Ο θάνατος του Παύλου Σιδηρόπουλου ήταν σημάδι και σύμπτωμα της ενηλικίωσης του ελληνικού ροκ. Δεν ήταν ο πρώτος νεκρός του ο Π (η «τιμή» αυτή ανήκει μάλλον στον κιθαρίστα των Idols Θάνο Σογιούλ που σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1965) ήταν όμως ο πρώτος που πέθανε διάσημος, και ο τρόπος που πέθανε (από υπερβολική δόση ηρωίνης) δημιούργησε, προς μεγάλη ικανοποίηση της δισκογραφικής του εταιρείας, το μύθο του «καταραμένου πρίγκηπα», του «απόγονου του Ζορμπά και της Ελένης Καζαντζάκη», του «ευαίσθητου καλλιτέχνη ρόκερ που δεν άντεξε» και έδωσε στο ελληνικό ροκ το σκοτεινό ήρωα που του έλειπε.
Μεταξύ μας τώρα, ο Π κατά τη γνώμη μου δεν ήταν και καμιά εξαιρετική περίπτωση. Τα ροκ κομμάτια των 70ς ήταν ωραία και συμπαθητικά μέσα στην αφέλειά τους, αλλά όχι και αριστουργήματα (μην τρελλαθούμε). Το 'Zorba the Freak' μόνο σαν φολκλόρ ακούγεται πλέον, με την απλοϊκή παλιοροκάδικη άποψη που πρεσβεύει, ισορροπώντας στο χείλος του γκρεμού που έπεσαν τραγουδιστές όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Σάκης Μπουλάς. Το υπερεκτιμημένο 'Φλου' ήταν καλός δίσκος, αλλά μπροστά στο δίσκο των Εν Πλω, ας πούμε, δεν αντέχει δεύτερη ακρόαση. Το σκοτεινό 'Εν Λευκώ' πέφτει νοκ άουτ από τα δύο πρώτα ακόρντα της 'Βραδυνής Πλάνης'. Και από 'κει και πέρα που το μυαλό του κόλλησε εντελώς στην πρέζα και άρχισε να «πειραματίζεται» με τα μπλούζ και τα ρεμπέτικα, κατάντησε αξιολύπητος. Στους όψιμους οργισμένους οπαδούς του που τον θεωρούν καθαρόαιμο ρόκερ συστήνω να ακούσουν το ροκ έπος «Θεσσαλικός Κύκλος» σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου και στίχους Κώστα Βίρβου για να απολαύσουν το ίνδαλμά τους να τραγουδάει «όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη» και «ακούστε τα μαντάτα ακούστε χωριανοί / εκλέψαν το γαϊδούρι του Μήτρου απ' το παχνί».
Ο θρύλος του Σιδηρόπουλου δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε από καλλιτέχνες και δημοσιογράφους του ευρύτερου περιβάλλοντός του, και εννοώ την περιοχή που οριοθετείται από τη Στουρνάρη, την Ακαδημίας τη Βασ. Σοφίας και τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στην Αθήνα. Από ανθρώπους που στο πτώμα του είδαν την ευκαιρία για μυθοποίηση της γενιάς τους και της παρέας τους, αλλά και για κονόμα. Από ανθρώπους που τώρα δηλώνουν φίλοι του, αλλά τότε τον άφηναν να σέρνεται στις πλατείες και να ξεφτιλίζεται στα υπόγεια για μια δόση. Πολλοί απ' αυτούς ίσως και να τον απέφευγαν τότε, και τώρα τον λιβανίζουν. Αυτό που με εξοργίζει, εκτός από την υπερβολή, είναι ότι τα ναρκωτικά πλασσάρονται μέσα στην ιστορία σαν «αδυναμία» και «ιδιαιτερότητα» μιας ευαίσθητης ψυχής και υποσυνείδητα ΔΙΑΦΗΜΙΖΟΝΤΑΙ με κάθε αναφορά στο διάσημο θύμα τους. Σαν να μην έφτανε η γκρί διαφήμιση που τους κάνουν οι κυβερνήσεις που τα κρατάνε παράνομα και οι διάφοροι οργανισμοί και κέντρα απεξάρτησης που στηρίζουν σ' αυτά την πανάκριβη ύπαρξή τους με μηδενικά αποτελέσματα...
Ας έρθουμε στο θέμα μας όμως, που είναι το αφιέρωμα στον συγχωρεμένο. Δέκα τραγούδια του Σιδηρόπουλου από δέκα ονόματα της επόμενης από αυτόν γενιάς. Η ενιαία διεύθυνση παραγωγής δίνει μια ομοιογένεια στο σύνολο, γεγονός που ικανοποιεί τους fans αλλά αμβλύνει τις διαφορές ανάμεσα στους καλλιτέχνες που συμμετέχουν. Που δεν είναι τυχαίοι, και προσεγγίζουν τα τραγούδια με αγάπη, σεβασμό και συνέπεια στην προσωπικότητα του δημιουργού τους, αλλά και τη δική τους, όσο αυτό είναι δυνατό, στην πλειοψηφία τους.
Ο Γιώργος Δημητριάδης με τους Μικρούς Ήρωες, τα Υπόγεια Ρεύματα και οι Όναρ δίνουν αξιοπρεπείς διασκευές, και τους βοηθάνε και τα κομμάτια που είναι και τα καλύτερα της συλλογής. Τα Διάφανα Κρίνα, ο Ιωαννίδης και ο Φάμελλος κάνουν το ίδιο, αλλά δεν τους βοηθάνε τα πρωτότυπα. Οι Μάσκες και τα Φώτα που Σβήνουν χάνονται ανάμεσα στο πνεύμα του Σιδηρόπουλου, σ' αυτό των παραγωγών και στη διάθεση να εκσυγχρονίσουν τα τραγούδια που παίζουν. Οι Σπυριδούλα είναι βαρετοί όπως πάντα, και οι Πυξ Λαξ φέρνουν ό,τι παίζουν στα μέτρα τους.
Εν κατακλείδι, ένα ακόμη δισκάκι που θα αρέσει σ' αυτούς που είναι να αρέσει και θα αφήσει αδιάφορους τους υπόλοιπους, χωρίς να είναι κακό. Η προβλεψιμότητα του ορθόδοξου ροκ, όχι μόνο του ελληνικού, επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά. Λες και το χρειαζόμασταν...