Πίσω στα 80s, όταν το ελληνικό ροκ άρχισε να κάνει τα πρώτα μεταπανκ βήματά του και να συγκροτείται κουτσά - στραβά μια υποτυπώδης σκηνή, θεωρούνταν περίπου επιβεβλημένο τα προϊόντα της «σκηνής» να αντιμετωπίζονται με ειδικά κριτήρια. Αν τολμούσες να πεις ότι ο δίσκος των x (να μην πούμε ονόματα και ξύσουμε πληγές τώρα) ήτανε κάτι λιγότερο από αριστούργημα, ορμούσαν επάνω σου μουσικοί, εταιρία, φίλοι, σόι και δεν ξέρω ποιοί άλλοι με επιχειρήματα όπως «τα παιδιά έβαλαν όλη την ψυχή τους σ’ αυτή τη δουλειά, δεν ντρέπεστε να τα απογοητεύετε» ή «αντί να λέτε ευχαριστώ που παίζουμε ροκ κάτω από τόοοοοοσο αντίξοες συνθήκες, μας κρίνετε από πάνω».
Για να ξεπερασεί αυτή η νοοτροπία έπρεπε να βγούν πραγματικά αριστουργήματα, ώστε να υπάρξει μέτρο σύγκρισης. Ένα τέτοιο ήταν ο δίσκος των Εν Πλω. Από το εξώφυλλο ώς το τελευταίο τραγούδι μια αποκάλυψη. Δυστυχώς, το συγκρότημα αποδείχτηκε κομήτης. Ήρθε, μας θάμπωσε και έφυγε. Ο Ντίνος Σαδίκης όμως, τραγουδιστής και συνθέτης τους, έμεινε ενεργός και μετά από πολλές περιπέτειες και καθυστερήσεις κυκλοφόρησε τον πρώτο και μέχρι στιγμής τελευταίο προσωπικό του δίσκο, τις Μολυβένιες Ιστορίες.
Αυτό που διαφοροποιεί αισθητά την προσωπική δουλειά του Σαδίκη από τους Εν Πλω είναι η αποστασιοποίηση από τα δημοτικά μοτίβα. Εκεί που το συγκρότημα βουτούσε στην παράδοση, έπαιρνε την ουσία απαλλαγμένη από στολίδια και τσαλίμια, την επεξεργαζόταν και έβγαζε έναν καινούργιο και απόλυτα προσωπικό ήχο με εμφανέστατες αναφορές σ’ αυτήν, ο Σαδίκης της γυρίζει την πλάτη του και στρέφεται για έμπνευση αποκλειστικά στη δύση και στο σήμερα (με εξαίρεση το χορό που κλείνει το Απαισιόδοξο Τραγουδάκι). Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφοροποίησης είναι το Χωρίς Κανόνα που βρίσκεται και στους δύο δίσκους με εντελώς διαφορετική μορφή. Κατά τα άλλα, όλα τα στοιχεία που έκαναν τους Εν Πλω να ξεχωρίσουν βρίσκονται και εδώ. Τα δυνατά τραγούδια με μελωδίες που σου καρφώνονται στο μυαλό, οι εσωστρεφείς και ελλειπτικοί στίχοι και η παθιασμένη ερμηνεία.
Και τα εννέα τραγούδια του δίσκου είναι ελεγείες στην αυτοκαταστροφή, το ξόδεμα όπως το λέει με τον πιο εύστοχο τρόπο ο ίδιος ο δημιουργός τους στο τελευταίο κομμάτι. Ο κίνδυνος της υπερβολής και της μελοδραματικότητας που ελλοχεύει σε τέτοιες καταστάσεις, ξεπερνιέται εδώ από το γεγονός ότι ο Σαδίκης ξέρει καλά για τι γράφει και τραγουδάει, και αυτό που βγαίνει στους στίχους του είναι ανατριχιαστικά αληθινό. Όσο αφορά τη μουσική, οι επιρροές είναι τόσο πολλές (υπάρχουν στοιχεία από όλες σχεδόν τις σκηνές των 80s) και τόσο αφομοιωμένες, που μπορούμε άφοβα να μιλήσουμε για προσωπικό ήχο, που γρήγορα βρήκε και μιμητές (ακούστε το Θοδωρή Μανίκα με το συγκρότημά του να παίζει το Χωρίς Κανόνα με θρησκευτική ευλάβεια). Πρέπει να σημειωθεί και το ότι δεν υπάρχει ντράμμερ. Τα τύμπανα είναι όλα από κουτάκια, συνθετικά και προγραμματισμένα, γεγονός που ξενίζει λίγο για δίσκο αυτού του ύφους. Φαντάζομαι ότι αυτό έγινε από επιλογή και πιστεύω ότι ήταν πολύ εύστοχη, γιατί ό,τι υποτίθεται ότι χάνουν τα τραγούδια από ηχητικό πλούτο το κερδίζουν σε αμεσότητα, που προκύπτει από τον πλήρη έλεγχο του δημιουργού τους επάνω σ’ αυτά. Οι πινελιές από βιολί, βιόλα, λύρα, τρομπέτα, τρομπόνι και ηλεκτρικό μπάσσοδοξάρι ( ! ) είναι αυτές που απογειώνουν τα ήδη άψογα κομμάτια σε μουσικές εμπειρίες άξιες να βιωθούν απόλυτα.
Είναι δύσκολο να γράψεις κάτι που να αποτυπώνει αυτό που θέλεις να πεις όταν οι λέξεις έχουν ξεφτιλιστεί. Θέλω να κλείσω γράφοντας ότι οι Μολυβένιες Ιστορίες είναι δίσκος που γεννάει έντονα συναισθήματα και δυνατές συγκινήσεις. Τη στιγμή που τα γράφω αυτά όμως μου φαίνονται γελοία, ιατί τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιούν κάποιοι για να πουλήσουν αυτοκίνητα, κολώνιες ή ταινίες. Και δεν έχω το ταλέντο του Σαδίκη για να δώσω στις λέξεις τη βαρύτητα που πρέπει να έχουν.