LUV
Ο 'δύσκολος' δεύτερος δίσκος. Επανάληψη και επανάπαυση ή τόλμη και αναζήτηση; Ενίοτε και τα δύο... Του Άρη Καραμπεάζη
Αυτή η ιστορία με την αναβίωση / επανόρθωση του shoegaze, εδώ και αρκετά χρόνια ήδη, έχει κάπως πλάκα θα λέγαμε. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες για την αποκατάστασή του, προς τον σκοπό και της επικράτησης μάλιστα σε μνήμες και συνειδήσεις, οι περισσότεροι από όσους την επιδιώκουν, αλλά και την προωθούν, αναμασούν τα ίδια και τα ίδια ονόματα, τα ίδια αιθέρια κλισέ και τις ίδιες αιθαλομιχλώδεις ονειρώξεις, που εν τέλει καταλήγουν να υποβιβάζουν το είδος περισσότερο από ότι στα χρόνια που πέρασε ηρωικά χλευαζόμενο από ακόμη και έξτρα έγκριτους θιασώτες του εναλλακτικού ροκ, στο οποίο είδος και δικαιωματικά ανήκει. Ενίοτε δε μπερδεύουν δάνεια ονόματα από τραγούδια και συγκροτήματα, κάνοντας τις A.I. κριτικές να μοιάζουν μια κάποια λύση.
Η περίπτωση των Sugar For The Pill δεν συνιστά εξαίρεση. Ο πρώτος τους δίσκος, υπήρξε ορθά οριοθετημένος, καθώς ξέρουν καλά τον ήχο τους και την καταγωγή τους, αλλά ατυχώς αφόρητα φορμαλιστικός, στα ίχνη ενός οποιουδήποτε τίμιου psychobilly ηχογραφήματος, που τίποτε περισσότερο δεν προσφέρει στο rock ‘n’ roll, που κατά τα λοιπά τιμά και αγαπά, παρά ακόμη ένα καρφί στο κενό ανάμεσα στο σάβανο και στο φέρετρο του.
Ως εκ τούτου, αυστηρά ή και όχι σκεπτόμενοι, θεωρούμε ότι χαιρετίστηκε μάλλον περισσότερο από ότι του άξιζε σε ένα ευρύ πλαίσιο, και σε λίγες μόνος περιπτώσεις τοποθετήθηκε συνετά στην στενωπό στην οποία συνειδητά ανήκει. Τούτων δοθέντων, δεν είχαμε και μεγάλη διάθεση για δεύτερο δίσκο, καθώς αν θέλουμε να ακούμε νεκρολογίες, διατίθεται ικανός αριθμός τέτοιων από τα alternative υπολείμματα της τελευταίας 25ετίας, οι οποίες ακόμη περιμένουν στην ουρά για να ακουστούν.
Παρά ταύτα, καθήκον κάθε ροκ μπάντας είναι όχι ασφαλώς το να ικανοποιεί παβλοφικά τους θιασώτες της, αλλά το να συγκρούεται και να διαψεύδει τους αρνητές της. Και όχι και τόσο περιέργως πως οι Sugar For The Pill του δεύτερου δίσκου οδεύουν προς αυτό το κατόρθωμα.
Έχω δε την αίσθηση ότι σε όλη αυτή την θετική αλλαγή πλεύσης κάποιο ρόλο έχει παίξει και η ενδιάμεση ατόφια pop στάση του μπασίστα τους, Στέφανου Μανούση, που σε ελαφρώς προηγούμενο χρόνο, και υπό τον δ.τ. Yellow Red, κυκλοφόρησε το άλμπουμ ‘My Little Words’ (Make Me Happy 2025), ως έναν εσωτερικό φόρο τιμής περισσότερο σε μία ιδεολογία υπό την μορφή αισθητικής, παρά σε ένα δήθεν παρεξηγημένο είδος, όπως βλακωδώς γράφεται ακόμη, για την synth pop, που αποδεικνύεται διαχρονικά πιο χαλκέντερη από όσο θα περίμεναν και οι πιο φανατικοί εκ των φανατικών της. Το εν λόγω άλμπουμ έχει συνολικά αξιολογότερες συνθέσεις από ότι και τα δύο άλμπουμ των Sugar For The Pill μαζί, και εγώ αν ήμουν η υπόλοιπη μπάντα, θα είχα ήδη μαλώσει με τον μπασίστα μου.
Kάπως έτσι όμως και δειλά δειλά το ‘Colours’ είναι το πρώτο ίσως τραγούδι των Sugar For The Pill το οποίο δεν υποφέρει από τις αναφορές του, κατανοεί ότι στο καταραμένο δίπολο της dream pop, η pop είναι το κάτι και το dream δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία αυθαίρετη φούσκα. Και κυρίως, δεν υπήρξε αυτή τη φορά κανείς στο στούντιο, στην παραγωγή, στο απέναντι καφέ, στην πολυθρόνα της κονσόλας όπου έγινε η τελική μίξη, και δεν ξέρω εγώ που αλλού, που να είχε τη φαεινή ιδέα περί του ότι δήθεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο θα πρέπει για ακόμη μια φορά να θαφτούν τα φωνητικά, επειδή γενικώς επικρατεί η άποψη πως όπου τα φωνητικά είναι θαμμένα, δημιουργείται και ηχητικό τείχος. Ομοίως και για τις κιθάρες στο τελευταίο λεπτό του τραγουδιού, που είναι σαν επιτέλους να ανακαλύπτει κάποιος ότι και οι δύο κιθαρίστες του γκρουπ δεν φείδονται και ικανοτήτων και ενέργειες.
Το δε αμέσως επόμενο ‘Gold’ καταφέρνει και στέκεται ένα βήμα παραπέρα από κάθε άλλη προσπάθεια των Sugar For The Pill να συνταιριάξουν τον θόρυβο με την ρυθμική επάρκεια, πράγμα όχι τόσο απλό όσο διαβάζεται. Ίσως η πιο απαιτητική τους σύνθεση, που θα ήταν ασφαλώς πιο εντυπωσιακή, αν από τον δίσκο δεν απουσίαζαν τα (όχι και τόσο) κρυφά ελαττώματα στα οποία αναφερόμαστε παρακάτω. Ομοίως το ‘High Places’ θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι αντίδοτο σε όσους τυχόν υποφέρουν από χρόνια έλλειψη των Lush των τριών πρώτων EP, αλλά εδώ και πάλι κάποιος αποφάσισε ότι το να ακούγονται τα φωνητικά από το κάτω διαμέρισμα, θα δημιουργήσει μια κάποιου είδους παραπάνω ατμόσφαιρα.
Ο δίσκος λοιπόν ως περιεχόμενο δεν απογοητεύει, αλλά και δεν ενθουσιάζει όσο διαφαίνεται ότι θα μπορούσε, στο βαθμό που το συγκρότημα παραμένει, έστω και χαλαρότερα πλέον, προσκολλημένο στο άρμα του παλινδρομικού revival, που όμως – για να λέμε και την αλήθεια- στην θεμιτά εντοιχισμένη εντροπία των rock ‘n’ roll πραγμάτων, τους οδηγεί εκτός συνόρων, τόσο γεωγραφικών, όσο και μουσικών, τους εντάσσει σε κοινότητες εσωτερικά φανατικών, και περίπου λειτουργεί υπό τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν τα συγκροτήματα της dark goth σκηνής, που απολαμβάνουν μία εσωστρεφή αναγνωρισιμότητα, η οποία βέβαια καθώς κάποιες φορές αγγίζει τα όρια του πάθους, ουδόλως αμελητέο ζητούμενο είναι για όλες αυτές τις στεγασμένες rock ‘n’ roll ενασχολήσεις, που κάθε άλλο παρά επαγγέλματα είναι στο τέλος της ημέρας.
Παρά ταύτα, παραμένουν ένα δύο-πράγματα τα οποία όντως απογοητεύουν, όχι στο δίσκο per se, αλλά στην ‘κυκλοφορία’ αυτού, και τα οποία στην περίοδο που τα δισκογραφικά ίχνη, βαπτίζονται ως έξαρση όταν ως και κατ’ ελάχιστο υπερβαίνουν τα όρια του ισχνού, έχουν τη σημασία τους.
Το πρώτο δε και βασικό εξ αυτών είναι η απαράδεκτα χαμηλή (έως ανύπαρκτη) ποιότητα του ήχου στο βινύλιο. Καίτοι, η Make Me Happy κατάφερε να φτιάξει ένα τελικό χειροπιαστό αποτέλεσμα ικανό να ανταποκριθεί στην οπτική/απτική ικανοποίηση του συλλέκτη - αγοραστή (ροζ χειροτεχνίες, τριγωνάκια αγάπης κλπ, όλα όμορφα), εν τούτοις και τουλάχιστον στο ροζ βινύλιο που επέλεξα εγώ, δεν υπάρχει ήχος. Και όταν λέμε ότι δεν υπάρχει ήχος, δεν εννοούμε απλώς το ότι το μπάσο είναι σαν να μην πέρασε το πάσο της ηχογράφησης, τα φωνητικά θάβονται ακόμη περισσότερο κάτω από ένα αόρατο πλαστικό κάλυμμα, και οι κιθάρες είναι ό,τι απέμεινε, αλλά έτσι πως ακούγονται καλύτερα να έλειπαν και αυτές. Εννοούμε, ότι πρακτικά είναι σαν να μην ακούς τον δίσκο (ναι, έχω αλλάξει πρόσφατα κεφαλή/βελόνα).
Δεν ξέρω αν φταίνε οι ‘αρετές’ της κοπής, το ότι κάποιος τυχόν κοιμήθηκε στην τελική μίξη για το βινύλιο, επάνω στην πολυθρόνα που λέγαμε και προηγουμένως, ή οτιδήποτε άλλο, αλλά κάπου στο τρίτο τραγούδι αποφασίζω ότι η καλύτερη, και πρακτική η μόνη, λύση είναι να ακούσω τον δίσκο από streaming, ενθυμούμενος ότι σχετικά πρόσφατα επένδυσα ικανότατο ποσό σε ένα αρκετά αξιόλογο soundbar, που έχει και ακόμη δύο ηχεία από πάνω και γύρω του. Δηλαδή έχουμε φτάσει στο σημείο να καταφεύγουμε στο streaming μπας και ακούσουμε κάπως πιο σωστά; Τσκ, τσκ, τσκ.
Εδώ τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, αλλά όχι απολύτως, και κυρίως όχι ιδεατά καλά. Ναι μεν ακούσαμε το μπάσο, και ξεθάψαμε την – κατά τα άλλα ικανότατη- τραγουδίστρια από το υπόγειο, πριν σαπίσει από την υγρασία, αλλά πλέον μας κατέστη βέβαιο ότι το LUV πάσχει κατά σχεδόν ανεπανόρθωτο τρόπο σε επίπεδο παραγωγής συνολικά.
Δεν ξέρω τι έκανε και τι δεν έκανε ο Jordan Lawlor των M83, που ανέλαβε να συνδράμει το συγκρότημα στην παραγωγή, αλλά εγώ αν ήμουν ο πρόεδρος της δισκογραφικής, όταν θα έρχονταν να μου ζητήσει την επιταγή, όσο τυχόν λίγα και να ήταν τα μηδενικά της, θα περιοριζόμουν σε δύο φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και σε ένα… προεδρικό ‘ευχαριστούμε αγόρι μου, τιμή μας που ήσουν μαζί μας, θα τα πούμε’ και από εδώ πάνε και οι άλλοι.
Ο δίσκος άλλωστε έχει τελειώσει, ο αλγόριθμός του spotify παίζει ένα τραγούδι των άγνωστων μου Rocket Rules και ευτυχώς να λέω, γιατί Δευτέρα πρωί είχα σκοπό να πάω για επισκευή το πολλά υποσχόμενο soundbar που ακριβοπλήρωσα. Βελτιώστε κάπως τις προδιαγραφές των παραγωγών σας, για να μην αλλάζουμε χωρίς λόγο τα ηχεία μας, παρακαλώ.
Αυτή τη φορά πάντως, αναμένουμε οι Sugar For The Pill με την τρίτη προσπάθεια να βρουν επιτέλους τον στόχο, σε κάθε επίπεδο, γιατί όπως ήδη είπαμε και τον ήχο τους τον ξέρουν και καθιστούν σαφές ακόμη και στον πλέον καχύποπτο ότι υπάρχουν και δημιουργούν από γνήσιο πάθος για αυτόν τον ήχο, και όχι απλώς για να υπάρξουν και αυτοί ως ροκ συγκρότημα, όπως αρκετοί πλέον εκεί έξω.




