Κάτι μου λέει ότι πολύ δύσκολα οι συμπατριώτες Franz Ferdinand θα καταφέρουν να ηχογραφήσουν ένα τρίτο άλμπουμ ανώτερο από αυτό των Sons And Daughters. Ξεκινώντας αξιοπρεπώς, αλλά με ορθά μετρημένο hype, υπό αμφισβήτηση δε από μερίδα κοινού και κριτικών, δεν ήρθαν αντιμέτωποι με δύσκολα δεύτερα και τρίτα άλμπουμ, αλλά είχαν την ευκαιρία εξέλιξης και ορθού προσανατολισμού.
Στη δεύτερη φετινή μεγάλη του παραγωγή, ο Bernard Butler επιλέγει και πάλι την ψευδαίσθηση του παρελθόντος ήχου. Με το blues και το οιονεί πρωτόγονο rock 'n' roll να αντικαθιστούν τις soul orientated διαθέσεις του ως παραγωγού της Duffy. Καλεί τους Sons And Daughters να διαχωρίσουν σαφώς τα καθήκοντά τους. Και αυτοί υπακούν. Ο Scott Patterson συγκεντρώνεται στις κιθάρες και η Adele Bethel οδηγεί τα φωνητικά της μπάντας, αφήνοντας κατά μέρος το δίπολο αγόρι-κορίτσι συνομιλούν στο μικρόφωνο. Και το όλο πράγμα λειτουργεί.
Αν τύχει και διαβάσετε ότι οι ανανεωμένοι Sons And Daughters βαράνε ένα άγριο, ωμό και ακατέργαστο rock 'n' roll, μην το πιστέψετε. Καταρχήν ότι κι αν ...βαράνε είναι απολύτως κατεργασμένο. Appetite for Production, όπως σοφά γράφει και το Magnet στην πρόσφατη καταχώρησή του για αυτούς. Αγριάδα και ωμότητα όχι, αλλά μία μετρημένα συμβατική ροκάδικη διάθεση. Σαν καθαροί και άκακοι Make Up ένα πράμα... Και ασφαλώς καμία σχέση με ακραίες περιπτώσεις τύπου Black Keys.
Όλα τα ροκ κλισέ είναι στη θέση τους. Τα ατόφια ριφάκια, τα hooky γεμίσματα της rhythm section, τα κοφτά φωνητικά και οι τεχνηέντως πειραγμένες διφωνίες. Από το κλισέ μέχρι την κόπια του Mother's Little Helper στο Darling βέβαια, δεν είναι και πολύ μακρύς ο δρόμος κατά πως φαίνεται. Αλλά ας είμαστε καλόπιστοι και ας θεωρήσουμε ότι η μουσική είναι όντως ένα ατέλειωτο big bang.
Ο Butler επιμένει σε όλη τη διάρκεια του δίσκου στην αποδεδειγμένα σοφή πρακτική του υπέρμετρου γυαλίσματος και κατόπιν του τεχνητού ελαφρού ξεθωριάσματος του ήχου της μπάντας που καθοδηγεί. Και αν το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι οι T-Rex των 00s, σίγουρα είναι πολύ καλύτερο από τις ανάλογες ερήμην του προσπάθειες των πάλαι ποτέ συντρόφων του στους Suede στα τέλη των 90s. Δεν μιλάω καν για το φιάσκο των Tears, έτσι;
Μόνο και μόνο για ένα απόλυτα σίγουρο για τις συνθετικές του αρετές τραγούδι όπως το The Bell, μακράν ό,τι καλύτερο ηχογράφησαν ποτέ, οι Sons And Daughters πείθουν ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια μπάντα που αναζητεί τον σίγουρο δρόμο προς το εξώφυλλο του N.M.E. Δρώντας σχεδόν ανεξάρτητα από τη μουσική παράδοση της πατρίδας τους, αναζητούν τα ίχνη μιας νέας British Invasion που δεν φοβάται να αποκαλύψει τις αμερικάνικες αναφορές της.
Κάπου πετυχαίνουν, κάπου όχι. Το όχι αναφέρεται μάλλον στην ομοιομορφία ήχων, στίχων και συνθετικών αναφορών. Και είναι και από τις λίγες μπάντες οι οποίες ακούγονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ τα κιθαριστικά 90s (ή έστω σαν να πέρασαν και να άγγιξαν ελαφρώς). Λίγο το έχεις αυτό; Είναι σχεδόν επικίνδυνο για τους ίδιους αν υποθέσουμε ότι μοναδική επιδίωξή τους είναι να επαναλάβουν την πατενταρισμένη επιτυχία του Repulsion Box. Στην αντίθετη περίπτωση, μιλάμε για μια μπάντα που τρεις δίσκους μετά παραμένει... full of promises!
Lene an ear to: The bell