Paint Everything White
Soul, reggae και afro συναντιούνται στα μέρη μας σε μια συνεργασία η οποία έρχεται από τα παλιά των 00s. Εξ ορισμού έχει το ενδιαφέρον της, αλλά και τα ζητήματά της. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Έχει από μόνο του ένα ενδιαφέρον, όταν ξανασυνεργάζονται δημιουργοί μετά από αρκετό καιρό. Τόσο για το πού θα επιλέξουν να το πάνε αυτήν τη φορά, όσο και για τον μουσικό χαρακτήρα που κουβαλά πια ο καθένας. Δώδεκα χρόνια λοιπόν μετά το The Incredible, The Invisible (2008), η Sugahpank και ο Blend Mishkin συνεχίζουν να μεταφέρουν στις πλάτες τους χρώματα από την afro κουλτούρα. Πλέον, όμως –κρίνοντας από τα λεγόμενά τους– έχουν και τη διάθεση να πλησιάσει ο ένας τον άλλον λίγο παραπάνω. Αλλά κατά πόσο μπορείς άραγε να πατήσεις σε εδάφη που δεν αποτελούν προέκτασή σου; Πώς γίνεται να διαχειριστείς κάτι τέτοιο, φέρνοντας συνάμα και κάτι καλό στο τραπέζι της «εγχώριας σκηνής»;
Τo Paint Everything White είναι παιδί της καραντίνας, που επιθυμεί να φέρει λίγο ρυθμό στις παράξενες μέρες του εγκλεισμού και του κορωνοϊού. Δεν αφορά ωστόσο μονάχα σε αυτό, καθώς στο στιχουργικό κομμάτι η Sugahspank αναδεικνύει μια ιδιαίτερα εύστοχη και συνάμα λυρική ικανότητα, θέτοντας θέματα που σπάνια βρίσκεις στην ελληνική δισκογραφία –ακόμα και τώρα που υπάρχει έδαφος να αναπτυχθούν. Στοχεύει λοιπόν στην εξωτερίκευση της γυναικείας σεξουαλικότητας και στην έκφραση ενός απενοχοποιημένου ερωτισμού. Στην ανάγκη των υγιών σχέσεων, έναντι των τοξικών. Προβάλλει την ύπαρξή της στον πατριαρχικό κόσμο ως μητέρα κι ως γυναίκα που δεν σιωπά. Αντιτίθεται στο body-shaming και στο πατρονάρισμα, χωρίς να επιβάλλει κάτι το ματσό στον τρόπο της. Γίνεται τρυφερή, ανησυχεί, ερωτεύεται, ψάχνει τη λύση σε όποιο πρόβλημα. Με τον Blend να την ακολουθεί άλλοτε διακριτικά, άλλοτε με soul/reggae διαβαθμίσεις, προσθέτοντας αρώματα πότε ευρωπαϊκά, πότε ανατολίτικα, ενίοτε και προς Αιθιοπία μεριά.
Ωστόσο, ενώ το υλικό διαθέτει αυτές τις βάσεις, δεν αποτυπώνεται τελικά με τον δυναμισμό που του αξίζει. Αρχικά, η Γεωργία Καλαφάτη τραγουδά σε κάθε περίπτωση soul, ακόμα κι αν από πίσω ακούς κάτι διαφορετικό. Στο "Yummy Man", για παράδειγμα, αισθάνεσαι να τρέμει κάπως η φωνή της καθώς πατά στον τζαμαϊκανό ρυθμό· ακόμα κι έτσι, βέβαια, παραμένει ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου: χορευτικό, αφράτο, σε προτρέπει να ψαχουλευτείς. Διστακτική είναι όμως και η εντύπωση που αφήνει το reggae-ραπάρισμα στο "I Grow", σε αντίθεση με το "Daughter", το οποίο έχει και βάθος και ζόρι στα «φτυσίματά« του, με τα δεύτερα φωνητικά να προσθέτουν πιο πολύ χρώμα. Ανάλογα πράγματα ισχύουν και για το "Holy Murder", που θυμίζει τα spoken words της Lydia Lunch, αλλά και για το "Lost Cause", το οποίο φαντάζει σχεδόν gospel, παρότι η φωνή δεν κυμαίνεται στην απαιτούμενη έκταση.
Τα τραγούδια επίσης που τραβάνε σε χρονική διάρκεια, είναι σαν να αναγκάζουν τη μουσική σε μια επανάληψη, που δεν έχει κανένα εμφανές νόημα: υπήρχε ίσως επιδίωξη για κυκλικά μοτίβα, ωστόσο μένει μια ξεκρέμαστη εντύπωση. Επιπλέον, ο Blend, στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τη Sugahspank, διαχειρίζεται τη soul ως reggae· και, παρά τις εναλλαγές και τις μικρολεπτομέρειες που προσθέτει, δεν καταφέρνει να τονώσει το συνολικό πλαίσιο. Ουσιαστικά δηλαδή παίζει με στάνταρ «συστατικά», τα οποία ναι μεν μπορούν να γίνουν πιασάρικα, μα αναλόγως εύκολα ξεθωριάζουν έπειτα από τη μνήμη: αν και ορισμένα από τα κομμάτια πετυχαίνουν το κάτι παραπάνω, τα περισσότερα μάλλον θα χάνονταν σε μια λίστα με παρόμοιο υλικό από τη διεθνή δισκογραφία.
Δημιουργείται έτσι μια ανισορροπία, η οποία δεν γίνεται να παρακαμφθεί –εκτός αν θέλουμε να υποβιβάσουμε την αποτίμηση του Paint Everything White στο «για ελληνικό, καλό είναι». Έστω κι αν μένει ένα άλμπουμ που κυλά ευχάριστα, έστω κι αν συνεχίσεις να τραγουδάς το "Yummy Man" σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού.