Για τους γονείς, τους συγγενείς, το δήμο, την αστυνομία, τους ελεγκτές των αεροδρομίων, τις υπηρεσίες του κράτους και λοιπούς που ονοματίζουν, είναι ο Tim Holland. Αισίως 30 χρονών, από το φυτώριο ταλέντων που απλά λέγεται Portland του Maine. Για το μουσικό κόσμο είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται ολοκληρωτικώς πίσω απ' το όνομα-πρότζεκτ Sole και μερικώς πίσω από το label της Anticon.
Αν την πάμε τη συζήτηση στις καλλιτεχνικές του απαρχές τότε φτάνουμε μέχρι το 1992, οπότε κι έκανε σε νεαρότατη ηλικία το πρώτο του ντέμο. Έκτοτε βεβαίως έχει αλλάξει ο κόσμος όλος. Στην προσωπική του ζωή, και ώσπου να αμολήσει την άγκυρα στο Flagstaff της αγαπημένης του Arizona, του έκατσε γάμος και ήλθαν κι απήλθαν μετακομίσεις και ταξίδια στην Ευρώπη. Στη μουσική του, η μοίρα τού επεφύλαξε να γνωριστεί το 2005 με τον Bud Berning, έναν τύπο από το Orlando που το έψαχνε μεταξύ ηλεκτρονικών και dub drumming και που υπέγραφε τις προσωπικές του δουλειές κάτω από το ψευδώνυμο SkyRider, έχοντας φορμάρει για αυτό ένα τρίο (η μπάντα του ονόματος). Οι δύο τους κόλλησαν, έγιναν φίλοι και η ενέργεια και χημεία που έβγαινε στα κοινά τους τζαμαρίσματα τούς τράβηξε απ' τη μύτη για τα μεγάλα και ιδιαίτερα πράγματα που μήνες μετά καταγράφηκαν στα 13 τραγούδια που περιέχονται στο δίσκο που έχουμε εδώ σήμερα. Προηγήθηκε η πρόσκληση του Holland προς τους υπόλοιπους να κοπιάσουν προς το Flagstaff και να στρωθούν στο συνθετικό κάματο. Ένα μήνα κράτησε η εκκόλαψη, ήταν όμως υπεραρκετός για να προσφερθεί στο μουσικό κόσμο το "Sole And The SkyRider Band".
Για τον Tim Holland, το old school rapping και οι μέρες του ως MC είναι μακρύ παρελθόν. Έχοντας ήδη μια δεκαετία ενασχόλησης με τα μπιτ -για τον εαυτό του ή για άλλους- ήταν θέμα στενού χρόνου να έρθει η στιγμή που να θέλει να ψάξει και κάτι άλλο, πιο άχρονο και διευρυμένο. Το "Sole And The SkyRider Band" έχει πολύ γενική σχέση με τον παλιό του ήχο. Είναι το σταθερά διακριτό του βήμα προς τη (μουσική και όχι μόνον) ωριμότητα, είναι μια μοναδική εμπειρία να κάνει ταίρι με τις σκληρές, αλλά υπογείως ευφάνταστες, μελωδίες και σε κάθε περίπτωση ως άλμπουμ πια είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για δουλειά τεσσάρων ανθρώπων με σαφείς ρόλους, και όχι ενός. Μόνον οι στίχοι του έμειναν, που είναι φανερό είτε για όποιον τους ακούει είτε για όποιον τους διαβάζει (το δεύτερο υποθέτω) πως έχουν ως απώτερο σκοπό να τριβελίσουν τη σκέψη.
Κατά τα άλλα, εδώ έχουμε ένα εξελιγμένο hip-hop που χτίζεται ανάμεσα στο κλασικό sampling και σε ήχους από κανονικά όργανα. Και όσο και αν δεν είναι αναμενόμενο, αυτοί οι τελευταίοι είναι που συντονίζουν την αγριωπή ατμόσφαιρα. Όπως συνέβη με τους Sublte ή τους 13 & God, αν θυμάστε. Άλλο άλμπουμ του Sole που κατά βάση να έχει ηχογραφηθεί εξολοκλήρου με ζωντανή μπάντα, δεν υπήρξε μέχρι του παρόντος.
Αν τα βάλεις κάτω, μπορεί και να είναι μεγάλος κανείς για να κάνει straight hip hop στα τριάντα του, αν και δεν το έχω συνδέσει με κάποιο παράδειγμα, διαισθητικά μου βγαίνει. Το να είναι όμως λευκός και με ατημέλητο "καλογερίστικο" μούσι είναι διπλό ελάττωμα. Ξεπεράστε τα και τα δύο, και δώστε το λόγο σε καταλυτικά τραγούδια όπως τα "A Hundred Light Years And Running", "Magnum" και "On Cavalry" (η καρδιά του μαρουλιού), το αρπακτικό εναρκτήριο "A Sad Day For Investors", αλλά και τα "The Bridges, Let Us Down", "The Shipwreckers", "In Paradise". Θα σας φανούν σκοτεινά, ένας κόσμος που βρίθει απεγνωσμένων ουρλιαχτών και πάλλεται σε θολές οθόνες, ασπρόμαυρα κάδρα και την αστική παραπλανητική παράνοια του νέον που καραδοκεί παντού. Ευθύς, συναισθηματικός, τραγικός στις παραστάσεις του, ακόμα κι όταν υπερβάλει, και κατά βάσει επικεντρωμένος στο θέμα. Έτσι ακούγεται ο Tim Holland, μια μεικτή μορφή μεταξύ τραγουδιστή και ηθοποιού, όπως όλοι οι αξιόλογοι MC's απαιτείται να είναι. Η υψηλή υποκριτική είναι το ακαταμάχητο στοιχείο του. Όπως και το να σε παρασέρνει άβουλα σε έναν ανεμοστρόβιλο από φράσεις με νόημα.
Θα κλείσω κοφτά: εδώ βρίσκεται ο σπουδαιότερος underground hip hop δίσκος που άφησε κληρονομιά το 2007. Τουλάχιστον...