Πτώση Βελόνας (σε ταραγμένη λίμνη)
Να είναι άραγε η πτώση της βελόνας το ηχητικό ανάλογο του "φαινομένου της πεταλούδας", της γνωστής ποιητικής μεταφοράς της θεωρίας του χάους; Το νέο ακουστικό αφήγημα του ακάματου δημιουργού αφήνει όλες τις ερμηνείες ανοιχτές. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Φαίνεται πως διανύει περίοδο δημιουργικού οίστρου ο Στυλιανός Τζιρίτας αφού κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο άλμπουμ, το ένα είναι τούτο εδώ το προσωπικό του σε κασσέτα και το άλλο είναι ο δεύτερος δίσκος των ΜΑΣ, το συγκρότημα αυτοσχεδιασμού στο οποίο συμμετέχει, συν που περιμένουμε με ανυπομονησία και το τελευταίο του βιβλίο σχετικά με τις φανταστικές περιπέτειες του Τσιτσάνη με αλλοδαπούς και όχι μόνο συναδέλφους του (του Τσιτσάνη).
Η ‘Πτώση βελόνας’ είναι ένα πάρα πολύ καλό άλμπουμ. Συνηθίζει ο Τζιρίτας και στα μουσικά έργα του να χρησιμοποιεί τον λόγο. Όχι ως τραγούδι αλλά ως τέχνη αυτόνομη η οποία συνδέεται με τη μουσική ή και πηγαίνει παράλληλα. Αυτό σχεδόν πάντα το κάνει με επιτυχία και έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πράγμα όπως για παράδειγμα στον περσινό «Σερβιτόρο» των ΜΑΣ. Εδώ απομακρύνεται από αυτή την τακτική και τα λόγια είναι μόνο ελάχιστα samples (όχι όμως ασήμαντα) από πηγές τις οποίες με μεράκι και κόπο ψάχνει στα πιο απίθανα μέρη. Τα θραύσματα λόγου, νύξεις μέσα στις συνθέσεις, παίζουν έναν ρόλο σεναρίου. Μοιάζουν πιο πολύ αυτά με τους τίτλους των κομματιών απ’ ότι οι τίτλοι οι ίδιοι. Και οριοθετούν μια ατμόσφαιρα στην κάθε σύνθεση συγκεκριμένη.
Στο «Όττομπρουν» ακούμε το συνθεσάιζερ να ξεκινά ως βόμβος που μοιάζει με εκκλησιαστικό όργανο στα χέρια του Charlemagne Palestine, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι ο μινιμαλισμός δεν έχει θέση στα έργα του Τζιρίτα και εκτός από τα φωνητικά samples ο βόμβος εμβολίζεται και με τα απότομα μικροπαιχνιδίσματα στα πλήκτρα και το επί τόπου κόψε ράψε και τις αυξομειώσεις των ταχυτήτων στην πλοκή. Όμως ψυχραιμία υπάρχει. Η βάση, αυτή η εσάνς εκκλησιαστικού οργάνου παραμένει αλώβητη σε όλο το κομμάτι κλείνοντάς το με μια δραματική ένταση.
Στο «Φρόυντ και Γιουνγκ (απογευματινός περίπατος)» τα απότομα παιχνιδίσματα εντείνονται. Τα υλικά του Τζιρίτα στενάζουν. Σχεδόν τα κακοποιεί φτάνοντας μέχρι το noise, όμως με μια πλοκή φρένου γκαζιού που κάνει το αποτέλεσμα απολαυστικό. Και πάλι όμως μέσα στο 13 λεπτών περίπου κομμάτι υπάρχει μια ανατροπή, μια αλλαγή πλεύσης από τις απότομες αντιθέσεις των θορύβων προς μια ενιαία σύσσωμη κορύφωση.
Μετά έρχεται το «Με Αγαπάς;» στο οποίο παρατηρούμε μια πτώση των εντάσεων και θα μιλάγαμε για αφαίρεση αν δεν υπήρχε ο διάλογος ενός ζεύγους που φανερώνει έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους αλλά και μια διάθεση πεσιμιστική, αποκαμωμένη, μια τάση παραίτησης που σε συνδυασμό με μια πένθιμη μελωδική γραμμή που τρεκλίζει θυμίζει ακόμα και τα σχεδόν τελετουργικά πειράματα των Gerogerigegege όταν δεν θορυβοποιούν.
Για το τελείως ξένο ηχητικά σε σχέση με το υπόλοιπο άλμπουμ ρυθμικό electro του κομματιού “Λεύκανση οπής» δεν ξέρω ακόμα αν συμφωνώ που συμπεριλαμβάνεται ως κλείσιμο (γιατί πάντα υπάρχει μια εννοιολογική διαχείριση του κάθε στοιχείου από τον Τζιρίτα), πάντως προς το παρόν δε μου φαίνεται να προσθέτει κάτι παραπάνω.
Όπως και να χει έχουμε τελικά ένα ολοκληρωμένο έργο της musique concrète, απαιτητικό (δε θα μπορούσε αλλιώς) αλλά πραγματικά ενδιαφέρον και σίγουρα υπόδειγμα και παράδειγμα για όσους θέλουν να... δουν πως γίνεται.