Why the mountains are black
"Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;" To δημοτικό (ελληνικό ...γκόθικ;) τραγούδι μέσα από τα μάτια ενός ξένου. Του Αντώνη Ξαγά
"Έλα, αρκετά μιλήσαμε για μένα, ας πούμε τίποτα για σένα. Για πες μου λοιπόν, πως με βρίσκεις;" Ένα αστειάκι για αρχή, έτσι για να διατυπωθεί διαφορετικά ο κοινός τόπος ότι ο δρόμος προς την αυτογνωσία περνάει (και) μέσα από το βλέμμα του Άλλου (πως το είχε πει ο Σαρτρ "μόνο μέσω των άλλων μπορούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας"). Τούτη μάλιστα η παρατήρηση μπορεί να αφορά όχι μόνο άτομα αλλά ακόμη και ολάκερα έθνη. Πόσο μάλλον όταν τούτα είναι φύσει ανασφαλή, θέσει ανάδελφα, τόσο ώστε χωρίζουν τον κόσμο σε φιλέλληνες και μισέλληνες, που κουβαλούν ένα παρελθόν ασήκωτο σαν ιστορία, αλλά συγχρόνως αυτο-οικτίρουν το μίζερο παρόν τους. Και πόσο μάλλον όταν στην μορφοποίηση τους έβαλαν και το χεράκι τους οι ρομαντικοί Άλλοι. Και δεν εννοώ (μόνο) τα κανόνια του Ναβαρίνου. Αυτά ήταν απλά η νικηφόρα κατάληξη ενός ...βλέμματος.
Πολύ πριν την εξέγερση του 1821, ξένοι περιηγητές, οι πλούσιοι, οι αργόσχολοι και οι "τρελοί" της εποχής βασικά, έρχονταν σε τούτα τα χώματα αναζητώντας τους απόγονους του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Κι αν πολλοί "απομαγεύονταν" (sic) από τα όσα αντίκριζαν, από την φτώχεια και την καθυστέρηση και την αμορφωσιά, ήταν δεκάδες εκείνοι οι οποίοι τα έβλεπαν όλα διαθλασμένα μέσα από τα γυαλιά του ρομαντικού ιδεαλισμού, ανακαλύπτοντας στον λαϊκό πολιτισμό, στους απλούς ανθρώπους την απόληξη ενός μακραίωνου νήματος. Και με τις μαρτυρίες τους όχι μόνο αποτύπωσαν την πραγματικότητα της εποχής αλλά συνεισέφεραν και στην εθνική συνειδητοποίηση, ρίχνοντας συγχρόνως και τους σπόρους για να καλλιεργηθεί ένα φιλελληνικό κλίμα στην Ευρώπη (για περισσότερα επί του θέματος αναζητείστε τα βιβλία του αποσυνάγωγου Κυριάκου Σιμόπουλου).
Η γένεση (αποφεύγω την μεταφυσική "παλιγγενεσία") του έθνους θα θέσει νέα ζητήματα "αυτογνωσίας". Τα νεογέννητα μέσα από την φωτιά και το αίμα ευρωπαϊκά έθνη άρχισαν να αναζητούν ρίζες στο απώτερο παρελθόν για να στερεώσουν την ακόμη εύθραυστη ύπαρξή τους. Το έργο αυτό ήρθαν να συνδράμουν οι (διόλου τυχαία) επίσης νεότευκτες επιστήμες της λαογραφίας και της αρχαιολογίας, με την συνδρομή των οποίων άρχισε να δημιουργείται/ανακαλύπτεται/εφευρίσκεται ένα σώμα εθνικής παράδοσης με την έως τότε προφορική λαϊκή παράδοση να εντάσσεται σε έναν κορσέ εθνικής συνείδησης, να αποκτά αισθητική αξία (ενίοτε και με λαθροχειρίες ή και νοθείες ακόμη). Κατά συνέπεια δεν πρέπει να αγνοούμε αυτή την φαντασιακή (ρομαντική!) διάσταση της παράδοσης, ούτε και να την υποτιμούμε, οι "μύθοι" είναι συνιστούν την κολλητική ουσία η οποία διατηρεί μια ενότητα, εθνική, υπερεθνική, ακόμη και μιας παρέας ή ενός μουσικού μικρόκοσμου (και μήπως το γεγονός π.χ. ότι στις ημέρες μας καταρρέει το μόρφωμα που αποκλήθηκε Ευρωπαϊκή Ένωση να μην οφείλεται -και- στο ότι ποτέ δεν κατάφερε να καλλιεργήσει έναν ανάλογο συνεκτικό μύθο;)
Συστατικό και βασικό τμήμα μιας παράδοσης είναι ασφαλώς και η μουσική και κυρίως το τραγούδι. Αυτό που στα μέρη μας ονομάστηκε δημοτικό. Το οποίο και αυτό κίνησε την προσοχή των περιηγητών εκείνων. Δεν το λάτρεψαν ασφαλώς όλοι. Ο γνωστός μας (από τον αθηναϊκό ...δρόμο) Σατωβριάνδος είχε π.χ. γράψει ότι "όταν ο έλληνας αγωγιάτης ανεβαίνει πάνω στο άλογο, αρχίζει ένα τραγούδι που θα το τραγουδάει σ' ολόκληρο τον δρόμο, πότε-πότε σταματά, νομίζω πως τελείωσε, όμως αμέσως ξαναρχίζει, πραγματικό μαρτύριο" (μαρτυρία αλιευμένη από το σπουδαίο βιβλίο "Το δημοτικό τραγούδι" του Αλέξη Πολίτη). Ήταν όμως και πολλοί οι οποίοι γοητεύτηκαν από τους εξωτικούς ήχους, το αξιοπερίεργο είναι ότι ο σημαντικότερος και καθοριστικότερος όλων ήταν ένας Γάλλος λόγιος, ο Κλοντ Φοριέλ, δεν είχε πατήσει ποτέ το ποδάρι του στα μέρη μας, μολαταύτα ήταν ουσιαστικά ο πρώτος που δημοσίευσε μια συγκροτημένη συλλογή δημοτικών τραγουδιών με τίτλο "Chants populaires de la Grèce moderne" (μιλάμε για το 1824!).
Κατά έναν κάποιο πιο σύγχρονο τρόπο, ο επιμελητής του δίσκου που παρουσιάζουμε, ο Cristopher King, είναι συνεχιστής με αυτής της παράδοσης των περιηγητών. Αλλά και του Φοριέλ ειδικότερα, τον οποίο ακολουθεί στο γνήσια ρομαντικό πνεύμα που θέλει να βλέπει στην φλογέρα τον αυλό και στους στίχους απόηχους από τα ομηρικά έπη. Στο σημείωμα που συνοδεύει τον δίσκο το "πιάνει" το νήμα από την εποχή των ...παγετώνων και τις σπηλιές στο Φράγχθι, ένα κάπως τολμηρό (ακόμη και για μια παπαρρηγοπούλεια οπτική) ιστορικό άλμα (μολαταύτα επειδή δεν έχει εθνικές "ευαισθησίες", δεν διστάζει να συμπεριλάβει και εθνικώς μη-πολιτικά ορθές πτυχές, όπως την ομοιότητα των Ηπειρώτικων με Αλβανικά, τις αναφορές σε Σλαβομακεδόνες τραγουδιστές και στην "απαγορευμένη" τους γλώσσα).
Ποιος είναι λοιπόν τούτος ο King; Αμερικανός, συνθέτης εγνωσμένης αξίας, ο οποίος έχει και Γκράμυ, και εκδίδει στην εταιρία του Jack White, την Third Man Records. Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στο έργο αυτό στα μέρη μας, δεν γράφτηκαν πολλά εκτός από αναφορές στο αξιοπερίεργο "πως ένας ξένος ασχολείται με τα δικά μας", ξιπασμούς του τύπου "ο Jack White ακούει κλαρίνα;" και μια δόση μικροεθνικής ψωροπερηφάνιας συνοδευμένη ασφαλώς με μια αυτο-υποτίμηση (κόμπλεξ ανωτερότητας και κατωτερότητας συγχρόνως, σκίσε πτυχία ψυχίατρε) "περιμένουμε από τους ξένους να μας μάθουν την παράδοση μας κλπ κλπ". Όχι ότι δεν ισχύει σε πολλούς τομείς, αλλά ειδικά στο δημοτικό τραγούδι υπάρχουν εδώ και χρόνια πολλές και θαυμάσιες εκδόσεις και μελέτες από ερευνητές και μουσικούς. Ας αφήσουμε λοιπόν ήσυχο το DNA, μην μπλέκουμε το καημένο το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ σε εθνικές ανασφάλειες και "υπαγορευμένες" μνήμες και επινοημένη παράδοση (για να παραπέμψω στον Hobsbawm) (σαν πως ξάφνου ο τραχανάς έγινε μόδα και εμφανίστηκαν αναμνήσεις -εγώ γιατί θυμάμαι ότι οι μανάδες μαγείρευαν με τα βιβλία της Βέφας, με Φυτίνη, με κονσέρβες, με μαγιονέζες, με ζαχαρούχο γάλα, με ζελέδες, με κρέμες και άλλα ...παραδοσιακά προϊόντα;).
Η συλλεκτική δουλειά του King ΔΕΝ είναι μια αυστηρή ακαδημαϊκή μελέτη, ούτε πρέπει να εξεταστεί έτσι (ας παραβλέψουμε και κάποια λαθάκια στην μεταφορά τύπου "Eseis Padia Vlahopoila"). Ας μην την κατατάξουμε επίσης ελαφρά τη καρδία στην σωρεία των εκδόσεων ...obscure ηχογραφήσεων που ανασκαλεύουν τις γωνιές του πλανήτη για ανακάλυψη εξωτικών ήχων για πεινασμένους χίψτερ καταναλωτές. Δεν έχει ασφαλώς καμία σχέση με την επιφανειακότητα των διαφόρων Rough guides και ασφαλώς δεν έχουμε να κάνουμε και με "ξεπέτα", ο ίδιος έχει ξανα-ασχοληθεί με το θέμα (ενδεικτικά αναφέρω το "Five Days Married & Other Laments", μια συλλογή με βορειοελλαδίτικη παραδοσιακή μουσική της περιόδου 1928-1968) και υπόσχεται συνέχεια στα επεισόδια (για όσους παρατήρησαν π.χ. την απουσία του Πόντου). Θα του πιστώσουμε ακόμη και τον αγνό ενθουσιασμό που τον οδηγεί σε υπερβάσεις, πέραν της all-time κλασικής και γραφικής περί μπλουζ και ρεμπέτικου, πάει και σε αναλογίες με ...free jazz ή doom folk.
Στην διπλή αυτή συλλογή λοιπόν θα βρούμε ηχογραφήσεις κομματιών (ελληνικές ή αμερικάνικες όπως ήταν ο κανόνας της εποχής, εκεί υπήρχαν γαρ οι πρώτες τεχνολογικές δυνατότητες), σχεδόν από κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας, από τη θάλασσα ως ψηλά το βουνό, από Μακεδονία μέχρι την Κρήτη έως και την Κύπρο, ζουρνάδες, τσαμπούνες και φλογέρες του βοσκού, νησιωτικά και καλαματιανούς και σκάρους και σούστες και καραγκούνες ακόμη και πρώιμα ρεμπέτικα, γνωστές μελωδίες και άγνωστες και ξεχασμένες, από χέρια και φωνές μαστόρων από οικογένειες που θα καθορίσουν το είδος (Μπουρνέλης, Χαλκιάς, Σέμσης, Νταράλας, Λαβίδας κ.ά.).
Κάπως έτσι λοιπόν, μέσα από πολλές ηχητικές γρατζουνιές, παράσιτα, το φύσημα των χρόνων που έχουν παρέλθει, ταξιδεύουμε νοερά σε μια εποχή στην αυγή της δισκογραφίας, τότε που η μουσική αρχίζει να γίνεται προϊόν, έναν κόσμο προνεωτερικό (να τον πούμε και προκαπιταλιστικό;), στο σημείο ακριβώς που αυτός πνέει τα λοίσθια (και σήμερα τον νοσταλγούμε-μια ετεροχρονισμένη εκδίκηση;) Ντοκουμέντα, αναμνήσεις, φαντάσματα (κι ας μην ήταν αυτά αποδεκτά στον χώρο των δημοτικών τραγουδιών) ενός κόσμου που πλέον δεν υπάρχει (πέρα ίσως από μεμονωμένους θύλακες και "γαλατικά" χωριά). Ενός κόσμου του οποίου η ήττα επισφραγίστηκε στον εμφύλιο (γιατί μην ξεχνάμε ότι μία διάσταση διόλου αμελητέα του εμφυλίου ήταν και η σύγκρουση υπαίθρου και άστεος), μία συνέπεια του οποίου ήταν η ερήμωση, η αστυφιλία, η συσσώρευση του κόσμου στις δύο (συμ)πρωτεύουσες. Για την πρώτη γενιά η οποία βρέθηκε στοιβαγμένη στις παραγκουπόλεις των προαστίων ή αργότερα στα διαμερίσματα της αντιπαροχής, το δημοτικό τραγούδι λειτουργούσε ως νοσταλγική υπόμνηση του χαμένου παρελθόντος. Η επόμενη γενιά θα το περιφρονήσει, ενίοτε με διάφορες ηλίθιες δικαιολογίες (όπως για την "δήθεν χρήση από την χούντα -η οποία χούντα χρησιμοποίησε θαυμάσια και το ροκ, εκεί όμως δεν είδα ποτέ αντίστοιχες ευαισθησίες). Και μια μετέπειτα γενιά θα το ξανα-ανακαλύψει, ακόμη και μέσα από χίπστερ πανηγύρια του καλοκαιριού ή και συλλογές καλών προθέσεων όπως και η παρούσα.
Λειτουργεί λοιπόν η μουσική έξω από το πλαίσιο της, το κόντεξτ που λένε και οι γραμματιζούμενοι; Η απάντηση είναι δύσκολη. Ο κόσμος που περιγράψαμε και δημιούργησε τη μουσική δεν ήταν μόνο εντελώς διαφορετικός, πιο κλειστός και στατικός. Η μουσική ήταν γέννημα μιας κοινωνίας η οποία ζούσε από την Φύση (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) όπου η μουσική υπηρετούσε συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους, γερά ριζωμένους σε τόπο, χρόνο και γεγονότα στον κύκλο της ζωής. Το τραγούδι που τραγουδιόταν δεν ήταν αισθητική επιλογή, δεν εξέφραζε προσωπικά αισθήματα (αυτό το έκανε ο ρομαντισμός!) και εννοείται δεν επεδίωκε πρωτοτυπίες, εξελίξεις και άλλους τέτοιους σύγχρονους μουσικοκριτικούς προβληματισμούς. Μαρτυρίες λένε ότι οι πρώτοι μουσικοί που κλήθηκαν να φωνογραφήσουν σε στούντιο αισθάνονταν παράξενα και άβολα όταν κλήθηκαν να ερμηνεύσουν τραγούδια "εκτός τόπου και χρόνου". Όχι όμως, ας σταθούμε μακριά από γιανναράδικες ελεγείες της παρακμής. Έτσι είναι η ζωή, οι κοινωνίες αλλάζουν, μαζί και η μουσική (με αυτή τη σειρά κιόλας!), ας αναλογιστούμε ότι ακόμη και το 99% των έμβιων ειδών που υπήρξαν στον πλανήτη έχουν εξαφανιστεί (και οικολόγοι μην πετάγεστε, όχι από ανθρώπινη παρέμβαση!).
Από την άποψη αυτή λοιπόν η ερώτηση "έχουμε να κάνουμε με αριστουργήματα ή όχι" είναι μάλλον άτοπη. Εντάξει, είναι κατανοητός ο κάπως ισοπεδωτικός θαυμασμός του ερευνητή για ότι βγάλει η σκαπάνη του (φαντασιώνομαι μουσεία του μέλλοντος να φιλοξενούν "αριστουργηματικές" κονσέρβες και πλαστικά μπουκάλια), η τάση όμως να βαφτίζουμε αριστουργήματα (τα περιβόητα "χαμένα διαμαντάκια") όσα ανακαλύπτουμε και μελετάμε, μάλλον συσκοτίζει αυτό που θέλουμε όντως να αναλύσουμε. Όμως από την άλλη, πέραν από την συνεισφορά του τυχαίου στην επιβίωση πολλών τραγουδιών, ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι αυτά δεν φτιάχτηκαν για να αρέσουν (με την έννοια που το εννοούμε σήμερα).
Μολαταύτα πραγματική συγκίνηση μπορεί να υφίσταται και να βιώνεται και να νιώθεται. Η μουσική είναι άλλωστε αν-ορθολογική (ότι κι αν σημαίνει αυτό). Και η σκοτεινιά του δημοτικού μπορεί να αγγίξει ένα σύγχρονο αυτί και σε ένα καθαρά συναισθηματικό επίπεδο. Γενικά τα δημοτικά κουβαλούν μέσα τους μια θλίψη, ακόμη και όταν αναφέρονται σε χαρμόσυνα γεγονότα (να τα βαφτίσουμε ελληνικό γκόθικ αν δεν σας αρκούν οι άλλες αναλογίες;). Και η θλίψη είναι ίσως το πιο εύκολα "μεταδόσιμο" από άνθρωπο σε άνθρωπο συναίσθημα. Και η νύχτα είναι ακόμη μαύρη στα βουνά...
[Μετά από όλα αυτά τα παραπάνω, ο παρακάτω βαθμός δεν μπορεί παρά να είναι συμβατικά καταχρηστικός, έως και περιττός]