The break
Ποπ εγχώριας παραγωγής αλλά υπερτοπικής απεύθυνσης, διόλου πρωτότυπη αλλά εν τούτοις σπουδαία. Του Αντώνη Ξαγά
«Η πρωτοτυπία είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια προστιθέμενη, όχι εγγενής αξία» γράφει κάπου στο έξοχο «Η σκιά του ευνούχου» ο Jaume Cabré. Ωστόσο στον κριτικό λόγο συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε ως έπαινο την ατάκα «χωρίς στερεότυπα», υποβάλλοντας έτσι εμμέσως την αντίληψη ότι η διαρκής επιδίωξη μιας κάποιας πρωτοτυπίας/και(ε)νοτομίας και η υπέρβαση αυτού που θεωρείται «παρωχημένο» και χιλιοειπωμένο είναι μια αυταξία, ένας αυτοσκοπός (μια αυταρέσκεια, μια αυτοϊκανοποίηση κλπ) χωρίς ανάγκη λοιπών αποδείξεων. Και κάπως έτσι έχουμε γεμίσει στην τέχνη γενικότερα με περίσσεια εξυπνάδας (και εξυπνακισμού) και άφθονες ιδέες υπό τον φερετζέ της πρωτοτυπίας. Οι οποίες συνήθως ιδέες μένουν, η δε πρωτοτυπία εξαντλείται στην φόρμα και στο κόνσεπτ. Ωστόσο μήπως το πραγματικό ζητούμενο στην τέχνη δεν είναι η ιδιαίτερη, η προσωπική ματιά στο στερεότυπο, στο καθιερωμένο, αυτή η μικρή τόση δα πινελιά που θα κάνει την διαφορά;
Η Σtella (Χρονοπούλου) από την μεριά της είναι ποπ. Τώρα δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει αυτό, ειδικά σε μια εποχή όπου… όλα είναι ποπ, ένα κιτς χωνευτήρι των πάντων, όπου η ίδια η ζωή βιώνεται ως κατανάλωση Τέχνης. Η ποπ μπορεί να είναι πολλά και αντιφατικά πράγματα, να ανακυκλώνει τον εαυτό της ή και να τον αναιρεί (βλέπε ίνδυ ποπ), να υποτάσσεται σε ένα μέσο ανύπαρκτο γούστο ή να καθοδηγείται από αυτό (η γνωστή ιστορία της κότας με το αυγό), πάντως σίγουρα είναι το στερεότυπο της κάθε εποχής (που κατά διαλεκτικό-ετεροκαθοριζόμενο τρόπο συμπεριλαμβάνει και το αντι-στερεότυπο!), απόλυτα δεμένο με αυτήν, η ποπ είναι εγγενώς προορισμένη να γίνει ρετρό για να θυμίζει στους μεσόκοπους και τους γεροντότερους τις «παλιές καλές μέρες». Όσα δε βαρύγδουπα όμως και αν γράψουμε, όσες παραπομπές και αναφορές και διακειμενικές διασταυρώσεις κι αν επινοήσουμε, όσα κόνσεπτ και αν σκαρφιστούμε, όσα προπετάσματα καπνού από πειραματισμούς, αυτοσχεδιασμούς, anything goes αβαγκαρντιές, ατμόσφαιρες και ηχοτοπία και «καλές παραγωγές» (διάβαζε: το φαί ναι μπορεί να είναι χάλια, αλλά τα πιάτα ήταν Κριστόφλ και τα ποτήρια γνήσιο κρύσταλλο Βοημίας) κι αν υψωθούν για να κρυφτεί η μελωδική ένδεια, το τραγούδι είναι και παραμένει η μονάδα μέτρησης της ποπ μουσικής και η μελωδία το «πάντων μέτρο», το αμόνι στο οποίο δοκιμάζεται η μουσικότητα. Ένα χάρισμα όμως το οποίο, φευ, ανάγεται μάλλον σε... μεταφυσική παρέμβαση, γιατί ούτε διδάσκεται ούτε εμφυσείται ούτε μπορεί να είναι προϊόν επιρροών, όσους τόνους βινυλίων και GB μουσικής να έχει ακούσει κανείς.
Τούτο το χάρισμα να σκαρώνει μελωδίες ευρείας στόχευσης και απεύθυνσης το έχει η Σtella άπλετο, το έχει αποδείξει ήδη με τους δύο προηγούμενους της δίσκους, τον πρώτο φερώνυμο και το δεύτερο «Works for you», και αυτό έχει… βγει και στον κόσμο, θυμάμαι ακόμη τις ουρές έξω από εκείνο το λάιβ στο ‘Ρομάντσο’ όπου ποτέ δεν καταφέραμε να μπούμε, μέχρι και στο αφασικό ελληνικό ραδιόφωνο μαθαίνω (δεν ακούω) έχουν βρει μια θέση τα τραγούδια της. Και ναι, η επιτυχία ποτέ δεν αποτέλεσε κριτήριο ποιότητας (ή… πχιότητας που έλεγε μια χαμένη ψυχή) αλλά από την άλλη, ποπ χωρίς επιτυχία νοείται;
Έχει λοιπόν τον τρόπο της η Σtella, προς επίρρωση αυτού έρχεται και η νέα αυτή εμφατική συλλογή τραγουδιών (που κυκλοφορεί μάλιστα από καναδέζικη εταιρεία), ενώ ήδη από έναν χρόνο μας τροφοδοτούσε σε τακτά διαστήματα με ένα νέο single. Έναν τρόπο αβίαστο και με αφοπλιστική μελωδική χάρη και απλότητα να μετουσιώνει μικρά καθημερινά στιγμιότυπα σε τραγούδια, σε στρωτές ‘direct lines’ γραμμές, σε ρυθμούς που δεν εκβιάζουν το χορευτικό και το μπιτάτο, που τρία λεπτά αρκούν για να αναπτυχθούν μέχρι ολοκλήρωσης, εκεί σε αυτό τον μαγικό αριθμό συν-πλην κυμαίνονται όλα της τα τραγούδια (ότι πρέπει για την γενιά της διάσπασης προσοχής αλλά και τα 30 δευτερόλεπτα από τα οποία πιάνεται ένα streaming στο Spotify). Στα περισσότερα δε κομμάτια υπάρχει ένα προσωπικό αποτύπωμα, ένα twist, μια πινελιά, όχι απαραίτητα απρόβλεπτη αλλά καίρια τοποθετημένη. Και μια ανάρια μελαγχολία, όχι από αυτή που σε πλακώνει σαν πέτρα, αλλά από εκείνη την έως και …μαζοχιστικά ευχάριστη, η οποία υπογραμμίζεται και υπηρετείται από μια εκφραστική ζεστή φωνή, μια cool ερμηνεία που δεν γίνεται σνομπ και έχει και μια ελαφρά ανασφάλεια, χωρίς την αυτοπεποίθηση της τέλειας φωνής ή την επιτήδευση τύπου «ακούστε με πωπωπω πόσο υποφέρω» (έσχατο δημοφιλές κοσκινάκι). Κι αν τσινάτε (για μένα λέω!) με τα αγγλικά, που πρέπει να (με) πείσουν ότι έχουν λίαν σοβαρό λόγο ύπαρξης-έκφρασης για εγχώριο καλλιτέχνη, στο παρόν πλαίσιο, το οποίο έχει μια «υπερτοπικότητα» έτσι όπως αντλεί από τον οικείο χώρο αναφορών της 80s mainstream electropop (αλλά και της μεταγενέστερης της πρόσληψης), λειτουργούν (βοηθά ασφαλώς και η άψογη προφορά).
Κι αν δεν διαβλέπω κάποια καταφανή «εξέλιξη» (ένα άλλο φετίχ αυταξίας της εποχής μας), κι αν ο δίσκος δεν δηλώνει από τεχνικής άποψης κάποιο break, ένα σημείο τομής, μικρή έως καμία σημασία δεν έχει. Σπουδαία κομμάτια σαν το «The Race», το «Forest» ή το «Monster» (σημειώνουμε και την μίνιμαλ άποψη στην τιτλοδοσία) δεν ακούμε συχνά. Κι ας μην πετυχαίνει σε όλα η συνταγή, δεν είναι και εύκολο άλλωστε.
Και κάπου εδώ υπεισέρχεται και ο διαχρονικός προβληματισμός για τον ρόλο του άλμπουμ στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού (γιατί τι είναι η ποπ αν όχι λαϊκό τραγούδι;), εκεί όπου το σινγκλ, το σαρανταπενταράκι, ήταν ανέκαθεν ο φορέας του και σήμερα το download. Το άλμπουμ από την μεριά του είχε άλλου τύπου καλλιτεχνικές αξιώσεις (ασφαλώς όχι εξ ορισμού ανώτερες). Τούτες τις μέρες κατά σύμπτωση πρόσεξα μία (ακόμη!) επανέκδοση του «Hunting high and low» των A-ha, αναρωτήθηκα ποιος θυμάται άλλο τραγούδι πέρα από τα τρία (άντε τέσσερα για τους ψαγμένους) κύρια σινγκλ. Είναι μάλλον η μοίρα της σπουδαίας ποπ να μην αποτυπώνεται σε σπουδαίους δίσκους…