Οι φανς έχουν ήδη μαγευτεί, οι ακροατές τους απολαμβάνουν, οι νεόκοποι μπορούν να πλησιάσουν. Ο τέταρτος δίσκος των Διάφανων Κρίνων δε θα μπορούσε να έχει γίνει καλύτερος.
Αρχικά έχουν τονιστεί όλα τα ατού τους : η ντελικάτη τραγουδοπλαστική, η εναλλαγή ατμοσφαιρών, η πλούσια ποιητική. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που ένοιωσα πως οι συνθέσεις μπορούν να υπερθεματίσουν σε ένταση περισσότερο εξωστρεφή απ' ότι στα προηγούμενα LP τους ('Έγινε η απώλεια συνήθειά μας', 'Κάτι σαράβαλες καρδιές', 'Ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές'). Έχει διαφοροποιηθεί η δραματικότητα της ερμηνείας του Θάνου Αναστόπουλου (φωνή, ακουστική κιθάρα), με την οποία φυσικά δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα, απεναντίας, μα είναι ωραίο να την ακούμε καταλαγιασμένη, «εξωτερικότερη». Κι αν σ' εμένα υπάρχει ένας λόγος παραπάνω να ανακαλώ μνήμες αυθαίρετες (όπως ο απόηχος της φωνής του Αντώνη Μανιάτη των αξέχαστων Metro Decay), στις νεαρότερες γενιές είναι η φωνή του πληγωμένου αγγέλου που προτιμά να καεί παρά να αναλωθεί.
Για τους στίχους είναι νομίζω περιττό να γράψουμε ότι το σχήμα δρέπει δάφνες. Διατηρεί αλώβητη την προσωπική του ποιητική που δεν περιορίζεται στον τίτλο (δανεισμένο από το ομότιτλο διήγημα του Francis Scott Fitzgerald, όπως μας πληροφορούν οι ίδιοι) ούτε στο κλείσιμο του δίσκου, το 'Τραγούδι της Βάλιας και του Λύκου', με στίχους παρμένους από την ποιητική συλλογή «Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα» του Χρίστου Ρουμελιωτάκη. Η ποιητική των Κρίνων δεν είναι απλά ένα ισοβαρές στοιχείο της μουσικής τους μα συχνά η ίδια η ουσία τους, που παίρνει σάρκα και οστά με τον προσωπικό τους ήχο. Κι είναι άλλο βέβαια το ότι η μπάντα έχει δώσει πνοή σε γνωστούς και «άγνωστους» ποιητές (Κώστας Ουράνης, Διονύσης Καψάλης, Κ. Καρθαίος, Λίνος Ιωαννίδης, ο Ισπανός Blas de Otero κ.ά).
Μου δημιουργήθηκε ακόμα η εντύπωση πως τα όργανά τους αντικαθιστούν αισθητήρια όργανα και ψυχοσωματικές λειτουργίες ενός «φανταστικού» οργανισμού που αποτελεί την μπάντα. Ακούστε το δίσκο σε πλήρη ακινησία και θα καταλάβετε τι εννοώ. Το μπάσο του Παντελή Ροδόστογλου αντιλαλεί τον παλμό της καρδιάς, οι τρομπέτες του Νίκου Μπαρδή (επίσης κιθάρες, κρουστά) τα φτερουγίσματα της ψυχής, τα πλήκτρα του Κυριάκου Τσουκαλά (επίσης κιθάρες, κρουστά) τα ταξιδέματα του εγκεφάλου, τα κρουστά του Τάσου Μάχα τους βηματισμούς στις αόρατες πόλεις. Από το πρώτο κομμάτι με τα απλά φωνήματα του ρεφραίν ως το κορυφαίο του δίσκου 'Ένα μέρος Που Μπορείς Να Κρυφτείς' και την αποπλανητική τριάδα 'Σκισμένος Χαρταετός', 'Κάθε Τι Που Ανασαίνει' και 'Τελευταίο Ποτό Με Το Διάβολο', η μπάντα τονίζει περισσότερο από ποτέ πως δεν είναι ανάγκη να είσαι φαν των Tindersticks για να τους απολαύσεις.