The guilt of feeling alive
Oι ενοχές τους ωφελούν σοβαρά την υγεία μας. Του Άρη Καραμπεάζη
Υπάρχει γενικά η αίσθηση ότι πέρα αν του πέθανε ή όχι, αν συνεχίζει να δίνει πραγματικά καλούς δίσκους ή απλώς αξιοπρεπείς για να περνά η ώρα, αν αφορά τις νεότερες γενιές ακροατών ή αν το όριο του πλέον είναι οι thirty something του σήμερα, το indie, το alternative... ό,τι τέλος πάντως ξεβράστηκε από τα απομεινάρια του punk, έφτασε μέχρι τις ημέρες του grunge και λιγοψύχησε στην καρδιά της brit pop και στα χέρια των Radiohead, έχει πρωτίστως παύσει να είναι η μουσική των Άγριων Καιρών, της σκληρής πραγματικότητας, της αναταραχής και της αγωνίας, έστω της διάθεσης για κοινωνική επανάσταση και επαγρύπνηση, καθώς η πικρή αλήθεια είναι ότι το ροκ ποτέ δεν είχε άμεση σχέση με την επανάσταση.
Η (δήθεν κατ' εμέ) εξαίρεση που θα μπορούσε να επιβεβαιώνει τον κανόνα, ας πούμε, είναι τα τελευταία χρόνια οι Mogwai. Η μουσική τους γρήγορα έλαβε διάσταση πολιτικής/ κοινωνικής κατάθεσης, παρά την έλλειψη των στίχων, και είχε ως στόχο να εκφράσει την γεωμετρικά αυξανόμενη αγωνία/ απόγνωση στις διαμορφούμενες κοινωνικές πραγματικότητες, ενίοτε με όχι απαραίτητα τόσο αρτηριοσκληρωτικό λεξιλόγιο.
Προσωπική μου αίσθηση ότι ποτέ δεν το κατάφερε επαρκώς κυρίως γιατί όποτε πήγαινε να ξεσπάσει και να εκραγεί, επέστρεφε πίσω στις κατά βάση indie rock ρίζες της και καλουπωνόταν, προφανώς για να μην απομακρυνθεί από τα αισθητικά κριτήρια και όρια των αποδεκτών της. Αλίμονο βέβαια αν η αγωνία της ύπαρξης, η αστική απόγνωση, η αβάσταχτη καθημερινότητα και άλλες τέτοιες βαρυσήμαντες έννοιες είχαν κριτήρια, όρια, πλαφόν και πισωγυρίσματα. Όταν αποφασίσεις να παίξεις με αυτό το παιχνίδι, κάντο εκτός ορίων και όρων.. Το indie μάλλον το παράκανε με την κατάθλιψη και τη μελαγχολία, με αποτέλεσμα να μείνουμε με το trade και να χάσουμε το rough στο τέλος. Δεν χρειάζεται να είσαι πάντα καταθλιπτικός, πρέπει να αποδεικνύεσαι και αρκούντως σκληρός επί της ουσίας.
Όπως ακριβώς δηλαδή οι "δικοί μας" Sun Of Nothing, στον τρίτο και μάλλον από κάθε άποψη καλύτερο δίσκο τους μέχρι σήμερα. Ό,τι απουσιάζει από κάθε επόμενο δίσκο των Mogwai, των GY!BE και αρκετών ακόμη ονομάτων που μπορούν να κολλήσουν από δίπλα, το διαθέτουν οι Sun Of Nothing σε περίσσευμα. Και δεν είναι άμοιρα ευθυνών για αυτό τα φωνητικά του Ηλία, που επιμένουν να μας θυμίζουν ότι οι κραυγές κάποιες φορές, εκτός από το να περιγράφονται, να υπονοούνται και να αιωρούνται οφείλουν κατά πρωτεύοντα λόγο να εξαπολύονται. Ειδικά όταν δεν είναι άναρθρες, αλλά αποτέλεσμα εξαιρετικά ευφυών και λιτών στίχων.
Ως μπάντα οι Sun Of Nothing δεν θέλει και πολύ να καταλάβεις ότι είναι εκτός ορίων και πάλι, ενώ πριν τα έχουν τεστάρει και γνωρίσει πολύ καλά τα όρια της μουσικής τους. Τα "βαράνε" τα όργανα όσο θέλουν, όσο πρέπει και όταν το κάνουν πέρα από το όσο πρέπει είναι που το όλο πράγμα απογειώνεται για τα καλά. Τα δύο τελευταία λεπτά του τελικού Hearthealer δεν πρόκειται να αφήσουν παραπονεμένο κανέναν από όσους επιμένουν να αγοράζουν ακόμη τα νέα νούμερα της Sonic Youth Recordings, ενώ στα αμέσως προηγούμενα δώδεκα φλέρταραν εξαίσια με την ιδέα του να ήταν ένα αμιγώς extreme metal σχήμα, αλλάζοντας δυο-τρεις φορές γνώμη στην πορεία.
Οι περισσότεροι φαντάζομαι θα σπεύσουν να τους εντάξουν -ειδικά σε αυτό το δίσκο- κάτω από την ετικέτα του drone, το οποίο ως όρος μου φαινόταν πάντοτε πιο εντυπωσιακός σε σχέση με αυτό που πραγματικά αντιπροσωπεύει, συνεπώς τον θεωρώ και εδώ περιοριστικό, όπως σωστά έχει ήδη γραφεί ότι και οι όροι black, sludge, post rock, post metal, 'ενδογενής αποκάλυψη του εξωστρεφούς εαυτού' και άλλα τέτοια ωραία είναι ομοίως περιοριστικά για την περίπτωση του The Guilt Of Feeling Alive. Μεγάλο τους ατού ασφαλώς το ότι εκεί που "σέρνονται" ξαφνικά ανεβάζουν τέρμα ταχύτητες και του δίνουν να καταλάβει, και ύστερα και πάλι "σέρνονται" απολαυστικά, όχι όμως αλά System Of A Down, διότι ποτέ δεν μου έκατσαν καλά οι δικές τους σχέσεις με την έννοια του ρεπρίζ, αλλά με έναν τρόπο λιγότερο επιτηδευμένο και περισσότερο επιβλητικό.
Ο δίσκος κυκλοφορεί από την C.T.S. (παρά τις πρόσφατες διαφωνίες μας, δεν θα παραλείψω να πω και πάλι, ότι τόσο σε επίπεδο συναυλιακών παραγωγών, όσο και δισκογραφικού ψαξίματος, η εν λόγω εταιρεία κινείται όχι μόνο σε σωστά, αλλά αν μη τι άλλο -επιτέλους- και σε διαφορετικά από τα συνήθη εντός συνόρων μονοπάτια). Παρότι η digipack συσκευασία του CD είναι όντως άξια κατοχής, το σαν με ψυχρή αμμοβολή φτιαγμένο pictured βινύλιο είναι εκτός συναγωνισμού (και σας δίνει και το CD δώρο αυτή τη φορά).
Αν κάποιοι συνεχίσουν να διαμαρτύρονται για το ότι μοιράζονται δήθεν αφειδώς 9άρια και 8άρια σε ελληνικούς δίσκους, ενώ υποτιμάται η παραγωγή από το εξωτερικό, θα είναι επειδή μάλλον δεν έχουν ακούσει ΚΑΙ αυτόν το δίσκο. Άλλωστε έχω κατά νου να εκθέσω μερικούς λόγους λίαν συντόμως...
Τα υπόλοιπα επί σκηνής στις 17 του τρέχοντος μήνα στο AN Club, διότι αυτές τις μπάντες είναι αδύνατον να μην τρέχεις να τις δεις ζωντανά.