Θα μπορούσα να γράψω 1.000 λέξεις για το πως και γιατί η ορθή κριτική (ακόμη και η ορθή οπαδική) αποτίμηση για το νέο άλμπουμ των Suede (το δεύτερο της δεύτερης ζωής του συγκροτήματος, κατά τα ήθη της εποχής), μπορεί να λάβει χώρα μόνον αφότου θα έχουμε μπει στο 2018 (και θα έχουμε βγει από τα μνημόνια κλπ), αλλά, αφενός, μια τέτοια κίνηση θα ευτελίζονταν στα όρια της ματαιοδοξίας της, αφετέρου, μέχρι την επόμενη βδομάδα θα με είχε προλάβει το review του Τάκη Κρεμμυδιώτη. Οπότε κάνω την συνείδηση μου πέτρα και συνεχίζω.
Κατά τα κοινώς γνωστά, στις χρυσές εποχές του MiC, συναγωνιζόμασταν με τον Τάσο Πατώκο για το ποιος θα κερδίσει το 'χρυσό φτυάρι' της χρονιάς, με αφορμή τα προσωπικά άλμπουμ του Brett Anderson, ο Μπάμπης έκοβε χρήμα από τις άπειρες επισκέψεις στο site εξ αφορμής αυτών, και εν γένει η χώρα ευημερούσε και η βρετανική pop δεινοπαθούσε. Τα κόζια άλλαξαν όμως, ο Πατώκος αποτελεί silver alert στον κατάλογο συνεργατών του Mic και ο Brett Anderson αποφασίζει να μας εκδικηθεί, όχι ασφαλώς μόνος του, ούτε τυχόν με τον Bernard Butler για παρέα, όπως τότε με το ανέκδοτο των Tears, αλλά κάνοντας το μοναδικό πράγμα στο οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει αποτύχει ούτε μία φορά (τουλάχιστον ολοκληρωτικά): υποδυόμενος ότι το αιώνιο δράμα των Suede συνεχίζεται.
Εξηγούμαι. Διαβάζοντας κανείς -ας πούμε- το άρθρο για τους Suede, στο πρόσφατο τεύχος του Uncut, μένει με την εντύπωση ότι ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε κάτι το οποίο τροποποιεί με συνταρακτικό τρόπο τα δεδομένα με τα οποία η pop μουσική επιδρά στην αγωνία και το δράμα της ύπαρξης. Και της δικής μας και της δικής της. Και των ίδιων των Suede, ασφαλώς.
Πληρωμένες ή μη, τέτοιου είδους καταχωρήσεις, οφείλουν το μέγιστο της πειθούς τους, στο πανέξυπνο κόλπο με το οποίο ο Anderson (μετά και τον προηγούμενο, μάλλον αδιάφορο, δίσκο της επιστροφής των Suede) επανεφήυρε τον εαυτό του, καθώς (αυτό-)κλήθηκε να υπερασπιστεί και πάλι το δράμα της νεότητας, ιδωμένο αυτή τη φορά από την οπτική της παράδοξης αίσθησης, που (στον καθένα μας) αφήνει η οριστική αποχώρηση από αυτήν και το διαφαινόμενο πέρασμα σε κάτι φαινομενικά άγνωστο, που ακούει σε μίζερα ονόματα όπως μέση ηλικία και άλλα τινά ιατρικά. Προσωπικά, έχω περισσή αγωνία για το ότι μεγαλώνουμε, που πάμε, ξοφλήσαμε κλπ, οπότε ταυτίζομαι εύκολα και συνεχίζω τις ακροάσεις.
Προσοχή όμως: ο Brett Anderson είναι αρκετά έξυπνος για να μην μιλήσει/ τραγουδήσει για την κρίση της μέσης ηλικίας και ότι περιλαμβάνει αυτή (από την απώλεια του τυχαίου sex ως την απώλεια της προσφοράς σε πάνες στα σούπερ μάρκετ). Αυτό άλλωστε το κάνουν πολλοί και (α)διάφοροι. Ο Brett καθώς την αποχαιρετάει συνεχίζει να μιλάει για την νεότητα. Όχι τυχόν για την νεολαία (καθότι τότε θα ήταν ο Billy Bragg), αλλά για την Νεότητα, ως ιδέα και ως σχεδόν ψυχαναγκαστικά διαιωνιζόμενη κατάσταση, μιας γενιάς που πραγματικά πίστεψε ότι θα καταφέρει να μείνει τόσο νέα, όσο ακριβώς χρειάστηκε να νιώσει την πρώτη φορά, που βίαια θυσίασε την αφέλεια της νεότητας της, στο βωμό μιας απροσδιόριστα προβληματικής μελαγχολίας, αλλά -στην περίπτωση του και σε αντίθεση με τον δεύτερο σπουδαίο και μόνο εν ζωή πλέον εκ των δασκάλων του- όχι εις βάρος των ηδονών, που μόνο η Νεότητα επιτρέπει, χωρίς τουλάχιστον να σε δείχνει με το δάχτυλο, κάποιος για τον οποίο πραγματικά νοιάζεσαι.
Στο παραπάνω πλαίσιο, το Night Thoughts, με όλα τα βαρυσήμαντα νοήματα, που με αγωνία προβάλλει ως προτερήματα του, είναι πράγματι ένας τυπικά καλός δίσκος των Suede. Είναι σίγουρα καλύτερος από το Head Music και λιγότερο στοχευμένος από το Coming Up, αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρος ότι είναι περισσότερο ειλικρινής από το A New Morning, που έχει μείνει σήμερα μετέωρο στο στόχαστρο της εύλογης αμφισβήτησης, ενώ θα έπρεπε (ειδικά στο μελοδραματικό περιβάλλον, που ούτως ή άλλως κινείται το συγκρότημα) να δοξάζεται ως η προσπάθεια μιας σπουδαίας indie pop/ rock μπάντας να παραμείνει στην επιφάνεια, και τελικά δεν τα καταφέρνει και πνίγεται. Τα τραγούδια, τον ήχο, τις τεχνικές και την κιθαριστική επανάκαμψη του Richard Oakes στο Outsiders μπορείτε να τα ακούσετε και να βγάλετε τα συμπεράσματα σας, εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με βαθύτερα νοήματα.
Θεωρώ χυδαίο (εντάξει, υπερβολικό) να υποστηρίζουμε ότι ο δίσκος αποτελεί τη φυσική συνέχεια του Dog Man Star, αν τυχόν δεν είμαστε ο Brett Anderson, και σκοπός μας δεν είναι να πουλήσει ο δίσκος (ή έστω η περιοδεία). Όταν οι Οπαδοί αφήνουν στην άκρη τις πραγματικές συνθήκες με βάση τις οποίες ένα συγκρότημα ή ένας δίσκος ξέφυγε από τα όρια του συμπαθούς και του ενδιαφέροντος, και απέκτησε διαστάσεις μίας ιδιότυπης λατρείας, που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο διαμόρφωσε τη ζωή τους, τότε το μόνο που τους αξίζει είναι να αγοράζουν τον ίδιο δίσκο κάθε δέκα χρόνια, σε διπλάσια τιμή, για να αποκτήσουν άχρηστα b-side και να δουν 'ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό', που το ίδιο το συγκρότημα θα ήθελε να μην έχει υπάρξει ποτέ. Και παρότι κάθε δέκα χρόνια αγοράζω τον ίδιο δίσκο, εν τούτοις φροντίζω να μην ξεχνώ και τα (όποια) σημάδια έχει αφήσει αυτός εδώ κι εκεί.
Το Night Thoughts 'δείχνει' - έστω και σε αυτό το περιορισμένο διάστημα ακροάσεων- , να έχει αυτοτελή οντότητα και αξία στη δισκογραφία των Suede και να χαράζει -επιτέλους- μία επιστροφή του Brett Anderson στην ικανότητα του να γράφει τραγούδια, τα οποία ακούμε χωρίς να (μπορούμε να) κάνουμε απολύτως τίποτε άλλο την ίδια ώρα και στιγμή (σε αντίθεση με αυτά των Blur, Pulp, Oasis κατά σειρά ιεραρχικής σημασίας των ανταγωνιστών). Το αν όλα αυτά ανταποκρίνονται στην οριστική πραγματικότητα ή όχι, δεν μπορώ να το πω πριν φτάσουμε στις αρχές του 2018, επί του παρόντος όμως δεν βλέπω κάποιον ιδιαίτερο λόγο που να με κάνει να συγκρατήσω τον (συγκρατημένο ούτως ή άλλως) ενθουσιασμό μου.
Άρης Καραμπεάζης
- 8 -
Για όσο καιρό έγραφα τακτικά στο MiC, ποτέ δεν είχα το άγχος ότι κάποιος άλλος θα έγραφε για τον ίδιο δίσκο και θα προλάβαινε να στείλει πριν από μένα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πολύ απλά δεν συνέβαινε. Καταρχήν, δεν υπήρχε περίπτωση π.χ. ο Ξαγάς ή ο Πανότας και εγώ να ακούμε τους ίδιους δίσκους. Και έπειτα, αν υποψιαζόμουν ότι, ας πούμε, ο Καραμπεάζης σκόπευε να γράψει κάτι για το album που ήθελα να γράψω εγώ, το θέμα θα λυνόταν με ένα απλό e-mail όπου θα μου απάνταγε κάτι σαν "όχι, όλο δικό σου, σιγά μην το έγραφα".
Κάπως έτσι, άκουσα τον νέο δίσκο των Suede και σκέφτηκα να γράψω μερικές γραμμές. Ομολογώ ότι δεν είχα σκοπό να βιαστώ ιδιαίτερα, ακολουθώντας την τακτική του Παπαδόπουλου που όταν αξιώνεται να στείλει κριτική για το album ενός συγκροτήματος συνήθως έχει βγει το επόμενο και ο Μπάμπης δεν ξέρει αν πρέπει να ποστάρει την κριτική μαζί με τις υπόλοιπες ή να την βάλει στο "Wasted youth" (η στήλη του MiC με τις αναμνήσεις). Αυτή τη φορά μάλιστα δεν σκέφτηκα να μπω στον κόπο να ρωτήσω τον Καραμπεάζη αν θα έγραφε εκείνος, γιατί όταν είχε βγει το προηγούμενο album των Suede κάπου στον Μάρτιο του 2013, είχε συμβεί ο εξής διάλογος:
E-mail δικό μου: "ρε είναι πολύ ωραίο"
Ε-mail Άρη: "καλό είναι αλλά ειλικρινά δε βρίσκω νόημα στο να ακούσω κι άλλο suede"
E-mail δικό μου: "δηλαδή να γράψω εγώ το ρηβιού?"
E-mail Άρη: " συνέχισε να γράφεις"
(Τελικά δεν το έγραψε κανείς, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία - εξίσου πονεμένη με τις χριστουγεννιάτικες υποσχέσεις της Γαρίνη ότι θα στείλει ανασκόπηση του 2015).
Κάπως έτσι, και ενώ είχα ήδη γράψει 50 ολόκληρες λέξεις για το "Night Thoughts" (μαζί με τους τίτλους των τραγουδιών), βλέπω ότι τελικά ο Καραμπεάζης όχι μόνο βρήκε τελικά νόημα στο να ακούσει λίγο Suede ακόμα, αλλά και για να γράψει και μια θαυμάσια κριτική, στην οποία βασικά δεν έχω να προσθέσω κάτι περισσότερο. Με άλλα λόγια, αυτό που διαβάζετε τώρα, αν το είχα στείλει στις παλιές μέρες που είχαμε τον αυστηρό αρχισυντάκτη μας, θα μου την γύριζε πίσω και θα μου έλεγε "μας υποχρέωσες".
Ο μόνος λόγος που στέλνω τελικά το κείμενο είναι επειδή το "Night Thoughts" αξίζει ένα διπλό review, έστω κι αν ο βαθμός είναι ο ίδιος, έστω κι αν η βασική διαπίστωση είναι κοινή: ΔΕΝ πρόκειται για ένα νέο "Dog Man Star", παρόλο που το group το προσπαθεί αρκετά. Η παιδική χορωδία στο τέλος του "Like Kids" θέλει να μιμηθεί το "we all watch them burn" του "We Are The Pigs", το εναρκτήριο "When You Are Young" έχει εσωτερική δύναμη παρόμοια με του "Introducing The Band", ενώ αν υπάρχει έστω και μια αμφιβολία για τις προθέσεις του συγκροτήματος, αυτή διαλύεται με το που βλέπεις το βίντεο για το "Like Kids", όπου το εξώφυλλο του "Dog Man Star" ζωντανεύει μπροστά στα μάτια σου. Το "Night Thoughts" θυμίζει πολλά, αλλά "Dog Man Star" δεν είναι. Και δε θα μπορούσε να είναι, όσο λείπει κάτι εξίσου εκρηκτικό με το "We Are The Pigs" ή τόσο δραματικό όσο το "The 2 Of Us" (αν και το "Learning To Be" πλησιάζει αρκετά).
Εκεί που ο προηγούμενος δίσκος των Suede ήταν γραμμένος πάνω στα πρότυπα του "Coming Up", το "Night Thoughts" δεν θυμίζει κάποιον συγκεκριμένο από τους προηγούμενους δίσκους, και αυτό είναι καλά νέα. Είναι ο ήχος ενός συγκροτήματος που έχει βρει πάλι τη φόρμα του, και μπορεί να φτιάχνει πάλι συναρπαστικά τραγούδια, όχι μόνο για τους νοσταλγούς, αλλά που μπορούν να μιλήσουν και στη νέα γενιά (για την οποία άλλωστε υπήρχε ένα τραγούδι στο... Dog Man Star).
Πάντως, έχοντας ξαναεπισκευτεί τόσο το Coming Up όσο και το Dog Man Star, ο επόμενος δίσκος των Suede λογικά θα επιχειρήσει να αποτελέσει τη συνέχεια εκείνου του πρώτου δίσκου του 1993. Και αν αυτό το κάνουν με την ίδια έμπνευση με την οποία έφτιαξαν το "Night Thoughts", τότε, παλιοί ή νέοι οπαδοί, μας περιμένουν μεγάλες συγκινήσεις.
Τάσος Πατώκος
- 8 -