Ένα ερώτημα που κατά καιρούς αντιμετωπίζει ένας αναγνώστης μουσικών εντύπων: ποιος σ' ενημερώνει πληρέστερα για ένα δίσκο, ένας φαν ή ένας αντίθετος ; Θυμάμαι το ζήτημα ήταν στο φόρτε του τότε στα μέσα των '80ς με την γκαραζοψυδελική αναβίωση τύπου Vox. Οι φανς του είδους έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας κι έβγαζαν όλους τους δίσκους αριστουργήματα, τη στιγμή που οι άλλοι κόντευαν ν' αυτοκτονήσουν από την μονοτονία ή επαναληπτικότητα. Για μένα θα έπρεπε να γράφονται και να διαβάζονται κι οι δυο απόψεις, συν μια ψυχραιμότερη στο ενδιάμεσο. Αυτές οι τρεις προσωπικές απόψεις θα έφτιαχναν κατά τη γνώμη μου το ιδεώδες πολυσέλιδο φανζίν.
Μέχρι τότε και για τον δίσκο αυτό, αναλαμβάνω το πόστο Άλφα, ως δεδηλωμένος βουτηχτής των κατά Jason Pierce ευαγγελίων. Το τι έκαναν στα προηγούμενα τους LP το ξέρετε. Ο ιερός κιθαριστικός θόρυβος διέφθειρε και διεφθειρόταν από ουράνιες μελωδίες, η αυθεντική, ψυχοδηλωτική ψυχεδέλεια από το σύγχρονο αστικό γκαράζ κι ο γόνιμος πειραματισμός από τις αιώνιες ροκ φόρμες. Η ιδιαιτερότητα (για να μην πω τίποτε άλλο) κι ο απύθμενος χαρακτήρας του Pierce έδινε μια εντελώς προσωπική μορφή σ' όλα αυτά τα χιλιοπαιγμένα.
Ε όλα εκείνα λοιπόν υπάρχουν κι εδώ. Κι ας έλεγε ο Jason τη μια ότι θα είναι ο καλύτερος τους δίσκος (ο ψεύτης), την άλλη πως θα είναι περισσότερο ροκ από ποτέ (ο απατεώνας), την τρίτη πως θα σημάνει αλλαγή κατεύθυνσης (ο μυθομανής). Βέβαια ποιος να μπει στο μυαλό του... δε συμφέρει. Αυτό που δε μας είπε πριν αλλά μετά, είναι ότι ο δίσκος ηχογραφήθηκε μια κι έξω, σπαταλώντας μια μόνο μέρα για το κάθε κομμάτι. Παλιότερα του έπαιρνε μήνα. Θα καταλάβαινε πάντως κανείς με κλειστά μάτια πως είναι ένας τυπικός πνευματισμένος δίσκος. Με μπαλάντες που θες να ανοίξεις τα φυλλοκάρδια σου να μπούνε μέσα ('Oh baby', 'Rated X'), με βαβούρες που θες να σου χωθούν μέσα στους νευρώνες σου ('This little life of mine'). Με εξερεύνηση της σκοτεινής πλευρά της κάντρι (ποιος ξεχνάει το 'Do it all over again' απ' το 'Let it come down';) στο 'Hold on' και τόσο όμορφα εύκολο '60ς ροκ ('Cheapster'). Με κομμάτια που θες να ακούσεις όταν είσαι λιώμα ('The ballad of Richie Lee') ή όταν θες να ταξιδέψεις κάτω απ' το δέρμα σου ή μέσα σε ψυχές άλλων ('Lay it slow down'). Με απύθμενη πολυμουσικότητα ('The power and the glory') και γκόσπελ εκστασιασμό ('Lord let it rain on me'). Και μην το ξεχάσω, με μια ένταση που εύχεσαι να είχαν τα ερωτικά αγκαλιάσματα '(She kissed me (it felt like a hit))'.
Για άλλη μια φορά φαντάζομαι του είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει τίτλους για τα τραγούδια του γι' αυτό σχεδόν τους επαναλαμβάνει. Ξανά και οι επικλήσεις στον Lord του καθενός, στις κοσμικές δυνάμεις, στην παθολογική ερωτική έλξη, στην αναζήτηση της ευτυχίας μες τη δυστυχία, στη φιλοσοφία του τίποτα, στο κοίταγμα του ταβανιού. Και οι μουσικοί δεν είναι πάλι καμιά εκατοστή, αλλά έχουν ισόποσο ειδικό βάρος, όπως ο σαξοφωνίστας Evan Parker ή ο βιολιστής Nicky Sweeney.
'Amazing grace' ήταν ο τίτλος ενός τρυφερού opening track των Low. Δεν αντικατόπτριζε όμως αυτό το αμετάφραστο κι απερίγραπτο που λέει ο τίτλος, αυτή την χαρίεσσα αίσθηση που σ' αφήνει amazed. Ενώ εδώ, ο τίτλος αρκεί για να δηλώσει το περιεχόμενο.