Life & death
O τραγουδιστής των The Stevenson Ranch Davidians έχει μια σπουδαία φωνή. Το είχαμε ξαναγράψει και όταν μιλούσαμε για το πρώτο τους album, ότι είναι σα να ακούς Tim Booth και Richard Ashcroft 2 σε 1, με bonus κάτι από το cool του Courtney Taylor στην προ-Vodafone εποχή των Dandy Warhols. Σε αυτό το δεύτερο album, η φωνή του ακούγεται ακόμα διαυγέστερη και αβανταδόρικη. Ακόμα και όταν συλλογίζεται σκυθρωπός ότι ο χρόνος περνά και ότι όλοι κάποτε θα πεθάνουμε, τραγουδάει "yeah we are gonna die" και στέλνει τη λέξη "die" στα ουράνια. Τώρα, η φράση "gonna die" είναι κάτι σαν αποχαυνωμένο mantra στο κομμάτι που κλείνει το album, αλλά το τελικό αποτέλεσμα βγαίνει αισιόδοξο. Σχεδόν. Όπως και να'χει, είναι περισσότερο αισιόδοξο από ένα κλείσιμο όπου ο Nick Cave θα έπαιρνε τους φίλους του χεράκι-χεράκι για να τραγουδήσουν νηφάλια "Death Is Not The End" (και αν αυτό το τελευταίο σας θύμισε κάτι, τότε θα πρέπει να βγαίνετε περισσότερο).
Όπως φαίνεται και από τον τίτλο, η ζωή και ο θάνατος αποτελούν τη θεματική εμμονή του συγκροτήματος σε αυτόν το δίσκο, αλλά δεν υπάρχει καμιά βαριά φιλοσοφική διάθεση, και η κεντρική ιδέα δε θα δρέψει δάφνες πρωτοτυπίας: κάποτε θα πεθάνουμε, τώρα όμως είναι η στιγμή για να ζήσουμε. Ωραία. Το ίδιο μήνυμα το έχουμε λάβει από πολλές πλευρές (από τον Μιχάλη Σουγιούλ μέχρι τον Πάολο Κοέλο), και τώρα μας έρχεται και υπό τη μορφή της pop ψυχεδέλειας. Αυτό που τελικά προκύπτει είναι ένας φανταστικός δίσκος, όχι τόσο επειδή είναι "concept" (δεν είναι), αλλά επειδή περιέχει εξαιρετικά τραγούδια. Έτσι απλά.
Αν είστε κάποιας ηλικίας, η πρώτη μεγάλη συγκίνηση θα έρθει με το "Everybody Live", οι κιθάρες του οποίου μοιάζουν ξεπατηκωμένες από το θρυλικό "Recurring" των Spacemen 3, και σχεδόν περιμένεις έναν Sonic Boom να βγει να ψιθυρίσει "everybody I love... could be found here". Οι The Stevenson Ranch Davidians είναι αρκετά πιο προσγειωμένοι, όχι όμως τόσο που να μη σε παρασύρουν με το απλοϊκό κάλεσμά τους "come on, everybody let's live" (έχει προηγηθεί και η απαραίτητη υπενθύμιση ότι κάποτε θα πεθάνουμε, για την περίπτωση που θα το ξεχνάγαμε). Οι ψυχεδελίζοντες τόνοι συνδυάζονται με alt.country χρώματα, για να προκύψει ένα psych-folk-pop-rock-δενεχεισημασια διαμάντι. Δεν έχει σημασία, γιατί είναι αυτό που λέει ο τίτλος του πρώτου κομματιού: "cosmic blues". Και ο τίτλος αυτός θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρίσει όλα τα κομμάτια αυτού του δίσκου. Αν δεν ήταν τόσο μετριόφρονες, θα έδιναν τον τίτλο "Heavenly Blues", και θα ταίριαζε ακόμα περισσότερο.
O ήχος των The Stevenson Ranch Davidians είναι άμεσος, και πολύτιμος: βάζει την brit-pop στον αμερικάνικο μουσικό χάρτη και, παρά τις πολλαπλές αναφορές (από folk μέχρι shoegaze), βασίζεται σε μια κλασική, καθαρόαιμη συνταγή. Είναι τόσο συμπαγής και ανεπιτήδευτος όσο ένα ντύσιμο t-shirt / τζιν / all-star. Χωρίς πειραματισμούς και crossovers, το group παραδίδει μια λιγότερο σκοτεινή (αλλά εξίσου περιπετειώδη) εκδοχή των Black Rebel Motorcycle Club και δείχνει το δρόμο στους Verve για το πώς θα έπρεπε να ακούγεται ο δεύτερος δίσκος τους (αν και με 15 χρόνια καθυστέρηση). Το "Life & Death" θα αγαπηθεί από σχετικά λίγους, αλλά έχει όλες τις προδιαγραφές να αγαπηθεί πολύ. Στους απολογισμούς της δεκαετίας, βέβαια, δε θα έχει καμιά τύχη, μιας και το χρονικό του στίγμα είναι απλωμένο σε τουλάχιστον 4 δεκαετίες. Αν ήταν προϊόν των nineties μπορεί να γινόταν blockbuster μαζί με το "Urban Hymns", και τότε πολλοί θα το σνόμπαραν για αυτόν ακριβώς το λόγο. Σήμερα, κάποιοι θα το σνομπάρουν γιατί δεν είναι αρκετά γνωστό για να παρουσιαστεί από το Pitchfork. Είναι αρκετά ειρωνικό. Don't you think?