Ελαφρά ανορθόδοξο να ξεκινάς από το τέλος. Έλα όμως που μου κόλλησε το τελευταίο τραγούδι επειδή αναφέρει τη λέξη απέναντι και άρχισα να αναρωτιέμαι τι ρόλο παίζει αυτό το απέναντι στη ζωούλα μας! Ο απέναντι από το γραφείο με τις ανεξιχνίαστες προθέσεις, επιδιώξεις και σκέψεις του, ο απέναντι στο κρεβάτι σου που κάποιες φορές σε κοιτάζει με παγωμένα μάτια, ο απέναντι στο τραπέζι που μαζί του μοιράζεσαι τα τερψιλαρύγγια, ο απέναντι στο δρόμο που ζει στη μαύρη καταχνιά του και τέλος το απέναντι της ζωής, ο αχόρταγος θάνατος, ο οποίος σύμφωνα με την ψυχανάλυση είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και πιο συγκεκριμένα, ο φόβος του θανάτου, που επηρεάζει τις κινήσεις σου στη ζωή. Αλλά για να το τραβήξω λίγο ακόμη, μήπως τελικά και γενικά, είναι ο φόβος που υποδαυλίζει περίεργες και ανεξήγητες συμπεριφορές; Ο φόβος της πείνας, της μοναξιάς, της απόρριψης, του τρομοκρατικού χτυπήματος, της θλίψης, του πεπερασμένου της ζωής σου;
Και μετά;
Ωωωωπ! Εδώ είμαστε!
Αυτός είναι ο τίτλος του cdιού του Χρήστου Αλεξόπουλου, που είναι το τρίτο και τελευταίο της τριλογίας, η οποία ξεκίνησε το 1999 με το «Η άλλη πλευρά» και ακολούθησε το «Παραλλαγές στο μόνο θέμα» το 2001. Αποτελεί την φυσική συνέχεια και σε καμία περίπτωση δεν κόβει τον ομφάλιο λώρο με το ύφος των δύο προηγούμενων. Απλά ομορφαίνει, εμπλουτίζεται με ουσιώδεις ήχους, ανελίσσεται σε ανώτερα συνθετικά και ενορχηστρωτικά επίπεδα και αποδεικνύει ότι υπάρχει ελληνική μουσική που δεν ακολουθεί καταναγκαστικές ταμπέλες, ψευδοεπιγραφές και τον κυκλοθυμικό αέρα των trends. Κυριαρχούν οι μελωδίες και οι mid-tempo συνθέσεις και ο συναισθηματικό πλούτος αναδεικνύεται τόσο με την ψιθυριστή φωνή του Αλεξόπουλου, όσο και με τα αιθέρια γυναικεία φωνητικά. Αξιοσημείωτη είναι και η εγγενής ευγενική συστολή που χαρακτηρίζει την ενορχήστρωση, σε αντίθεση με το γενικό ξέκωλο που χαρακτηρίζει το σύνολο της ελληνικής μουσικής.
Ολόφρεσκος ήχος, αναπάντεχα μουσικά μπερδέματα και διασταυρώσεις μουσικών ειδών, προσεγμένες φωνητικές μελωδίες, ευφυή samples, (το 'Anna' του Battisti ορθώνει μεγαλειώδεις στιγμές από άλλες ηρωικές μουσικές εποχές) και μια αίσθηση ολοκληρωμένης ιδέας, καθώς τα τραγούδια σβήνουν το ένα μέσα στο άλλο, είναι οι βασικοί άξονες περιγραφής του «Και μετά;». Ο ίδιος ο Αλεξόπουλος το περιγράφει «...ένα άλμπουμ για το αστικό περιβάλλον... σαν να παρατηρείς την πόλη και τις αντιφάσεις της από ψηλά, από ελικόπτερο...», χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να δημιουργήσει και σε σένα τις ίδιες εντυπώσεις.
Προσωπικά ξανάζησα την ταινία «Τα τραγούδια του 2ου ορόφου», ακούγοντας το ομότιτλο τραγούδι και θυμήθηκα το κράξιμο που μου χώσανε οι υπόλοιποι της παρέας που την είχαμε δει μαζί, επειδή εγώ δήλωσα συγκλονισμένος.
Επιστρέφοντας στο άλμπουμ και τελειώνοντας αγαπητέ μου αναγνώστη, να σου πω ότι οι στίχοι, χωρίς να διεκδικούν δάφνες ποίησης, άλλοτε είναι ειρωνικοί (στο 'Anna'), άλλοτε αναζήτησης (στο 'Μαύρο'), και άλλοτε περιγραφικοί ('Το τραγούδι απ’ τον 2ου όροφο'), ενώ το instrumental 'Jose' έχει όλα τα προσόντα να προκύψει οξύτατο hit σε μαγαζιά και ραδιόφωνα.
Αν η βαρύτητα ενός cdιού κρίνεται από τις προθέσεις του δημιουργού και από την τελική υλοποίησή τους, τότε το «Και μετά;» χτυπά πολύ ψηλό σκορ και ξεθεμελιώνει την κακή μου σχέση με το ελληνικό άσμα.