Αν παρ' ελπίδα - που, μεταξύ μας, δεν το βλέπω να έρχεται, πιο πολύ προς το απίθανο το κατατάσσω και μακάρι να βγω ποτέ ψεύτης - αν, λοιπόν, γίνει ποτέ μια μουσική και κοινωνική επανάσταση όμοια μ' εκείνη της πανκ έκρηξης που θα φέρει τα επάνω κάτω στο χώρο της μουσικής, είναι πολύ πιθανό ο ηγέτης της να φοράει μπλουζάκι I Hate Steven Wilson αφού πρώτα το έχει ξεσκίσει, έχει μουντζουρώσει με μαρκαδόρο το πρόσωπό του και το έχει εν γένει κακοποιήσει, ως μήνυμα ενάντια σε όλα όσα έχει φτάσει να αντιπροσωπεύει ο πολυπράγμων μουσικός στο σύγχρονο μουσικό κύκλωμα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, όσα απεχθάνεται ο κάθε πιτσιρικάς που θέλει να ζήσει το ροκ εν ρολ όνειρο, να πάρει κι εκείνος μια κιθάρα ή κάποιο μουσικό όργανο και να βγάλει από μέσα του όλη τη νεανική ορμή και οργή του (και να πιάσει και καμιά γκόμενα στην πορεία αυτή, αν είναι τυχερός).
Αυτά θέλει το κλισέ, αυτά τα συμπεράσματα βγήκαν μετά από μελέτες του πανκ φαινομένου, μα όπως όλοι ξέρουμε, τα βιβλία και οι θεωρίες που διατυπώνονται μέσα τους δεν είναι απόλυτα κι όσα τελικά συνέβησαν στην πραγματικότητα. Κι επειδή από τότε έχει κυλήσει μπόλικο νερό στα ηχητικά αυλάκια του μουσικού πλανήτη, ίσως και να είναι η ώρα να επαναξιολογήσουμε ορισμένα πράγματα. Ωραία και καλή η αντίδραση απέναντι σε καθετί όριζε το παλιό βάζοντάς το, θέλοντας και μη, στην άκρη για να περάσει φουριόζικο το νέο, αλλά - όπως είδαμε ιδιαίτερα έντονα στα χρόνια που ακολούθησαν, κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες που η τεχνολογία έκανε απλούστερη τη διαδικασία ηχογράφησης και το DIY έγκωσε από τους μυριάδες φιλόδοξους μουσικούς που αποφάσισαν να δώσουν στον κόσμο την κάθε μισή τους ιδέα και το κάθε άνευ φαντασίας πόνημά τους - ήρθαν πλείστες στιγμές που μας έκαναν να εκτιμήσουμε κάποτε τον υπερφίαλο χαρακτήρα του progressive rock και τη βιρτουοζιτέ των ανθρώπων που το πρέσβευαν. Ήταν ωραία να βαράς τρία ακόρντα, και εύκολα, αλλά όταν όλο αυτό το πανηγύρι του ηχητικού αναρχισμού έκανε τον κύκλο του, όποιος έψαχνε κάποια πιο απαιτητικά ακούσματα, ήξερε και με το παραπάνω πού να τα βρει.
Κάπου εδώ μπαίνει στην εικόνα και ο Steven Wilson, επειδή (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους) είναι ο βασικός εκπρόσωπος του ύφους αυτού και της δημιουργικής του νοοτροπίας στο σήμερα. Μένει να συζητήσουμε κατά πόσο μας αφορά μια τέτοια μορφή στο σύγχρονο ηχητικό στίβο, αν οφείλουμε να τον ακολουθούμε στα δαιδαλώδη μονοπάτια που τραβάει κάθε φορά με τις μυριάδες δραστηριότητές του, σαν μουσικός, παραγωγός και ρεμίξερ σ' ένα σκασμό διαφορετικά project. Η δική μου άποψη είναι κατ' αρχήν ότι πρόκειται για ένα σαφώς χαρισματικό μουσικό που αναπνέει με τη βοήθεια της δουλειάς του. Δεν είναι όλα όσα κάνει ενδιαφέροντα - πώς θα μπορούσε άλλωστε όταν καταπιάνεται με την ίδια ευκολία με το prog και την pop, το ambient και το black metal, τον ηλεκτρονικό πειραματισμό και την ψυχεδέλεια. Κατά τα φαινόμενα, πρόκειται απλά για έναν άνθρωπο που έχει αφομοιώσει άπειρα ακούσματα κι έχει την πολυτέλεια να τα διαμορφώνει σε δικές του συνθέσεις που εντυπωσιάζουν με τις αναφορές και τη δεξιοτεχνία τους να κινούνται ανάμεσα σε στυλ και εποχές ίσως και αταίριαστες μεταξύ τους.
Αυτός είναι πιστεύω και ο λόγος που δεν έχει γίνει μεγαστάρ, στο επίπεδο μιας δημοφιλίας αντίστοιχης των Pink Floyd ή των Yes για παράδειγμα, στην εποχή τους πάντοτε μιλώντας. Ίσως έχουν αλλάξει οι εποχές, ίσως και ο κόσμος να μην τυφλώνεται πια από ημίθεους που αιχμαλωτίζουν με τις πόζες τους επάνω σε μία σκηνή που μοιάζει άπιαστη για τους κοινούς θνητούς. Ούτε και ο ίδιος θα ήθελε να αποκτήσει τέτοιο status: παραείναι "γήινος" για να αναχθεί σε τέτοια θέση. Το προδίδει ο χαρακτήρας του - κι εδώ επιτρέψτε μου να βάλω την εμπειρία μου από τρεις συνεντεύξεις που του έχω κάνει εκ του σύνεγγυς, που προδίδουν έναν γλυκό άνθρωπο, αρκετά συνεσταλμένο, που όμως μιλάει ακατάπαυστα για τη μουσική του και τις δραστηριότητές του σε κάθε ερώτηση, κάνοντάς τον επίσης τη χαρά του δημοσιογράφου! Το προδίδει και η μουσική του αν θέλετε, που βγάζει μια πλούσια γκάμα συναισθημάτων, γίνεται και επιθετική σαφώς μα τελικά εκείνο που μου μένει είναι μια αίσθηση ηρεμίας και ψυχικής γαλήνης (και στο οποίο μπορεί να κάνω τελικά λάθος, αλλά έτσι είναι η μουσική, καθένας την ερμηνεύει κατά το δοκούν...).
Ακόμη κι αν δεν είναι μεγαστάρ, έχει κατορθώσει πάντως να τον ακολουθεί ένας μεγάλος αριθμός ακροατών, που αποκτούν την κάθε του νέα κυκλοφορία και κατά προτίμηση στην περιορισμένη του έκδοση, με το ανάλογο υψηλό αντίτιμο... Κάπως έτσι εξηγείται και η παρούσα κυκλοφορία: ποιος χρειάζεται ένα best of μιας προσωπικής πορείας που αριθμεί τέσσερις δίσκους; Μήπως μιλάμε για μια στεγνή εκμετάλλευση των οπαδών του που νομίζουν ότι χρειάζονται τα ίδια τραγούδια, με την προσθήκη μιας νέας εκτέλεσης του κλασικού Lazarus από τον κατάλογο των Porcupine Tree, σε βινύλιο συλλεκτικό, γραμμένο στις τρεις πλευρές του και με την τέταρτη χαραγμένη κι εγώ δεν ξέρω με τι... Τα έκανε ανέκαθεν αυτά ο Wilson, είναι εντυπωμένα στο DNA του που διατηρεί μνήμες από εποχές που η μουσική πήγαινε χέρι-χέρι με την αφοσιωμένη συλλογή δίσκων από τους οπαδούς της και κρατάει αυτή τη συγκεκριμένη φλόγα αναμμένη και για τις επερχόμενες γενιές (που δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο είναι διατεθειμένες να συνεχίσουν το σπορ με τις παρούσες τιμές που επικρατούν, μα αυτή είναι μία άλλη κουβέντα).
Τι έχει να πάρει λοιπόν κάποιος από ετούτη την επανεπίσκεψη του ρεπερτορίου του Wilson όπως έχει αποτυπωθεί στις σόλο δουλειές του; Με δύο λέξεις, ορισμένες ενδιαφέρουσες στιγμές μα και κάποιες όχι και τόσο. Όπως σε καθετί που ορίζεται - έστω και χαλαρά - από την ταμπέλα του progressive rock, η λέξη "βαρετός" μπαίνει συχνά στο λογαριασμό μα δεν τον (καθ)ορίζει. (Για παράδειγμα, και για να είμαι ειλικρινής απέναντί σας, ενώ βρίσκω αξιόλογες τις δουλειές του με τους Porcupine Tree, ακόμη και τις πιο πρόσφατες, δεν έχω καταφέρει να μείνω μέχρι το τέλος καμίας συναυλίας τους στη χώρα μας, κι έχω προσπαθήσει τρεις φορές...). Έτσι κι εδώ, θα συναντήσουμε κομμάτια που δεν έχουν απαραίτητα κάτι να δώσουν αλλά εντάσσονται τελικά στην κατηγορία εκείνων που δείχνουν να είναι ασκήσεις ύφους κι ελάχιστα παραπάνω (σαν το Drive Home για παράδειγμα, που διακατέχεται από το σύνδρομο του ήπιου AOR, όπως το σφυρηλάτησε στο μα-γιατί; project του των Blackfield). Υπάρχουν όμως και άλλα που άνετα θα τα κατατάσσαμε ανάμεσα στα καλύτερα που έχει γράψει και εκτελέσει, εκείνος παρέα με τη σούπερ φορμαρισμένη μπάντα που έχει συναρμολογήσει (στους μουσικούς που τον πλαισιώνουν σήμερα, περιλαμβάνεται τόσο ο μπασίστας Nick Beggs (που πολύ παλιότερα έπαιζε στους Kajagoogoo ξέρετε!) όσο και ο Marco Minnemann στα ντραμς, ένας από τους πιο εφευρετικούς παίκτες που έχω ακούσει τελευταία, βιρτουόζος που σίγουρα εντυπωσιάζει μεν σε επίπεδο τεχνικής βγαλμένης από τη μελέτη σε ωδεία αλλά δεν παίζει δε ενοχλητικά ως τέτοιος, όπως ο Gavin Harrison από τους Porcupine Tree για παράδειγμα). Αξίζει λοιπόν να επισκεφτεί κανείς, έστω για πρώτη φορά εδώ, τα κομμάτια που είχε συνεισφέρει στο άλμπουμ του The Raven That Refused To Sing - μία επιστροφή στη φόρμα κατά τη γνώμη μου, μια εξαιρετική δουλειά με απίστευτη πληρότητα στη σύλληψη κι εκτέλεση - ή εκείνο που έδωσε τον τίτλο στο περυσινό του δίσκο Hand. Cannot. Erase, ένα έξοχο τραγούδι που θα έκανε τους Manic Street Preachers υπερήφανους για τη συνθετική σχολή που δημιούργησαν.
Αν ως εκ τούτου δεν σας πειράζει (ιδεολογικά, αισθητικά ή άλλως) να ακούσετε τι κάνει εκείνος που έχει αναλάβει να ρεμιξάρει παλιούς δίσκους των King Crimson, Yes, Jethro Tull, ELP (αλλά και των XTC μα ας το αφήσουμε προς το παρόν αυτό στην άκρη για χάρη του επιχειρήματος...), πιθανώς να βρείτε θησαυρούς εκεί που δεν το περιμένατε. Έως και μία υπέροχη διασκευή στο εξαιρετικό ούτως ή άλλως Thank You της Alanis Morissette (τι εννοείτε ότι δεν το βρίσκετε εξαιρετικό;). Μια προσέγγιση με ανοιχτό μυαλό θα ανταμείψει πολλαπλώς τους ενδιαφερόμενους, έστω κι αν η πανκ επανάσταση παρ' ολίγο να μας στερήσει ετούτη τη χαρά...