Η πρώτη φορά που έγραψα γι' αυτήν τη Νορβηγίδα, ήταν το 2003 στη στήλη. Σήμερα μπορεί να τα έλεγα λίγο αλλιώτικα, ωστόσο αν παρόλα αυτά σας ενδιαφέρει ένα κείμενο για το πρώτο άλμπουμ της, το "Iter.Viator", το βρίσκετε πλέον εδώ. Έτη μετά κι ο χρόνος για την Heidi Solberg Tveitan τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως δείχνει να πιάνεται από τότε, τι κι αν ένωσε τις λέξεις στο όνομα του πρότζεκτ της... Αλλά αρκούν λίγα λεπτά εντός του "The Thread" για να διαπιστώσεις ότι η συνέχεια του δεύτερου δίσκου ενέχει και προώθηση σε ακόμη σκοτεινότερους διαδρόμους, βύθισμα σε χαμηλότερους ρυθμούς, σφιχταγκαλιάσματα με γοτθικούς overtones κι ένα ολικό ύφος που επιτέλους κάποτε χρειάζεται να διαδοθεί ως post-metal - όρος που γεννήθηκε μια φορά, όπως το οτιδήποτε, περίπου τότε με το "In The Room" των The 3rd & The Mortal.
Έτσι έχουν με επιγραμματικούς τίτλους τα προϊόντα των συνεργασιών της με τον Γερμανό Markus Reuter, τον συνοδοιπόρο ομοεθνή Kristoffer G. Rygg των Ulver, που στο "Iter.Viator" είχε δύο συμμετοχές, εδώ τις επαναλαμβάνει στο ακέραιο, και του αυξανόμενης δημοτικότητας Ιάπωνα cyberpunk συγγραφέα Kenji Siratori στο hidden track "Neo Drugismo", κομμάτι που υπάρχει και στη βίντεο εκδοχή του στο enhanced cd. Δεν είναι και σίγουρο ότι χωρίς όλους αυτούς, σ' ένα περισσότερο ατομικό ταξίδι, να υποθέσω, η απόδοση των γραμμένων θα ήταν η ίδια ή διαφορετική.
Στο ενδιάμεσο από το 2001 που ξεκίνησε το παρόν προσωπικό φορείο, η Solberg Tveitan είδε τα χρόνια της να φτάνουν τα 36, την ομορφιά της ως γυναίκα να αυξάνεται, να γίνεται η επόμενη μία που μελοποιεί στις μέρες μας Emily Dickinson, τους Peccatum που διατηρούσε με τον άνδρα της Vegard Sverre Tveitan των Emperor να κλείνουν μια θέση σ' αυτά που παλιά συνέβαιναν και τώρα έχουν πάψει, αλλά βεβαίως το ζευγάρι δεν έμεινε χωρίς κοινές ενασχολήσεις: κανένα ωδείο μέχρι της παρούσης δεν ξεκίνησαν, αλλά το label της Mnemosyne (από λεξικό βρίσκουν ονόματα τα παιδιά;) σε συνέχεια του Symphonique Studio τους, αυτό ναι.
Το "The Thread" είναι απ' τους δίσκους που ακολουθούν μια γραμμή. Θεωρητικά. Στην πράξη ξεκινάει με μελανόχρωμα ορχηστρικά θέματα και για να ακούσεις στίχους και τραγούδι χρειάζεται να περιμένεις να φτάσεις κοντά στο τέταρτο λεπτό του τρίτου τρακ, απόσταση υπολογίσιμη, την οποία την περνάς χωρίς να κοιτάς τους λεπτοδείκτες χωμένος μέσα στην ατμόσφαιρα που φτιάχνουν τα πλήκτρα και ό,τι τα συνοδεύει, κιθάρες, μπάσο και τύμπανα επί το πλείστον. Αυτά ακριβώς είναι και τα προσόντα του: η σφιχτή του ατμόσφαιρα και το θηλυκό του μυστήριο. Τα πιο εξέχοντα instrumental θέματά του είναι το "Him And Her" κι ασφαλώς το κατευόδιο του "The Snake Pit", τα πιο εξαιρετικά του τραγούδια είναι πρώτα το "The World Spins For You" και σίγουρα το "Blood, Bones And A Skull", ακόμη μία ευκαιρία για να διαπιστώσουν τα αφτιά μας πως ο Rygg είναι απ' τους πιο σταθερούς και καθαρούς τραγουδιστές που βγήκαν μέσα απ' το σκοταδόψυχο metal τα τελευταία χρόνια, με άλλη αντίληψη για πολλά που το αφορούν.
Ό,τι έπαιρνε φως, το φωτίσαμε και το ψαχουλέψαμε λοιπόν, αλλά το πώς με τη δουλειά του για το artwork του δίσκου ο Βάσκος γραφίστας Ritxi Ostariz μπήκε στις σελίδες του περιοδικού Computer Arts Projects, μονάχα στα σωστά κονέ του μπορώ να το αποδώσω. Έστω και χαιρετώντας, κάτι ιδιαίτερο δεν εντόπισα για να το αναφέρω. Αν ποτέ επανέλθω, θα είναι για τη μουσική καθαυτή, να το ξέρετε...