(...ο Darren Aronofsky ψηφίζει και πάλι Clint Mansell για τις ψυχοτροπικές απαιτήσεις της νέας του ταινίας, ο τελευταίος καλεί τους Kronos Quartet για να τον εμποδίσουν να δημιουργήσει απλά μια βελτιωμένη version του Fight Club και τελικά το μουσικό Requiem for a dream ακολουθεί πιστά το θέμα της ταινίας : εθίζει!...)
Στο προηγούμενο 'π' ήρθαμε σχεδόν αντιμέτωποι με τον εθισμό ενός ανθρώπου που είχε να κάνει με αριθμούς, χρηματιστηριακές αξίες και ανώτερες μαθηματικές έννοιες. Στη νέα του ταινία ο αναγνωρισμένος πλέον σκηνοθέτης Darren Aronofsky εξετάζει τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους που στιγματίζονται από τη «συνήθεια» του εθισμού... Βασισμένος πάνω στο προ εικοσαετίας βιβλίο του Hubert Selby Jr, θα αναγορεύσει τον εθισμό σε κουλτούρα, είτε πρόκειται για την τηλεόραση, είτε για ναρκωτικά, είτε για...
Ο Clint Mansell και οι Kronos Quartet σκηνοθετούν το ηχητικό περίβλημα όλων αυτών των πραγμάτων με ακρίβεια και ενδοσκοπική ικανότητα σχεδόν τρομαχτική. Ο πρώτος προέρχεται από τους Pop Will Eat Itself (πρωτοπόροι ηχητικοί χαμαιλέοντες των δύο προηγούμενων δεκαετιών με samples, metal riffs, hip hop φωνητικά και industrial αισθητική, αλλά πάνω απ' όλα γνήσιο punk attitude) και είναι ασφαλώς ο μοντερνιστής της παρέας. Όχι ότι οι Kronos Quartet χαρακτηρίζονται βέβαια από μια συντηρητική αντιμετώπιση της μουσικής, χρησιμοποιούν μεν «κλασσικά» και «συμβατικά» όργανα, με τρόπους και μεθόδους κάθε άλλο παρά παραδοσιακές όμως. Αυτή τη φορά υπάρχει ένα ολοκληρωμένο score που δε μοιράζεται την λειτουργικότητα του με μια ημιτελή συλλογή τραγουδιών. Κι αν ο Angelo Badalamenti στοιχειώνει εδώ και πολλά χρόνια τον τρόπο που γράφεται η κινηματογραφική μουσική, όλοι οι επίδοξοι μιμητές και «πρωτοπόροι» του αύριο καλούνται πλέον να στρέψουν τα φωτοτυπικά τους βλέμματα βαθιά μέσα στο μυαλό του Clint Mansell.
Αποφεύγει τα σινεμουσικά κλισέ και καταφέρνει και χαρίζει στο έργο του αυτόνομη οντότητα. Το ποτίζει με αμείωτο ρυθμό, ηχητική και ατμοσφαιρική συνέχεια, το χωρίζει (όπως στην ταινία) σε τρία μέρη -Summer, Fall, Winter-, επανεξετάζει με την ευκαιρία τις τεχνικές του στο sampling και εκμεταλλευόμενος πλήρως την έγχορδη ψύχωση των Kronos Quartet στήνει ένα ανατριχιαστικό κολάζ τριάντα τριών μικρών και μεγαλύτερων θεμάτων, που τα μοντάρει ιδιοφυώς, τα φωτίζει ελάχιστα και τα εξελίσσει με τρόπο ασφυκτικό. Τα βασικά θέματα της ταινίας (με το ένα εξ αυτών να ξεχωρίζει με μαγικό τρόπο! Θα καταλάβετε με την πρώτη ακρόαση ποιο είναι...) επαναλαμβάνονται αρκετές φορές στα 55 λεπτά του δίσκου, κάθε φορά όμως έχεις την αίσθηση ότι έχει γίνει κάποια προσθήκη, έχει επέλθει μια ελάχιστη μεν, ουσιαστική δε διαφοροποίηση.
Τα γρατζουνισμένα synthesizer του Mansell δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα να συνυπάρξουν με τις φαγωμένες χορδές των Kronos Quartet. Ο παροξυσμός είτε έχει «βιομηχανική» προέλευση, είτε βγαίνει από τα τοιχώματα ενός «απλού»... βιολιού διατηρεί την οξύτητα τα και την ενοχλητικότητά του (το έχει αποδείξει και η Laurie Anderson αυτό εδώ και αιώνες...). Ένα αφόρητο techno beat και ένα απότομο γλίστρημα του δοξαριού στην ταστιέρα συναντώνται πολλές φορές στη διάρκεια αυτού του soundtrack και ενίοτε ξαφνιάζουν... Μουσική που διαπνέεται από μια συναισθηματικά φορτισμένη υπερηφάνεια, που αναπτύσσεται μεγαλειωδώς και υπόγεια ταυτόχρονα και που (σημαντικότατο για score ταινίας) δεν αναλίσκεται ούτε δευτερόλεπτο σε άσκοπες ασκήσεις ύφους. Καλμάρει και σβήνει, εκρήγνυται και τεστάρει τις εντάσεις της και κάθε φορά φτάνει στα αυτιά σου το ίδιο λαχανιασμένη, πάντα «στην πρίζα»...
Δεν ξέρω πόσοι είχαν διακρίνει στη μουσική των Pop will eat itself (που πολλές φορές χανόταν επικίνδυνα στην «λατρεία» των στυλ...) το αρρωστημένα γενεσιουργό μυαλό του Clint Mansell, είμαι όμως σίγουρος ότι πολλοί είναι αυτοί που θα προσπαθήσουν πλέον να το αποκωδικοποιήσουν... και ποιος ξέρει, ίσως η μουσική εξίσωση να λύνεται και με εκείνο τον... μαγικό αριθμό.
Για το τέλος θα πω απλά ότι αποφεύγω επιμελώς τα soundtrack. Τα θεωρώ συνήθως μισθωμένες δουλειές πρόωρα συνταξιοδοτημένων «καλλιτεχνών» και ηχητικό άλλοθι «σοβαροφανούς» μουσικοφιλίας ενός κοινού που κατά τα άλλα αποφεύγει την ουσιαστική επαφή με τη μουσική. Δεν είναι πολύ cool και σοφιστικέ να λες «...α, εγώ ακούω soundtracks, κινηματογραφικούς ήχους ξέρεις...». Όλα αυτά όπως καταλάβατε δεν ισχύουν για το παρόν score (και για κάποια άλλα βέβαια, ας το αφήσουμε όμως για μια άλλη φορά!)