(Κατευθείαν) το πρώτο συμπέρασμα: τελικώς, οι Dead Can Dance είναι πολύ δύσκολο να διασκευαστούν. Πολυσχιδείς, τεχνικοί, ιδιότυποι, απ' την αρχή φαντάζουν για τον κάθε επίδοξο ως μια σκληρή δοκιμασία.
Δεν περιμέναμε, βεβαίως, τη δοθείσα ευκαιρία για να ανακαλύψουμε τη σπουδαιότητα της συνεισφοράς αυτού του μοναδικού συγκροτήματος. Υπήρξε μια περίοδος στα eighties που και η Αθήνα, όπως και τόσες άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, είχε γεμίσει με μαυροντυμένους έφηβους με το μαλλί αφάνα αλά Robert Smith και το χαμόγελο στα αζήτητα. Σ' εκείνους τους θλιμμένους, οι Brendan Perry και Lisa Gerrard δημιούργησαν ένα νέο όνειρο. Τους ωρίμασαν, μαθαίνοντάς τους το yang t'chin, το 'Saltarello', την εκκλησιαστική μουσική, τα τραγούδια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Και τους άλλαξαν τους δρόμους της σκέψης, τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά, ακόμη και το να παρακολουθούν τις συναυλίες καθιστοί, όπως τότε στο Παλλάς.
Το παρόν tribute είναι ένα εγχείρημα τουλάχιστον αξιέπαινο. Όμορφο artwork, διπλό album, 35 αποκλειστικές (πλην μιας) συμμετοχές και εκατόν πενήντα λεπτά συνολικής χρονικής διάρκειας. Όλα αυτά από το σημαντικότερο εγχώριο metal label, τη Black Lotus. Υποθέτω ότι ήδη πρόκειται για ένα εξαγώγιμο hit, χωρίς να' χω περαιτέρω στοιχεία. Πάντως, να λάβετε πολύ σοβαρά τη σημείωση πως εδώ η μεταλλική σκοπιά στα δρώμενα έχει μια ειδική βαρύτητα. Θα φανεί πολύ χρήσιμη.
Συμπέρασμα δεύτερο: τα τραγούδια των Dead Can Dance αποδεικνύονται κόλαφος για τις αμιγώς metal μπάντες. Αντιθέτως, όσοι έχουν τέτοιου είδους καταβολές, αλλά διευρυμένες επιρροές, το πολεμάνε καλύτερα. Αμφότεροι, εντούτοις, έχουν ως σύμμαχο τις συνθέσεις καθαυτές (σπουδαιότατο a priori προσόν). Όσο μέτριες ή και κακές μπορεί να είναι κάποιες από τις διασκευές, η ανωτερότητά τους ως σύλληψη, δομή και ιδέες αντέχουν και ορίζουν από μόνες τους το επίπεδο. Απλώς, υπόκεινται ενίοτε σε παραφύση υποβιβασμούς, όπως λόγου χάρη τα 'The Ubiquitous Mr Lovegrove' και 'Enigma Of The Absolute'.
Συμπέρασμα τρίτο: οι παλιότεροι από τους συμμετέχοντες (εννοώ ηλικιακά, με πορεία για μια περίοδο παράλληλη με τους Dead Can Dance) τα βρίσκουν σκούρα. Η Jarboe δίνει αρκετή δόση αμερικάνικου κιτς στην εκτέλεσή της στο 'American Dreaming', ενώ η αυστηρή Lisa Gerrard θα' χε πάρα πολλά να σύρει στον Sam Rosenthal για την απόδοση των Black Tape For A Blue Girl στο 'Fortune Presents Gifts Not According To The Book' (μακάρι να αρκούσε το φλάουτο της Lisa Feuer στην εισαγωγή).
Συμπέρασμα τέταρτο: τα ολιγομελή σχήματα μειονεκτούν από χέρι. Όσο συμπαθητικοί και ενδιαφέροντες και αν βγαίνουν οι Antimatter στους δίσκους τους, με μόνον έναν τραγουδιστή και έναν προγραμματιστή στο computer ως συνοδό δεν βγαίνει η επική διαχυτικότητα ενός 'Black Sun'.
Συμπέρασμα πέμπτο: η νεότερη γενιά δεν στερείται πολύ καλών, αρκούντως αισθαντικών, ερμηνευτών. Η Francesca Nicoli των Ataraxia, ας πούμε, ακούγεται όπως πάντα εντυπωσιακή. Και δεν είναι η μόνη.
Θετικός απολογισμός: για όσους τολμούν, είτε στο να δώσουν μια πιστή εκτέλεση, δοκιμαζόμενοι στην ατμόσφαιρα και στη δεξιότητα, είτε στο να τραβήξουν ένα έντονο προσωπικό στίγμα πάνω στο πρωτότυπο, χωρίς, ωστόσο, να πετυχαίνει κάποιο όνομα τη μεγάλη υπέρβαση. Στην πρώτη κατηγορία ξεχωρίζουν οι Arcana - ο Peter Pettersson καταθέτει την πιο Brendan Perry ερμηνεία της συλλογής και γι' αυτό επικροτείται -, οι Persephone και μερικοί ακόμη. Στους άλλους ξεχωρίζουν οι The Gathering, που μετατρέπουν το αγαπημένο 'In Power We Entrust The Love Advocated' σε μεστό gothic rock track με μια χαλαρή Anneke V. Giersbergen, ο Daniel Cavanagh των Anathema, που σόλο με μόνον κιθάρα/ φωνή προσγειώνει το 'How Fortunate The Man With None', οι Amber Asylum στο 'Cardinal Sin', πιθανόν οι δικοί μας Grido, οι Monumentum ή οι Ulver, τέλος.
Και μια υποσημείωση: χρειάστηκα αρκετή ώρα για να διορθώσω τα λάθη στους τίτλους που αναγράφονται στο booklet και στο οπισθόφυλλο. Απαιτούνταν μόνο μια σχολαστική τελευταία ματιά και λίγος χρόνος.
Εν κατακλείδι, ίσως είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν τρέχει και τίποτα με ένα cd που παίρνει τουλάχιστον ...