From Capelton Hill
O χρόνος που περνάει μαζί με ότι αυτός αφήνει πίσω ήταν ήδη από την αρχή το πεδίο όπου κινούνταν αυτό το καναδέζικο ίντυ-ποπ σχήμα. Πόσο μάλλον τώρα που έχουν οι ίδιοι 20 χρόνια παρελθόν. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Με κοιτούσαν περίεργα οι φίλοι μου, όταν τους έλεγα ότι θεωρώ ως ένα από τα πιο ταιριαστά φωνητικά ντουέτα αυτό των Torquil Campbell και Amy Millan των -ομολογώ εξαρχής- αγαπημένων μου Stars.
Παιδιόθεν, που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, δε διακρινόμουν για τη συμπάθεια που έτρεφα στα τραγούδια με ερωτικό στίχο. “Valentine’s day wasn’t meant for my (our) kind anyway”. Τώρα, θα μου πείτε, τι σας ενδιαφέρει εσάς αυτό. Μα, έχει σημασία, αν συμπληρώσω ότι οι Stars είναι μια μπάντα που κατεξοχήν εμπνέεται από τον έρωτα. Ουπς! Τι ουπς; Παρεξηγήθηκε κανείς; Και τότε πώς μου αρέσουν; Μα, διότι οι (ερωτικές, χα χα) καταστάσεις που κατά κανόνα περιγράφονται με ατόφια ποιητική ευαισθησία από τους έξι Καναδούς εκ Montreal ορμώμενους φίλους μου δεν είναι σαν τις άλλες. Είναι… αλλιώς. Πώς να το πω, είναι μεν ερωτικές, αλλά ταυτόχρονα επιχειρούν να γίνουν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, μέσω μιας μελαγχολικής ματιάς με μια διαρκή υποβόσκουσα αίσθηση απώλειας που πηγάζει μόνο από την απογυμνωτικά ειλικρινή θεώρηση των σχέσεων, την απώλεια και -πρόσφατα- την ενηλικίωση. Καταλάβατε; Όχι, εντάξει. Κατανοητό. Κι εγώ ομολογώ ότι δε θα καταλάβαινα, αν δεν είχα ακούσει τα τραγούδια τους.
Για μένα όλα ξεκίνησαν με το "Ageless Beauty" και το ευρύτερο “Set Yourself on Fire”, απογειώθηκαν με το “No One is Lost”, με το ταξίδι να συνεχίζεται συναρπαστικό. Δυστυχώς όμως, όχι ακριβώς το ίδιο συναρπαστικό έπειτα από την κυκλοφορία του “From Capelton Hill”. Εδώ αρχίζει η παλιά γνωστή λεπτή ισορροπία, που σπάνια αποδίδεται με λέξεις: Τι ωραία που θα ήταν να γράφονταν δισκοκριτικές, αφού σβήνονταν από τη μνήμη οι προγενέστερες κυκλοφορίες. Σωστά, μόνο που κάτι τέτοιο δε γίνεται. Άρα, όταν δίκαια έχουν χτιστεί μεγάλες προσδοκίες που -έστω και οριακά- συντηρήθηκαν με το “There is No Love in Fluorescent Light”, αυτές αναπόφευκτα βαρύνουν όλα τα επόμενα βήματα. Έτσι και με τον καινούργιο ένατο δίσκο τους, που σίγουρα είναι αξιόλογος (δείτε πόσες καλές κριτικές ήδη πήρε), αλλά δεν είναι αυτός που θα περιμέναμε. Ποιοι; Μα, εμείς που τόσο πολύ τους αγαπάμε. Κι εδώ αγαπώ, δε σημαίνει μεροληπτώ.
Ομολογώ ότι και στο “From Capelton Hill” συναντάμε τη γνωστή indie pop ή chamber pop που ανέκαθεν τους χαρακτήριζε. Μάλιστα, αρκετά ραφιναρισμένη, δια χειρών των περήφανων συμπατριωτών τους Jace Lasek (The Besnard Lakes) και Marcus Paquin (Arcade Fire, The National), αν και με ένα ντουέτο όπως των Campbell και Millan, ξεκινάς να τρέχεις κατοστάρι από τα είκοσι μέτρα. Σπάνια το γλυκόπικρο ακούστηκε τόσο αναπαυτικό στην pop, μακριά από υπερβολές και μελοδραματισμούς. Κι ενώ αυτό από μόνο του θα έπρεπε να δυσκολεύει την κατάσταση, στην πράξη μάλλον απλοποιεί τα πράγματα. Κι έτσι, παρά τους γενικά ήπιους τόνους, οι δύο αυτές τόσο ταιριασμένες φωνές σε «αναγκάζουν» να τις προσέξεις. Και να ακούσεις προσεκτικά αυτά που λένε.
Το “Palmistry” μοιάζει να έρχεται μέσα από την καρδιά του “No One is Lost”, με υπέροχη φωνητική αρμονία και την αρχοντιά της ποιοτικής pop των 80s. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το “Back to the End”, όπως και με το “Hoping”, που ξεχωρίζει για το -όπως πάντα- υπέροχο μπάσο του Evan Cranley (Broken Social Scene). Το “If I Never See London Again” θυμίζει τα παλιά με το σόλο σαξόφωνο, ενώ με το “Build a Fire” αναβιώνουν οι πιο χορευτικές στιγμές τους.
Κι αν ο νέος τους δίσκος δεν ανήκει στους καλύτερούς τους, αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι στιχουργικά δε θα βρείτε σε αυτόν την ποιητική ματιά των προηγούμενων. Είπαμε, τέτοια “Look Away” δεν έχουν θέση εδώ…