπτικές» παραστάσεις, δίσκους, ταινίες και… μελιτζανοσαλάτες πως κι έχει μείνει πέτρα όρθια τριγύρω μας). Μερικές φορές άλλωστε αρκεί να κάνεις τον κόσμο λίγο ομορφότερο…
Αντιγράφω κλείνοντας σε αυτό το πνεύμα μια θαυμάσια αποστροφή από την δοκιμή περιπλάνησης (όπως την λέει ο ίδιος) του Νικήτα Σινιόσογλου στην σκονισμένη και βιομηχανική «Λεωφόρο NATO», την ζωτική αρτηρία του Θριάσιου Πεδίου: «ενθουσιωδώς αγκαλιάζουμε το νέο tel quel, απλώς και μόνο επειδή είναι νέο, ή μάλλον αναπόφευκτο. Τα νέα πράγματα έχουν τον τρόπο τους να μας εκβιάζουν κι εμείς ενδίδουμε ασμένως». Και αναφερόμενος στην ιαπωνική τέχνη του Kintsung, της αποκατάστασης κι επανασυγκόλλησης δηλαδή σπασμένων κεραμικών, σημειώνει δηκτικά «τίποτα δεν είναι πιο ευτελές από το απολύτως νέο»…