Songs of Gastarbeiter Vol. 2
«Καλέσαμε εργατικό δυναμικό, αλλά ήρθαν άνθρωποι» . Μαζί ήρθαν και οι μουσικές τους. Του Αντώνη Ξαγά.
Ο ξένος. L’ etranger. Der Ausländer. Η θεμελιώδης υπαρξιακή διάκριση του ‘εμείς’ από το ‘εσείς’ (και του ‘υμείς’ από το ‘ημείς’, που είναι κι ένα βασικό επιχείρημα στην γλωσσολογία για την διακριτή προφορά του ύψιλον και του ήτα στα αρχαία). Η οποία μοιάζει να είναι ενστικτωδώς έμφυτη στο ανθρώπινο είδος, ίσως σαν μια προστασία/επιφύλαξη απέναντι στο άγνωστο και ανοίκειο. Που μετά φορτίστηκε με συνειδητές ή ασυνείδητες προκαταλήψεις, κάποια στιγμή απέκτησε και επιστημονική επίφαση κατά τα χρόνια του δυτικού Διαφωτισμού γεννώντας δηλητηριώδεις κι αιματηρές έννοιες όπως μεταξύ άλλων ο ρατσισμός.
Από την άλλη σχεδόν κάθε πολιτισμός έχει και μια θεότητα τύπου «Ξένιου Διός». Για την φιλοξενία. Η οποία μπορεί να είναι από ανοιχτή, πρόθυμη, διαχυτική έως και… επιθετική ακόμη («θα πιεις ένα ποτηράκι ρακί ακόμη!» είπε με κρητικό βλοσυρό βλέμμα που δεν σήκωνε αντιρρήσεις). Αρκεί όμως να υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο ξένος είναι απλά ένας επισκέπτης, τουρίστας, δεν πρόκειται να μας ‘κατσικωθεί’, κάποια στιγμή θα πάρει των ομματιών του και τα μπαγκάζια και θα επιστρέψει στον τόπο του. Μια τέτοια προσωρινότητα δήλωνε αμέσως και σαφώς και η γερμανική λέξη ‘Gastarbeiter’ (ήτοι, ‘φιλοξενούμενος εργάτης’). Ήταν δύσκολα τα μεταπολεμικά χρόνια στην ισοπεδωμένη από τον πόλεμο Γερμανία, οι ανάγκες μεγάλες και άμεσες, έλειπαν χέρια εργασίας να δουλέψουν στη μηχανή του οικονομικού θαύματος, του Wirtschaftswunder, και ήταν τότε τέλη των ‘50s-αρχές 60s που υπογράφτηκαν διακρατικές συμβάσεις «Περί επιλογής και τοποθετήσεως εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις», με διάφορες χώρες όπου περίσσευαν τα χέρια και η φτώχεια και ο αυταρχισμός, Νότια Κορέα, Τυνησία, Πορτογαλία, Μαρόκο, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα και Τουρκία. Με κυνικά άρθρα, νομικές ρήτρες, σαφείς προθεσμίες. Και αριθμούς. Μόνο που από τα χαρτιά μέχρι τη ζωή τα πράγματα άλλαξαν… «Καλέσαμε εργατικό δυναμικό, αλλά ήρθαν άνθρωποι!» συμπύκνωσε μοναδικά σε λέξεις την κατάσταση ο σπουδαίος Ελβετός συγγραφέας Max Frisch. «Es kamen Menschen an», την έκανε τραγούδι το 1984 ο Cem Karaca, από τους μουσικούς ινδάλματα των Τούρκων Gastarbeiter, ο οποίος εκείνα τα χρόνια είχε κι αυτός μεταναστεύσει στη Δυτική Γερμανία. Και οι άνθρωποι έμειναν. Και γέννησαν νέους ανθρώπους που δεν είχαν πια άλλη πατρίδα…
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ‘αφομοίωση’; Μια λέξη σχεδόν κοινότυπα πια χρησιμοποιούμενη, ενίοτε μάλιστα με καλές προθέσεις. Η οποία όμως είναι στην πραγματικότητα μια έννοια με επιθετικές και επιβλητικές απολήξεις, προϋποθέτει γαρ έναν κυρίαρχο πολιτισμό τον οποίο οι ‘ξένοι φιλοξενούμενοι’ οφείλουν να υιοθετήσουν αν θέλουν να γίνουν αποδεκτοί. Η ζωή βέβαια και πάλι δίνει τις δικές της απαντήσεις, διάφορες τέτοιες μηχανιστικές αντιλήψεις κοινωνικής μηχανικής στην πράξη αποδεικνύονται ανεφάρμοστες και άτοπες, η διαδικασία γαρ της αφομοίωσης (ακόμη κι αν κάποια την εξετάσει σε βιολογικό-κυτταρικό επίπεδο) είναι πάντοτε αμφίδρομη, συνεπάγεται αλλαγή, είναι διαδραστική, η γειτνίαση, η απλή επαφή (ακόμη –ή κυρίως- και η αθέλητη) αλλάζει τον ξενιστή, τον δέκτη, σπάει την καθαρότητα και την πολιτισμική ενδογαμία με επιμειξίες γονιδίων ή/και πολιτισμικών μιμιδίων («μην μας αφήνετε μόνους με τους Έλληνες», για να θυμηθώ ένα παλιό σύνθημα των εξαρχειώτικων τοίχων).
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται για μια δύσκολη έως και επώδυνη διαδικασία. Για αμφότερες πλευρές. Στη Γερμανία η σχέση με τους Gastarbeiter (παρά τα υποτιθέμενα αντισώματα από τη μνήμη του ναζισμού) πέρασε από πολλές δύσκολες φάσεις, απομόνωση, γκετοποίηση, εκμετάλλευση μέχρι και περιστατικά ανοιχτής άγριας ρατσιστικής βίας (με πιο σοκαριστικό το έγκλημα στο Solingen, όπου σε έναν εμπρησμό του σπιτιού μιας οικογένειας Τούρκων μεταναστών, 5 άνθρωποι, ανάμεσα τους 3 νεαρά κορίτσια, έχασαν τη ζωή τους, και πιο πρόσφατο το αδιανόητο δολοφονικό σερί της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU). Και φυσικά υποτίμηση σε κάθε επίπεδο, ήδη από το γλωσσικό κιόλας, Kanaken ήταν η περιφρονητική έκφραση για τους μαυριδερούς μετανάστες από τον Νότο και την Ανατολή (ναι, οι Έλληνες περιλαμβάνονται), μια λέξη… πολυνησιακής καταγωγής και βρετανικής αποικιοκρατικής επινόησης (έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ, ότι ο ξένος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι αλλόδοξος ή ετερόγλωσσος, μπορεί να είναι ακόμη και συμπατριώτης. Ας θυμηθούμε πως υποδέχτηκε η ελληνική πατρίδα το 1922 τους ‘τουρκόσπορους’, τους ‘γιαουρτάδες’, την «προσφυγική αγέλη» κατά τον ιδρυτή της -ιδεολογικά αν μη τι άλλο συνεπούς- ‘Καθημερινής’ Γ.Α. Βλάχου, μια στάση η οποία δεν συνιστά εθνική μοναδικότητα, για παράδειγμα αντίστοιχη υποδοχή επεφύλαξαν οι δυτικοί Γερμανοί στους διωγμένους από τα σοβιετικά στρατεύματα συμπατριώτες τους από την Ανατολή, με την υποτιμητική επίσης έκφραση ‘Polacken’ να καθιερώνεται στα λαϊκά χείλη).
Παρολ’ αυτά, και με τα χρόνια να περνάνε, ο Τούρκος γείτονας (αλλά και ο Έλληνας, για να κάνουμε και μια αναφορά στην γνωστή ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ από το 1969, με πρωτότυπο πάντως τίτλο ‘Katzelmacher’, άλλη μια υποτιμητικά χρησιμοποιούμενη λέξη που σημαίνει ‘επιβήτορας’) έγινε αποδεκτός, μέρος της καθημερινότητας και της πραγματικότητας, μια ‘αφομοίωση’ η οποία εκδηλώνεται πλέον σε κάθε επίπεδο, από το αθλητικό (με την Nationalmannschaft να αποτελείται σε σημαντικό ποσοστό από παιδιά με μεταναστευτικό υπόβαθρο) μέχρι το γαστρονομικό (κάποτε ο Γερμανός γείτονας σούφρωνε τη μύτη του στις παράξενες μυρωδιές και μιλούσε για ‘Σκορδοέλληνες’ και ‘Κυμινότουρκους’, σήμερα καταπίνει αμάσητες τις σκελίδες σκόρδου γιατί ‘κάνουν καλό’ ενώ κάθε γωνιά σε κάθε γερμανική πόλη υπάρχει ένα μαγαζάκι που στεγάζει «Kebabträume» με έναν ντόνερ γύρο, διαμέτρου …σεκόγιας, να περιστρέφεται νωχελικά) και φυσικά το μουσικό (με το μεταναστευτικό χιπ χοπ να είναι η κυρίαρχη μουσική τάση). Τόσο ώστε να φτάσει ο πρώην πρόεδρος της χώρας, ο Christian Wulff να διακηρύξει σε μια περιβόητη πια αποστροφή ενός λόγου του το 2010 (που έκτοτε ερεθίζει πολύ ακροδεξιούς και ακροκεντρώους) ότι «Το Ισλάμ ανήκει στην Γερμανία» (όπως και ο χριστιανισμός και ο ιουδαϊσμός, συμπλήρωσε).
Κάπως έτσι λοιπόν, οι Gastarbeiter έγιναν μέρος της ιδρυτικής μυθολογίας του σύγχρονου γερμανικού κράτους. Και σε αυτό το πλαίσιο, σήμερα, τα παιδιά και τα εγγόνια των Kanaken εκείνων, γερά ριζωμένα πια στα μέρη αυτά όπου οι γονείς και οι παππούδες τους στην πραγματικότητα ποτέ δεν ‘έφτασαν’ (ως γνωστόν, ποτέ καμία πρώτη γενιά, είτε μεταναστών είτε προσφύγων, δεν ‘ενσωματώνεται’, αλλά ζει κολλημένη νοσταλγικά σε έναν άλλο παρελθοντικά χαμένο χωρόχρονο), που κάποτε μπορεί να κι αυτά να τους αντιμετώπιζαν με συγκαταβατική υποτίμηση, σήμερα στρέφουν το βλέμμα τους αποτίνοντας τιμή και σεβασμό, με αναγνώριση στις δυσκολίες της επιβίωσης (και με την ενδόμυχη πίστη ότι «εμείς θα τα καταφέρουμε καλύτερα»). Είναι επιπλέον μια τάση της εποχής η ανίχνευση των ριζών, η ‘προγονηλασία’ (κατά τον νεολογισμό του Γιώργου Περαντωνάκη, που πέτυχα σε άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών), ήτοι η διαδικασία μετάπλασης-ανάπλασης του οικογενειακού παρελθόντος και η συναρμογή του με την μεγάλη Ιστορία (μέσα ίσως και από τον πόθο διαμόρφωσης μιας απόλυτα διακριτής ταυτότητας, ενός φλάμπουρου ‘διαφορετικότητας’, μια ανάγκη συμβατή ασφαλώς και με την εποχή των «identity politics»). Και κάπως έτσι σήμερα γράφονται κείμενα, άρθρα και βιβλία, βγαίνουν ταινίες (όπως φέτος, το 2022, το ντοκιμαντέρ του Cem Kaya ‘Liebe, D-Mark und Tod’ (‘Αγάπη, Μάρκο και Θάνατος’)), σκαλίζονται σεντούκια με ξεχασμένες μουσικές και ήχους και τελικά κυκλοφορούν και συλλογές.
Όπως υπονοεί σαφώς ο τίτλος, η παρούσα είναι μια συνέχεια ενός Vol. 1, το οποίο είχε κάνει αίσθηση και επιτυχία όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2014. Οι επιμελητές της έκδοσης, o συγγραφέας Imran Ayata και ο DJ Bülent Kullukcu καταδύθηκαν σε έναν αχανή πραγματικά μουσικό κόσμο, ο οποίος διαβιούσε ερήμην της μουσικής βιομηχανίας και των παραδοσιακών δικτύων διανομής, σε εταιρείες με ονόματα όπως Türküola, Uzelli und Minareci και σε δίσκους (κασέτες φυσικά, το πιο λαϊκό μέσο διάδοσης μουσικής) οι οποίοι διακινούνταν όχι σε δισκάδικα αλλά στο μπακάλικο, στο μανάβικο, στο κεμπαμπτζίδικο, σε δίσκους οι οποίοι για χιλιάδες ανθρώπους ήταν ένα κομμάτι πατρίδας, μια παρηγοριά εδώ στην ξένη χώρα που σε τρώει η στενοχώρια, στην μελαγχολία των... απαρηγόρητων άχρωμων πόλεων της ‘Almanya’, ενός απογέματος στο Αάχεν, στο Βισμπάντεν ή στο Ερλάνγκεν. Μια μουσική η οποία μπορεί να κυκλοφορούσε στο περιθώριο, όμως είχε τους δικούς της σταρ, ενίοτε και με πωλήσεις που ανέρχονταν σε εκατομμύρια (όπως συνέβαινε με την θρυλική , το «αηδόνι της Κολωνίας» με την βαθιά συναισθηματική φωνή, η οποία στην μακρά καριέρα της έφτασε τα 315 σινγκλ και τις 48 κασέτες (!)). Κι επιπλέον, δεν έμεινε παραδόξως προσκολλημένη σε μια στείρα παραδοσιολατρεία, κράτησε ασφαλώς τους λαϊκούς δρόμους της Ανατολής και του anadolu rock, ωστόσο ανακατεύτηκε με σύγχρονους ήχους σε νέα σμιξίματα και νέες κατευθύνσεις (κάπως έτσι π.χ. γεννήθηκε το είδος που αποκαλείται disco –ή και turbo- folk) που δεν υπήρχαν πίσω στην πατρίδα (όπου κάποιος θα παρατηρούσε ότι ανάλογη είναι και η ιστορία δημιουργίας του… ντόνερ).
Η συλλογή εκείνη μεταξύ άλλων μας συνέστησε και ονόματα που είχαν ελάχιστη ή και καθόλου δισκογραφία, ενώ ανέστησε πραγματικά την καριέρα ενός ξεχασμένου τραγουδοποιού, του Ozan Ata Canani, με το τραγούδι «Deutsche Freunde» («Γερμανοί φίλοι») ερμηνευμένο σε συγκινητικά σπασμένα γερμανικά. Έκτοτε επέστρεψε για τα καλά στη δράση, βγάζει άλμπουμ, κάνει συνεργασίες όπως στον φετινό δίσκο του David J. Kirchner, αλλά και νέα σουξέ όπως το «Alle Menschen Dieser Erde» («Όλοι οι άνθρωποι της Γης»), το οποίο συναντάμε σε δύο εκτελέσεις στο Vol. 2 της συλλογής, μία μάλιστα σε ρεμίξ από τον γνωστό μας ‘Ντίσκο Παρτιζάνι’ Shantel, ο οποίος έχει βάλει γερό δημιουργικό χέρι στον δίσκο (τον οποίο θυμίζω είχαμε γνωρίσει μέσα από τη συνεργασία του με τον Φατίχ Ακίν, η νέα ταινία του οποίου είναι μια ευφάνταστη παραλλήλιση της ανόδου ενός Kanake, του Κούρδου Xatar, με τον πούρο γερμανικό μύθο του «Χρυσαφιού του Ρήνου»).
Το Vol. 2 συνεχίζει ουσιαστικά από εκεί που είχε σταματήσει το Vo.1., με αμείωτη ανασκαπτική διάθεση, η κύρια μερίδα παραμένει τούρκικη, από την οποία θα ξεχωρίσουμε μεταξύ άλλων το θαυμάσιο, σκωπτικά καταγγελτικό της ξενοφοβίας κομμάτι «Liebe Gabi» των … αναρχο-φολκ και βασιλιάδων των γαμήλιων τελετών Derdiyoklar (όσοι έχουν ψάξει την σκηνή αυτή, τους έχουν ξανα-απαντήσει στον καλτ δίσκο «Elektro-Dschungel: Kebab- und andere Träume» από το 1987, μια από τις πρώτες ανιχνεύσεις του χώρου αυτού, έναν δίσκο ιδιωτικής εκτύπωσης του οποίου τα 100 αντίτυπα αλλάζουν πλέον χέρια συλλεκτών σε τιμές άνω των 200 Ευρώ).
Ωστόσο εδώ οι επιμελητές έχουν φιλοτιμηθεί να κάνουν άνοιγμα και στον κόσμο των υπόλοιπων Gastarbeiter. Για παράδειγμα εκπροσωπείται η ισπανική κοινότητα με τους πολύ γνωστούς Toni Y Los Santos, που σχηματίστηκαν ήδη από τα τέλη των 60s, και τους Los Bikinis αλλά και η εξίσου πολυπληθής ελληνική. Έτσι συναντάμε στον δίσκο νεοτσιτσάνικα σχήματα όπως οι (τι άλλο;) Rembetes σε «τσιφτετέλι με μπουζούκι σε ντουζένι τουρκικό», τους πιο γνωστούς Prosechós σε δύο κομμάτια, ένα εκ των οποίων (η «Ωτομαγιά» (sic)) είχε γραφτεί το 1984 σε ανάθεση της DGB (της… ΓΣΕΕ Γερμανίας) για την γιορτή της Πρωτομαγιάς αλλά ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά σήμερα («Πρωτομαγιά σε ξένη γη, λουλούδια κι αν φυτρώνουν, τα όνειρα είναι πλαστικά τα αισθήματα ηλεκτρονικά, που μας βραχυκυκλώνουν») και ένα κομμάτι των Minotauros από τον δίσκο «Rain Over Thessalia» από το 1972, έναν μάλλον μέτριο δίσκο με φιλότιμες αλλά όχι πάντα ιδιαίτερα δημιουργικές ασκήσεις λαϊκότροπου ύφους.
Έχει ενδιαφέρον ότι η απόπειρα διεύρυνσης του πλαισίου και της συμπερίληψης και της Ανατολικής Γερμανίας, έφερε με μια κάπως διεσταλμένη ερμηνεία στην συλλογή και τους Bayon, ένα γνωστό progressive σχήμα των 70s (τραγούδι τους υπήρχε και στην ταινία «Οι ζωές των άλλων») το οποίο είχε δημιουργηθεί από δύο Γερμανούς, έναν Κουβανό και έναν Καμποτζιανό (απεσταλμένο για σπουδές στην DDR από τον διαβόητο Σιχανούκ!), εδώ τους απαντάμε με ένα κομμάτι από τον πρώτο τους δίσκο στην Amiga το 1977.
Η συλλογή διόλου τυχαία κυκλοφορεί από την Trikont, δισκογραφική εταιρεία του (άχου) Μονάχου η οποία επαίρεται ότι είναι η πρώτη ανεξάρτητη, κι έχει πράγματι ρίζες πολύ πίσω στον χρόνο, ιδρύθηκε ως εκδοτικός οίκος στα 60s από την Gisela Erler, γυναίκα φεμινίστρια και μετέπειτα –μέχρι σήμερα- Πράσινη πολιτικό, το ίδιο το όνομά της, ‘Trikont’, είναι μια αναφορά στις τρεις ηπείρους που αποτελούν ένα γεωγραφικό (αλλά και γιατί όχι, πολιτισμικό) συνεχές, και μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έδωσε δισκογραφικό βήμα σε μια πολυπολιτισμική πλειάδα μουσικών, από αγωνιστικούς τραγουδοποιούς και κολλεκτίβες μέχρι μουσικούς του δρόμου, πολύ κοντά στην αντίληψη της μουσικής ως ένα κοινωνικό δρώμενο, ως μια έκφραση ενός κοινοτικού πνεύματος και μιας κοινοτικής λειτουργίας, μια στάση που έφτασε να προκαλεί πολιτική/ιδεολογική αλλεργία στους σημερινούς ολοένα και πιο ατομοκεντρικούς καιρούς.
Ως εκ τούτου η κριτική προσέγγιση ενός τέτοιου εγχειρήματος, εξ ορισμού ελλειπτικού μπροστά στο εύρος, την ανομοιογένεια αλλά και την δυσκολία διαθεσιμότητας πρωτογενούς υλικού, καθίσταται δύσκολη. Ειδικά μέσα από μια εστέτ και αποστασιοποιημένη οπτική (είτε θετική είτε αρνητική, αδιάφορο) που θα αναζητήσει μια αυθύπαρκτη καλλιτεχνική αξία (ότι κι αν σημαίνει αυτή) ή μια ιστοριοδιφικής αξίας καταγραφή ενός χαμένου, ίσως και λίγο εξωτικού, κόσμου. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσει κι ένα μάθημα (αν δεχτούμε ότι η Ιστορία έχει μια κάποια διδακτική αξία), ίσως και μια ευκαιρία για αναστοχασμό, σήμερα που άλλοι πια Gastarbeiter, μετανάστες και πρόσφυγες, προερχόμενοι από άλλες χώρες, κυνηγημένοι πάλι όμως από πολέμους και φτώχεια (όχι, προφανώς και δεν συμπεριλαμβάνω τους πολυ-διπλωματούχους μετανάστες της καλοζωισμένης μέσης τάξης και του ‘brain drain’) γεμίζουν τις φτωχογειτονιές των δυτικών μητροπόλεων. Για την Τέχνη η οποία οφείλει να είναι μια γέφυρα υπέρβασης και ουχί περιχαράκωσης του Εαυτού. Για τον πολιτισμό ‘μας’ γενικότερα. Και για την αέναη μάχη για μια ανοιχτή κοινωνία, εκείνη που αντιμετωπίζει το ξένο ως εμπλουτισμό και όχι ως απειλή. Και για το διακύβευμα που είναι αν θα επικρατήσει (πάλι) ο φόβος, το μίσος και η καταστολή ή η ανοχή και η αλληλοκατανόηση.
Τις ημέρες που έγραφα το κείμενο αυτό, διάβασα την είδηση ότι πέθανε η Mevlüde Genç. Ήταν η γυναίκα που σε εκείνο το φριχτό ρατσιστικό έγκλημα στο Solingen, τον Μάρτιο του 1993, έχασε μέσα στις φλόγες δύο κόρες, δύο εγγόνια και μια ανιψιά. Σήμερα, στο σημείο όπου βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας, είναι φυτεμένες πέντε καστανιές. Στη δίκη των δολοφόνων είχε καταθέσει: «Είμαστε όλοι αδέρφια οι άνθρωποι. Και αυτό δεν μπορεί να εμποδιστεί από καταστροφές και εμπρησμούς».