Pulse / Quartet
Ένα κείμενο το οποίο ξεκινά σε πνεύμα "δεν μου αρέσει ο Steve Reich" και καταλήγει σε μια υψηλοτάτη βαθμολογία. Τι να έχει συμβεί στο μεταξύ; Της Ελένης Φουντή
Ο Steve Reich με δυσκολεύει. Αυτός είναι ο πιο κομψός τρόπος που μπόρεσα να σκεφτώ για να πω ότι δεν μου αρέσει. Κυρίως δεν μου αρέσει η υπερβολικά χειρουργική αντίληψη που νιώθω ότι έχει για τη δημιουργική διαδικασία. Πολυεπίπεδος, εγκεφαλικός, ο Reich συχνά προτάσσει την τεχνική λεπτομέρεια και αρτιότητα στο έργο του σε σημείο που αίρεται, σκέφτομαι συχνά, και η ιδιότητά του ως μινιμαλιστή ακόμα. (Άλλωστε είναι γνωστό πως ο ίδιος δεν αποδέχεται τον όρο. Κάτι παραπάνω θα ξέρει).
Ίσως αυτό δεν βρίσκει εφαρμογή στο πρώιμο συνθετικό του έργο στη δεκαετία του 1960, αλλά θέλεις για παράδειγμα να ακούσεις το "Music for 18 Musicians" που κυκλοφόρησε το 1978 και κουράζεσαι στη σκέψη και μόνο. Εγώ προσωπικά εξουθενώνομαι και από τον διακριτικά απειλητικό τίτλο. Δηλαδή δεν αποθαρρύνει αυτή καθεαυτή η ύπαρξη των 18 μουσικών (που παρεμπιπτόντως, ο ίδιος λέει πως δεν φτάνουν κιόλας για να αποδοθεί το έργο σωστά σε συναυλία, λόγω των εκτεταμένων ανά δύο συνδυασμών που απαιτούνται), αλλά η προειδοποίηση πως θα διαβείς τις πύλες της Ταλαιπωρίας. Το αποτέλεσμα είναι μια απίστευτη πολυπλοκότητα ρυθμού και ένα πλήθος χρονικών μέτρων, που ναι, με εντυπωσιάζουν αλλά όχι, δεν με συναρπάζουν. Όχι όπως το "Strumming Music" του Charlemagne Palestine για παράδειγμα, που με το τίποτα πλημμυρίζει το δωμάτιο ποτάμια συναισθήματος.
Και το φαινόμενο εντείνεται πιστεύω με τα χρόνια. Από το κακό στο χειρότερο πάει. Όταν λοιπόν έπεσα τυχαία πάνω στο "Pulse/Quartet", η πρώτη μου σκέψη ήταν «Νέος Reich εν έτει 2018; Ούτε για τρία δευτερόλεπτα, ούτε για πλάκα». Τελικά μια αλληλουχία τυχαίων γεγονότων (που είναι ο πιο κομψός τρόπος που μπόρεσα να σκεφτώ για να πω ότι αναφέρομαι σε κακές κριτικές σε μουσικά σάιτς που δεν έχω σε εκτίμηση) με έκαμψαν.
Το "Pulse/Quartet" αποτελείται από δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους συνθέσεις, τις οποίες ο Reich παρουσίασε σε κοινό το 2015 και το 2013 αντίστοιχα. Σε πρώτη ανάγνωση, αυτό δεν ακούγεται ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Δηλαδή τι έχουμε εδώ; Μια συλλογή ατάκτως ερριμμένων παλιών κομματιών χωρίς θεματική, αισθητική ή έστω χρονική συνοχή; Δεν είναι ακριβώς έτσι. Τα δύο μέρη συνδέονται. Ο Reich εξηγεί πως το "Pulse", σχετικά απλό σε φόρμα, ήρθε ως αντίδραση, ως αντιστάθμισμα στο "Quartet", που είναι λέει ένα από τα πιο σύνθετα έργα που έχει γράψει ποτέ (Ωχ... Να τα. Οι γνωστές μεγαλομανίες. Ας ελπίσουμε να μη διαβούμε πάλι τις πύλες του αφόρητου βερμπαλισμού και της Ταλαιπωρίας).
Το "Pulse" λοιπόν, γραμμένο για κλαρινέτο, φλάουτο, βιολιά, βιόλα, πιάνο και ηλεκτρικό μπάσο είναι ένα φωτεινό δρομάκι προς την ομορφιά που σκιάζεται από πανύψηλα αιωνόβια δέντρα. Λυρικό, μελωδικό, ανάλαφρο χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή γλυκερό, το κομμάτι αυτό αναπτύσσεται αρμονικά γύρω από τον σταθερό χτύπο του ηλεκτρικού μπάσου και του πιάνου για περίπου 15 λεπτά, συνθέτοντας μία μαγική ατμόσφαιρα. Η μελωδία είναι παράξενη και συχνά ιδιότροπη, επιφυλάσσοντας συχνές αλλαγές στη διάθεση. Θα μπορούσε να είναι ένα μίνι soundtrack. Όσο το ακούω σκέφτομαι ένα χάρτινο καραβάκι να ταξιδεύει σε μια θάλασσα κάτω από λαμπρό ήλιο που συχνά χλωμιάζει, μισοκρύβεται πίσω από σύννεφα, μέχρι να σβήσει.(Ναι, ισχύει ότι κάνω συνεχώς τέτοιες εικόνες. Δηλαδή δεν φταίω εγώ, αυτές δημιουργούνται από μόνες τους, όμως πραγματικά σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη, το κομμάτι είναι εντελώς υπέροχο και καθόλου φλώρικο).
Το "Quartet από την άλλη, γραμμένο για δύο βιμπράφωνα και δύο πιάνα, είναι πιο τυπική Reich σύνθεση σε ανάπτυξη και ρυθμό. Μου θυμίζει λίγο το "Nagoya Marimbas" του 1994, όπου η επαναλαμβανόμενη φόρμα αναπαράγεται από τους δύο εκτελεστές ετεροχρονισμένα, δημιουργώντας πυκνές υφές ρυθμού και μελωδίας. Παρόλα αυτά, δεν αποπνέει την υπέρμετρη τεχνικίλα που ανέφερα πριν. Ακόμα και μέσα στις φρενήρεις αλλαγές κλίμακας (όχι που δεν θα ‘χε καθόλου τέτοια) υπάρχει μια παιχνιδιάρικη αλληλεπίδραση ανάμεσα στα πιάνα και τα βιμπράφωνα, που σπρώχνει το μινιμαλιστικό (που λέει ο λόγος) ύφος στα όρια της τζαζ. Άλλωστε δεν έχει κρύψει ποτέ τον θαυμασμό του για τον Miles Davis και τον John Coltrane ο Reich. Και τον αγαπάμε γι’ αυτό. Αλλού μας τα χαλάει. Φερ’ ειπείν όταν λέει πως του ήταν αδιάφορη η ροκ μέχρι που ανακάλυψε τους Radiohead. Αφήνω τα 50s που ήσουν και σχετικά μικρός ακόμα. Oλόκληρα 60s, 70s, 80s δεν τα είδες ρε Steve; (“ολόκληρη λίμνη δεν την βλέπεις ρε Πάνο;” που λέει και ο Μπακιρτζής στον ερωτοχτυπημένο Ζουγανέλη - ευχαριστώ για την έμπνευση Σταύρο Τσιώλη).
Τέλος πάντων, έχω ένα σωρό λόγους να γκρινιάζω για τον Reich, αλλά η αλήθεια είναι πως το "Pulse/Quartet" δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτούς. Είναι ακόμα πιο αλήθεια το ότι πρόκειται για θαυμάσιο δίσκο που ακούω συνέχεια και μου αρέσει όλο και περισσότερο. Δεν συζητώ καν για το "Pulse", το οποίο λάτρεψα με την πρώτη ακρόαση. Το θέμα είναι πως και το πολύπλοκο "Quartet" ακόμα, που αρχικά με αιφνιδίασε, αποδεικνύεται ανθρώπινο. Δύο ηχογραφήσεις που μοιάζουν ασυμβίβαστες, αλλά στην πραγματικότητα είναι απόλυτα λειτουργικές μαζί. Απόλυτα συμπληρωματικές, καθώς η μία αναδεικνύει την ομορφιά της άλλης. Δεν είναι μινιμαλιστικές, ούτε κατά διάνοια, και φυσικά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει (και δεν περίμενα ποτέ πως θα το πω αυτό) ότι ο Steve Reich έβγαλε έναν δίσκο στον οποίο κυριαρχεί το συναίσθημα. Η επιθυμία να αφεθείς. Όχι να σκεφτείς. Και ναι, αυτός είναι ο πιο κομψός τρόπος που μπόρεσα να βρω για να παραδεχτώ ότι το παρακούρασα.