«Έτσι πρέπει να κάνουν οι djs» είπε ένας από τους ταλαίπωρους του τοπικού ραδιοφώνου που ταλαιπωρούν τα' αυτάκια μας με τις στραβοχυμένες ατάκες τους. Αναφέρθηκε στον Timo Maas και στο "Loud" επαγωγικά κατέληξε στο όλο: Οι djs αφού υπηρετήσουν κάποια χρόνια τα decks και τα remix, πρέπει να στήσουν ένα δίσκο. Με ποια λογική όμως;
Το ότι στρώνεις με τις αλλαγές σου και τι μίξεις ένα ιδανικό dance χαλί που το ποτίζουν οι σταγόνες ιδρώτα των xctac-ιασμένων χορευτών και το ότι αλλάζεις τον ήχο και τον ρυθμό (και τα φώτα πολλάκις) τραγουδιών άλλων σε χρίζει και μουσικό δημιουργό; Μ' αυτού του είδους τις συνεπαγωγές, ο αρχιτέκτονας πρέπει να καταλήξει ζωγράφος, ο κάθε δημοσιογράφος να απελευθερώσει τον συγγραφέα που a priori κρύβει εντός του και ο καθηγητής φυσικής να ξεπεράσει τον Einstein. Αιδώς κύριοι! Περιορίστε τα αυθαίρετα συμπεράσματα!
Θα μου πεις τώρα, καλά σε χάλασε το "Loud" και κράζεις; Όχι, κάθε άλλο μάλιστα. Το "Loud" είναι από τα καλύτερα που κυκλοφορούν και μάλιστα είναι σαν τα αυγά Kinder, με την έννοια ότι κρύβει μια έκπληξη. Δεν είναι dance. Τουλάχιστον όχι ατόφιο. Και αυτό είναι το θετικό του: η πολυμορφικότητά του. Τά 'χει όλα και συμφέρει χωρίς τη λογική του super market.
Το "Help me", το opening track, η κορυφή ίσως του άλμπουμ ενώ έχει καθαρόαιμο dance beat κυριαρχείται από τα φωνητικά της Kelis που του δίνουν soul χροιά και το απογειώνουν στα κορυφαία τραγούδια της χρονιάς. Το "Manga" που ακολουθεί παίζει με το συν και το πλην της ταχύτητας των στροφών και προορίζεται για σκληροπυρηνικούς clubers. Αντίθετα το "Hash Driven" έχει μειωμένα bpm, ανάποδα ηχητικά περάσματα και μια ψυχεδελική σεμνότητα σε δεύτερο επίπεδο ακρόασης. Το "Shifter" θα ήταν ένα electrodance της σειράς αλλά ομορφαίνει με το συνδυασμό του κιθαριστικού riff και της φωνής του MC Chickaboo, ενώ το "Hard life" δεν θα στο συνιστούσα για νυχτερινή ακρόαση από τα ηχεία.: οι περασμένες σταγόνες φωνητικών έχουν κάτι από τον κόσμο των βαμπίρ και δεν είναι ότι καλύτερο για να νανουριστούν οι γείτονες σου.
Το "That's how I've been dancin'" αγγίζει τα όρια της αδιαφορίας παρά τη φωνή του Martin Bettinghaus. Στην εισαγωγή και στην συνέχεια του "We are nothing", ακούγεται το μανιφέστο κάποιας μυστικιστικής σχολής αυτογνωσίας, περιτυλιγμένο με space ήχους. Το ευχάριστο γεγονός είναι ότι τελειώνει σύντομα και το διαδέχεται μία από τις πλέον αξιόλογες στιγμές του άλμπουμ το "Old school vibes", το οποίο ενώ ηχεί ογκώδες και επιβλητικό, διαθέτει μια κομψότητα που το καθιστά ενδιαφέρον στην εξέλιξή του. Στο "O.C.B." η μελωδία μοιάζει να έρχεται από μεταλλαγμένο sitar και μετά σκάει το απρόσμενο "To get down" όπου η βαριά κιθάρα και το λασπώδες μπάσο ανακαλούν μνήμες hard rock. Αν είναι δυνατόν! Μαζί με το "Help me" είναι τα super του "Loud".
Ο Martin Bettinghaus επανεμφανίζεται στο "Ubik (The breakz)" που αποδεικνύεται ένα ενδιαφέρον υβρίδιο, διάστικτο με παράταιρα μουσικά είδη. Από τα υπόλοιπα τρία, σαφώς τα εύσημα πάνε στο Caravan με τις αγχωτικές λέξεις του Finley Quaye να σκάνε σαν βόμβες μανιοκατάθλιψης, ενώ αντίθετα η απόδοση της φωνητικής μελωδίας μοιάζει χαλιναγωγημένη.
Να το ξαναπώ: Το ότι το "Loud" είναι αξιοπρεπέστατο δεν σημαίνει ότι οι djs πρέπει να κατεβούν από τον άμβωνά τους με τα decks και να μας πλαγιοκοπήσουν με προσωπικές ηχογραφήσεις. Αυτό είναι δουλειά των μουσικών!