Οι forty something συνομήλικοι του Stephen Duffy θα το ξέρουν σίγουρα. Για τους νεότερους, λοιπόν, ένα πράγμα που πρέπει να μάθουν είναι πως ο Duffy συμμετείχε στην ιδρυτική τριάδα των Duran Duran στο Birmingham του 1978, μαζί με τους John Taylor και Nick Rhodes. Τους άφησε ένα χρόνο πριν γίνουν οι γνωστοί pop stars του MTV και, σύμφωνα με κατά καιρούς δηλώσεις του, αν έμενε μαζί τους δεν θα το κατόρθωναν. Το ποιος κέρδισε τώρα και το ποιος έχασε είναι ένα άλλο κεφάλαιο, το οποίο υποθέτω ότι και ο ίδιος δεν θα θέλει να σκαλίζει.
Τους πρώτους The Lilac Time τους σχημάτισε το 1987 για να διακόψει τη δράση τους το 1991. Πρόλαβαν, μάλιστα, να γράψουν και για την Creation του Alan McGhee, το απόλυτο pop label των αρχών των nineties. Βεβαίως, εκείνο το σχήμα δεν έχει και μεγάλη σχέση με το τωρινό, εξ ου και η τροποποίηση του ονόματος σε κάτι περισσότερο προσωπικό. Ουσιαστικά, οι σημερινοί The Lilac Time αποτελούνται από τον ίδιο, μαζί με τα αδέρφια Melvin και Nick Duffy, ένα drummer, τον Keir Milligan, τον Brett Shearer στο μπάσο και μια τραγουδίστρια, την Claire Worrall, στα δεύτερα φωνητικά. Και αναλόγως το τραγούδι κάποιοι συνοδεύουν τον Duffy και οι υπόλοιποι μένουν απ' έξω. Αν και, συνολικά, το ‘Keep Going’ είναι το έβδομο album τους, συγκριτικά είναι και το πιο προσωποπαγές, λοιπόν, γύρω από τον ίδιο, μια υπόθεση που με τον καιρό φαίνεται να μετατράπηκε σε ξεκάθαρα σόλο.
Εδώ η, πάντοτε pop, γραφή του Stephen Duffy ακολουθεί σαφείς ακουστικούς δρόμους, οι οποίοι βγάζουν τις επιρροές του από τις μπαλάντες της βρετανικής folk, τους Simon & Garfunkel, τον Bob Dylan, μέχρι την country του Nashville και τον Johnny Cash. Τότε είναι που χάνει πλήρως την καταβολή της προς κάτι φερώνυμα αμερικάνικο. Το ομότιτλο track, ας πούμε, ή τα ‘The 12 Tones’, ‘The Silence’, ‘Nothing Can Last’, ακόμη και το ‘An Open Book’ (το δέκατο τρίτο, κρυφό track) με τις slide και pedal steel κιθάρες, το μπάντζο και τη φυσαρμόνικα πετούν στα σκουπίδια κάθε έννοια περί Βρετανού απ’ το Birmingham.
Αλλού, στο εναρκτήριο ‘Home’, στο ‘We Used To Be So’ ή στο πιο ρυθμικό ‘Don’t Feed The Rats’ ο Stephen Duffy δείχνει να ασπάζεται την κατεύθυνση του Paul Weller εποχής ‘Wild Wood’, και καθότι ένας πικρός και ευαίσθητος τραγουδοποιός, με τις μελωδίες σε πρώτη προβολή, το κάνει αρκετά καλά. Μάλλον, από τα δύο πρόσωπά του, τα οποία επιμελώς ανακατεύει εδώ ώστε τελικώς να φαίνονται ως εκφράσεις ενός και μόνον, προτιμώ αυτό το δεύτερο. Μου μοιάζει πιο λογικό στην υποθετική εξέλιξη ενός γόνου της βρετανικής art-pop των αρχών των eighties.
Όπως και αν έχει, πάντως, είναι ακατόρθωτο να μην σταθεί κάποιος στην αναβλύζουσα αίσθηση του looser - επισήμανση που είχε πρώτη, ίσως εδώ και χρόνια, επιδικάσει η συνείδηση. Ο Stephen Duffy έχει χάσει προ πολλού το τρένο. Σήμερα, απλώς, προσπαθεί φιλότιμα να γράψει αξιοπρεπείς folk/pop μπαλάντες γνωρίζοντας πως μια επιτυχία στους καταλόγους του Billboard είναι πια κάτι άπιαστο. Και αυτή η κατάσταση ενίοτε γίνεται πηγή για την ανεμελιά του, ασχέτως του στυλ. Σχεδόν...