Entropicalia
Στην vintageόπληκτη εποχή μας τα κεφάλια μερικών γυρίζουν και προς την άλλη κατεύθυνση. Του Αντώνη Ξαγά
Όλοι οι δρόμοι οδηγούν πίσω. Στο παρελθόν. Στο παρελθόν... Η ουσία είναι το νέον... Τα έλεγε και η Λένα στις "Μάσκες Ηλίου". Στο "Παιδί της Παραμονής".
Το vintage είναι η λέξη-κλειδί των καιρών μας. Σε κάθε επίπεδο, σε κάθε τομέα της ζωής μας. Vintage ρούχα, συνταγές, μουσικές, ταινίες, βινύλια και κασέτες, διακόσμηση, αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος να εξετάσουμε τα αίτια του φαινομένου, αλλά έτσι συμπυκνωμένα μπορούμε να αναφέρουμε ότι μια βασική ρίζα θα την εντοπίσουμε στην ανασφάλεια την οποία προκαλεί η διαρκώς επιταχυνόμενη τεχνολογική εξέλιξη συνδυασμένη όμως απαραίτητα με την απεριόριστη πρόσβαση στο καλά διατηρημένο (ψηφιακά!) παρελθόν του τελευταίου αιώνα (δεν είναι τυχαίο ότι το vintage σε αυτές τις εποχές αναφέρεται και περιορίζεται). Από το οποίο παρελθόν φυσικά επιλέγουμε μόνο τα καλά, "αθώα" και "ανέμελα" συστατικά, τις ανώδυνες φαντασιώσεις, φορώντας τα vintage (τι άλλο;) παραμορφωτικά μας γυαλιά...
Μια καθοριστική παρατήρηση είναι ότι τις περισσότερες φορές δεν μιλάμε καν για τα αυθεντικά δημιουργήματα της περασμένης εποχής αλλά για εξαρχής, επί τούτω επιτηδευμένα δημιουργήματα, τα οποία μιμούνται/αναπαράγουν/μεταδίδουν ένα παλαιακό άρωμα στην προσπάθεια να αποκτήσουν πιθανώς και μια προσθετική αισθητική αξία. Χαρακτηριστικό και "ανάλαφρο" παράδειγμα: το καλοκαίρι τελείωσε, τα κοινωνικά δίκτυα (και όχι μόνο) κατακλύστηκαν από ευτυχισμένες φωτογραφίες διακοπών, πολύχρωμων μαγιό, παραλίων, νυχιών, ποδιών, όλες περασμένες από φίλτρα τα οποία θα προσδώσουν μια ρετρό επικάλυψη, μια νοσταλγική αίσθηση σαν να βλέπεις "γυναίκες στην Νορμανδία στις αρχές του αιώνα, το καλοκαίρι" (πάλι Λένα από το "Γκάλοπ" τώρα) και όχι σε ένα πολύκοσμο στρατόπεδο ψυχαγωγίας της μετακομισμένης στην "άγονη γραμμή" Αθήνας του 2014. Και τούτο το ρομαντικό αποτέλεσμα ασφαλώς επιτυγχάνεται μόνο με τη χρήση της τελευταίας λέξης της σύγχρονης (άι-) τεχνολογίας, με ψηφιακά μέσα, ψηφιακή επεξεργασία, ψηφιακό περιβάλλον, απλά και μόνο στην τελική απεικόνιση της (αβάσταχτης;) πραγματικότητας πέφτει από πάνω μια λιγωτική άχνη νοσταλγίας.
Και κάπως έτσι αναδεικνύεται και η εγγενής αντίφαση, το οξύμωρο του πράγματος. Το vintage ακόμη και στην υποθετικά ακραία περίπτωση όπου καταφέρει να αναπαράγει με τα τελειότερα μέσα μίμησης και αναπαλαίωσης το παρελθόν, αυτό που δεν μπορεί με τίποτε ούτε καν να προσεγγίσει είναι και το σημαντικότερο: τα συμφραζόμενα της κουλτούρας της εποχής, τον τρόπο πρόσληψης και βίωσης της αισθητικής εμπειρίας. Γι' αυτό έλεγε και ο θείος Ηράκλειτος ότι τα ποδάρια σου δεν μπαίνουν δυο φορές στο ίδιο ποτάμι. Γι' αυτό άλλωστε πολλές φορές το vintage καταλήγει μια γραφική, ενίοτε κιτς αναπαράσταση, στείρα και χωρίς πολλές προοπτικές εκκόλαψης απογόνων.
Και κάπου εδώ μπαίνουν (επιτέλους!) στην ιστορία μας οι Soundcarriers. Ένα κορίτσι, τρία αγόρια, από το βροχερό Νότιγχαμ (Φόρεστ), μια στάση εδώ να γελάσουμε με τις μετεωρολογικές "μουσικολογικές" αναλύσεις, ο δίσκος γαρ είναι από εκείνους που εύκολα χαρακτηρίζονται ηλιόλουστοι, χαλαροί, ράθυμοι, μας το υποδεικνύουν και οι ίδιοι και με τον τίτλο "Entropicalia".
Τρίτος τους δίσκος είναι αυτός, οι προηγούμενοι δύο συνάντησαν μια διφορούμενη μάλλον χλιαρή υποδοχή, καλοί ήσαντε, από τον προηγούμενο μάλιστα κρατώ ένα υπέροχο τραγούδι σαν το "Step Outside". Εδώ έχουν βελτιωθεί ακόμη περισσότερο υπηρετώντας με συνέπεια το συγκεκριμένο μουσικό τους ύφος, τους βρίσκουμε μάλιστα σε ταιριαστή δισκογραφική στέγη, στην Ghost Box, την εταιρεία η οποία παλεύει να ζέψει φαντασματικά όντα από το ...φουτουριστικό μέλλον και το vintage παρελθόν στο ίδιο κάρο, και ενίοτε το καταφέρνει πολύ καλά αν θυμηθούμε τους ήχους των Belbury Poly και των Advisory Circle. Κι ας μην ακολουθούν οι Soundcarriers ανάλογους ηλεκτρονικούς δρόμους, η νοοτροπία τους είναι κατά βάση η ίδια.
Υπό το πρίσμα αυτό το "Entropicalia" είναι vintage. Και προσπαθούν και αρκετά για να το επιτύχουν, τα μέσα ηχογράφησης τους είναι με αυστηρότητα ...vegan αναλογικά. Τέτοια είναι και τα φαντάσματα τα οποία κυκλοφορούν στον δίσκο. Ελαφρά easy listening τζαζ, από αυτή που ακούγεται δίπλα σε μια πισίνα ζωγραφισμένη σε παστέλ χρώματα του David Hockney, απαλά γυναικεία φωνητικά σε ψυχεδελικούς δρόμους της δυτικής ακτής, μαμάδες και μπαμπάδες, αλλά και Byrds (πριν αυτοί ανακαλύψουν τη γοητεία των χυμωδών κοριτσιών των ροντέο) και γαλλική ποπ, οι ντάμες του Παρισιού και ανάλογες συλλογές, και soundtrack από 70s γαλλικές ταινίες με τις εν λόγω ντάμες σε soft porno περιπέτειες. Μια γενική διάθεση ευφορίας κυριαρχεί, μια τροπικής χαλαρότητα και χλιαρότητα (με την καλή έννοια, στις χλιαρές θερμοκρασίες δεν είναι που αισθάνεσαι άνετα το ανθρώπινο σώμα;)
Κορφολογώντας λοιπόν από τόσες διαφορετικές πηγές οι Soundcarriers καταφέρνουν με ...ελεύθερο σχεδιασμό (προσοχή εδώ υπάρχει υπονοούμενη αναφορά) να φτιάξουν μερικά εξαιρετικά δημιουργήματα βελούδινης ποπ, δειγματοληπτικά αναφέρω τα "The Outsider, "Low light" και το κορυφαίο ομώνυμο "Entropicalia".
Να σημειωθεί εδώ ότι το CD περιέχει κι ένα παραπάνω τραγούδι, όπως τα παλιά καλά χρόνια που οι εταιρείες το προωθούσαν έτσι σαν νέο μέσο (που θα πάει, δεν θα γίνει και αυτό vintage κάποια στιγμή;)
Από την άλλη όμως και για να υπονομεύσω τα προλεχθέντα, ο δίσκος αυτός δεν θα μπορούσε να έχει κυκλοφορήσει ούτε τη δεκαετία του '60, ούτε του '70, ούτε καν του '90. Γιατί κι αν ακόμη χρησιμοποιούνται υλικά πολλάκις μεταχειρισμένα, σημασία έχει ο συνδυασμός τους, σπάνια άλλωστε στην ιστορία της μουσικής εμφανίζονται καινούργια υλικά, αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος χρήσης και πρόσληψής τους. Υπό αυτό το πρίσμα δύο είναι τα σχήματα χωρίς τα οποία δεν θα υπήρχαν δίσκοι όπως το "Entropicalia". Οι Can, αυτό το σπουδαίο συγκρότημα με τις αστείρευτες ιδέες, ανοιχτές για κάθε μελλοντική δυνατότητα εξέλιξης και οι ...Can. Οι Can όπως ήταν τη δεκαετία του '70 (το εξαιρετικό "This is normal" κλέβει στην αρχή τα pattern της περίφημης Βιταμίνης C, για να ακολουθήσει μετά τον δικό του δρόμο), αλλά και οι Can μέσα από την σύγχρονη οπτική, διαθλασμένοι μέσα την οπτική σχημάτων όπως οι Stereolab, οι Broadcast (χμμ, κάπου πήρε το μάτι μου τον πληκτρά τους στο ρόστερ της Ghost Box), οι Heist (αν προτιμάτε μια πιο άγνωστη, σπουδαία όμως και αγνοημένη αναφορά).
Σε αυτή την γεννητική γραμμή θα τοποθετήσουμε συνεπώς και τον δίσκο αυτό, μια γραμμή η οποία εκκινεί βαθιά στο παρελθόν αλλά ο δείκτης της πυξίδας δείχνει προς το μέλλον και στέκεται ισορροπημένος στο παρόν. Ένα παρόν, το οποίο ας μην ξεχνάμε, είναι το vintage παρελθόν μιας κάποιας επόμενης γενιάς. Ζούμε λοιπόν στις παλιές, καλές, αθώες κι ανέμελες εποχές του μέλλοντος. Έχει πλάκα νομίζω να το σκέφτεσαι αυτό...