Αν τα δέκα χρόνια δεν στάθηκαν αρκετά για να δώσουν οι Suicide ένα μη αμφισβητήσιμο album, τότε καλύτερα ξεχάστε τα πέντε, ακόμα και τα είκοσι - συνυπολογισμένης της ηλικίας τους. Ούτως ή άλλως οι Alan Vega και Martin Rev είναι και ήταν πάντα παράξενοι, ιδιόρρυθμοι, κυκλοθυμικοί, αλλά και αρκούντως άνισοι. Ασχέτως δε των μεγάλων διαστημάτων διακοπής, τρέχουν ήδη στην τέταρτή τους δεκαετία. Με το 'American Supreme' και τις επανεκδόσεις των δύο πρώτων albums των Suicide με extra υλικό επαναπροσδιορίζονται και οι εμπορικοί προσανατολισμοί της ιστορικής (αλλά πεθαμένης), Blast Fist - μέσω της Mute Records Limited, στην οποία ανήκει πλέον.
Στο νέο υλικό που ακούμε εδώ δίνεται πάλι μια απαράλλαχτη έκδοση των βασικότερων πρωτογενών συστατικών τους, αυτή την φορά υπό το πρίσμα των μεγάλων αλλαγών που ένοιωσαν για καλά όλοι οι νεοϋορκέζοι μετά τα γνωστά γεγονότα που οδήγησαν τους Δίδυμους Πύργους μόνον στα αναμνηστικά card-postal, παλαιότερων εκτυπώσεων. Και το ντουέτο των Suicide το εξέφραζε (σχεδόν εξαρχής) το περιβάλλον τρέλας καθώς και τη ζωή στους δρόμους αυτής της μεγαλούπολης και την ψυχωτική ατμόσφαιρα των underground clubs του Manhattan. Ήταν μια εξτρεμιστική φωτογράφηση των φάσεων μιας κοινωνίας, η οποία δεν μπορούσε να ανασάνει και αυτοκαταστρέφονταν αργά.
Ως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί και το minimalist υπόβαθρο των πλήκτρων του Martin Rev, άγχος και επανάληψη μαζί, και η παραπαίουσα μονολογία του Alan Vega (του πιο ανώμαλου από τους ''γιους'' του Elvis Presley). Η χημεία του μίγματος δίνει το ίδιο παλιό εκρηκτικό υλικό, ένα cocktail που είτε το απολαμβάνεις, είτε το φτύνεις με την πρώτη γουλιά. Ο αποκλεισμός οποιουδήποτε στοιχείου που θα μπορούσε να ωραιοποιήσει την ηχητική φόρμα, όπως και η ακράτεια προς την μονοτονία, είναι άλλα δύο γνωρίσματα που επίσης αναθερμαίνονται στο 'American Supreme'.
Δεν νομίζω ότι θα βρεθεί κάποιος που θα διαφωνήσει πως κάθε εκτέλεση τραγουδιού των Suicide είναι εξ ορισμού μαρτυρική, όπως μόνον τέτοιας φύσης ριζοσπαστικά ταλέντα μπορούν να αποδώσουν. Το ερώτημα που τίθεται στην επανεμφάνισή τους είναι άλλο: το κατά πόσο όλα αυτά δύναται να φρεσκαριστούν και όχι απλά να δοθούν στον παρόντα χρόνο, αλλά να λειτουργήσουν μέσα σ' αυτόν. Διότι όσο καλές και αν είναι οι ιστορικές αναλύσεις και επισημάνσεις, δεν παύουν να είναι παρελθοντολογία. Και η αυστηρή προσήλωση στα περασμένα είναι τελικά αυτό που φταίει και το 'American Supreme' δεν μπορεί με τίποτα να σηκωθεί. Είναι η ίδια η αυθεντικότητά του που το εγκλωβίζει. Ακόμα και όσα μπορούν να βοηθήσουν στον εκμοντερνισμό του, το φλερτ με τον σύγχρονο χορευτικό ήχο των clubs, το ηλεκτρονικό funk, το techno και το scratching (που οι συντοπίτες d-j's του Bronx ξέρουν πολύ καλά), αποτυγχάνουν μπρος στην ξεχασμένη στο '78 παρανοϊκή μανιέρα-απαγγελία του Alan Vega. Αν μάλιστα δεν υπήρχε και το μερικώς καλό συνθετικό επίπεδο θα ήταν ολοκληρωτικά για διακωμώδηση.
Όχι, βλέποντάς το βαθύτερα, το μόλις πέμπτο studio album των Suicide σε εικοσιπέντε συν χρόνια αυτοκτονεί εκεί ακριβώς που το πρώτο τους έγραψε την δική του πρωτοποριακή ιστορία. Εκείνο το ντεμπούτο εξάλλου έγινε ο πνευματικός πατέρας των κάθε λογής Front 242, Meat Beat Manifesto και τόσων άλλων, στο κοινό των οποίων στρέφονται ετεροχρονισμένα και οι Suicide. Το να προλάβει κάποιος τώρα την περιορισμένη έκδοση του παρόντος με το extra live cd (ηχογραφημένο στο Garbage του Λονδίνου το '98) δεν νομίζω να του προσθέσει κάτι. Πέρα από την φρικτή αίσθηση πως είναι το θήραμα του κυνηγιού εκατοντάδων νεκροζώντανων σε κάποια ταινία του George Romero. Με την συνήθη κατάληξη!