Τρίο από τη Καλιφόρνια, που με ελάχιστα εφόδια στα μπαγκάζια του, δηλαδή όνομα που... αχνίζει, στιβαρή rhythm section, εμπνευσμένο κιθαρίστα και μια ωραία και με βάθος φωνή, καταφέρνει να φτιάξει έναν δίσκο που δεν ξέρω αν θα είναι το ντεμπούτο της χρονιάς (όπως είχα προαναγγείλει ενθουσιασμένος από κάπου αλλού), αλλά σίγουρα ήρθε για να μείνει και να βγαίνει συχνά πυκνά από τα ράφια της δισκοθήκης, κάνοντας τις γύρες του πάνω στα πραγματικά ή εικονικά πικάπ μας.
Δώδεκα κομμάτια, τα έντεκα δικές τους συνθέσεις και η διασκευή στο In The Graveyard των Dead Moon να συμπληρώνει το άλμπουμ μαζί και την εικόνα, που δεν είναι όμως τόσο προβλέψιμη ώστε να μπορεί να ξεμπερδέψει κανείς έτσι εύκολα κολλώντας τη ταμπέλα "garage punk" και να πάει για άλλα.
Κι αυτό γιατί πέραν του ότι το "punk" το συναντάμε ξανά και τις περισσότερες φορές με τον προσδιορισμό "post" μπροστά του, πέραν τα εξ ημισείας και εξ αδιαιρέτου πνευματικά δικαιώματα των δύο αναδόχων του ονόματος από το down under (βλέπε Birthday Party και Scientists), δεν είναι καθόλου αμελητέα και η παρουσία στον υγρό αέρα του βάλτου, των ήχων της αμερικάνικης παράδοσης, ειδικά τις στιγμές που η ακουστική κιθάρα βγαίνει μπροστά και το slide πεταρίζει σαν ανέμελο πουλί γύρω της, σε κομμάτια σαν Wounded Knee και το What We Used To Be.
Το στίγμα τους όμως το δίνουν σε τραγούδια με τίτλους όπως I'll Never Know, Sirens Wail, Silver Rope και βέβαια το Axeman of New Orleans, που μαζί με το River of No Return μέσα από το The Chosen One των Three Blind Mice που κυκλοφορεί στις αρχές Νοέμβρη και θα τα πούμε για αυτό προσεχώς, έχουν καπαρώσει ήδη τις δύο από τις τρεις θέσεις των "τραγουδιών της χρονιάς".
Έλεγα όμως για το στίγμα των Swampland, που σχηματοποιείται από το μπάσο με τους αγχωτικούς ρυθμούς του που κρατάει ο τραγουδιστής, τα ντραμς που ακολουθούν πιστά και ιδροκοπώντας από δίπλα, τα λιτά μα καίρια κεντήματα του κιθαρίστα, και τέλος (η αιώνια αχίλλειος πτέρνα των αντίστοιχων ελληνικών αγγλόφωνων συγκροτημάτων) ένας τραγουδιστής με πηγαία και με χαρακτήρα φωνή, με σωστή εκφορά και προφορά, ένας... τραγουδιστής απλά και τελικά.
Αν κάτι θα είχα να τους προσάψω αυτό θα ήταν η παραγωγή, που με λίγο περισσότερο όγκο ακόμη πιστεύω πως θα έδινε πόντους στο τελικό αποτέλεσμα, όπως επίσης κι αυτή η αχρείαστη "κορνίζα" στο εξώφυλλο, που χαλάει την ταιριαστή με το περιεχόμενο, ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Αυτά είναι λεπτομέρειες όμως, από τη στιγμή που έχουμε στα χέρια μας έναν τόσο καλό δίσκο από αυτό το προωτοεμφανιζόμενο (που έχει όλα τα προσόντα να εξελιχθεί σε σπουδαίο) συγκρότημα.