Stygian Crown
Ένα πρωτοεμφανιζόμενο σχήμα που προσπαθεί να βρει την θέση του στον πυκνοκατοικημένο χώρο του doom metal και μια χαρισματική νέα ερμηνεύτρια. Τις συστάσεις κάνει ο Χάρης Συμβουλίδης
Σφυρηλατημένοι κι αυτοί στις ανησυχίες μιας νέας φουρνιάς Αμερικανών μουσικών, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια τιμούν δυναμικά διάφορες πτυχώσεις του «κλασικού» όσον αφορά τη heavy metal κουλτούρα, οι Stygian Crown ξεκίνησαν το 2018 ως συνασπισμός μελών με εμπειρία στους Morgion, στους Gravehill και στους Morbid Eclipse. Σημειολογικά σημαντικό, μάλιστα, ότι ανάμεσα στις ζυμώσεις που τους έφεραν κοντά συγκαταλέγεται και η κηδεία του Ronnie James Dio (2010).
Φέτος, λοιπόν, μέσω ενός ομότιτλου και ήδη συζητημένου ντεμπούτο, οι Καλιφορνέζοι ήρθαν να δείξουν τι είναι ικανοί να κάνουν με τα όσα αγαπούν. Κατά βάση με τους Black Sabbath, δηλαδή, όπως όμως διαθλάστηκαν από συγκροτήματα σαν τους Candlemass και τους Solitude Aeturnus, με λίγο από Bolt Thrower στο «μείγμα». Μια τέτοια περιγραφή, βέβαια, ίσως φτάνει (και περισσεύει) για να βάλει τελεία –τόσο στην περαιτέρω γνωριμία με τους Αμερικανούς, όσο και στην παρούσα κριτική: κάτω από το στέμμα της Στύγας, βρίσκεται άλλη μία αναβίωση.
Πράγματι, αρθρώνοντας τα τραγούδια τους σε αργόσυρτα και απειλητικά riffs και επιδιώκοντας μια ολικώς βαριά και «σκοτεινή» αίσθηση, οι Stygian Crown καταλήγουν υπερβολικά κοντά στα πρότυπά τους. Αν αποδομήσεις δηλαδή με αυστηρότητα τα όσα ακούς εδώ, δεν θα βρεις παρά μια γνωστή και πολλαπλώς δεδομένη φόρμουλα, χωρίς αληθινά φρέσκιες ιδέες: η μπάντα αυτή διαθέτει μεγάλες εκτελεστικές ικανότητες, έχει όμως και περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά το σφιχτοδεμένο γράψιμο, τη συνοχή των στίχων ή το «μοντάζ» στις χρονικές διάρκειες, από το οποίο θα είχε ωφεληθεί ας πούμε μια φλύαρη στιγμή σαν το "When Old Gods Die". Ενώ όμως ισχύουν όλα αυτά, οι Stygian Crown δομούν έτσι το υλικό τους, ώστε να έχει ως μόνιμη «πρόσοψη» και αιχμή τα φωνητικά της Melissa Pinion. Κάτι που αποδεικνύεται κίνηση-ματ εκ μέρους τους.
Αυτό δεν συμβαίνει επειδή ντύνει τους Stygian Crown με μια ντε και καλά επικαιρότητα θηλυκής παρουσίας στο metal, (υποθετικά) συγχρονισμένη με τη μεγαλύτερη ορατότητα των γυναικών στα ευρύτερα μουσικά δρώμενα, άρα και με εκείνο το εναλλακτικό lifestyle που «πουλάει» τέτοια πράγματα. Όσο σημαντικός κι αν είναι δηλαδή ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Pinion και τα αντικειμενικά παράλληλα που χαράσσονται με τη Sarah Ann Kitteringham των Καναδών Smoulder ή με τη Maija Tiljander των Φινλαδών Iron Griffin σε έναν χώρο που εξακολουθεί να ανδροκρατείται, άλλη τόση σημασία έχει να τονιστεί ότι σε πρώτο πλάνο βρίσκονται οι θαυμαστές της ερμηνευτικές ικανότητες, όχι το φύλο της.
Αν και χρειάζεται να ξεφύγει λίγο από ένα στυλ που τείνει να γίνεται μανιέρα έτσι όπως επιτάσσει να λες μια νότα ψηλά και την επόμενη πιο χαμηλά, η Pinion όχι μόνο χαλιναγωγεί τον δίσκο στα μέτρα της, μα τον παίρνει και πάνω της, προσδίδοντάς του φοβερή κοψιά ("Through Divine Rite", "Flametongue", "Up From The Depths", "Trampled Into The Earth"), βγαλμένη από τα έγκατα της Οδύσσειας και του Táin Bó Cúailnge. Ξεπροβάλλει λοιπόν μέσα από το καμίνι των χαμηλοκουρδισμάτων της κιθάρας και των αγέρωχων doom αναφορών ως πραγματική Στύγεια Βασίλισσα, ικανή να διαλύει όσα πέφτουν στα «νερά» της, αναδομώντας τα σε κάτι παλιό και καινούριο μαζί, οικείο μα και διαφορετικό. Κομίζοντας έτσι εκ νέου αίγλη σε εκείνη τη ρήση την οποία έγραψε σε ανύποπτο χρόνο ο Αργύρης Ζήλος στα καθ' ημάς μουσικοκριτικά, ορίζοντας το metal ως κάτι που είναι «έπος, μαζί και οδυρμός».
Δεν γνωρίζω πιο δημιουργικό τρόπο από αυτόν, για να κάνεις μια –όποια– αναβίωση. Γιατί τρόπο χρειάζεται εν τέλει όποιος αποφασίσει να παίξει ένα τέτοιο παιχνίδι με ένα παρελθόν ήδη δοξασμένο, άρα και πιθανώς εξαντλημένο. Είναι βέβαια κάτι που μπορεί να σου βγει μόνο μία φορά, τόσο καλά· αλλά το τι μέλλει γενέσθαι με τους Stygian Crown ανήκει στο αύριο, όχι στο σήμερα. Για το 2020, έχουν τον πιθανώς καλύτερο δίσκο στον ήχο τους.